Στους τροπικούς
O Αϊ-Βασίλης μας βρήκε στην αμμουδιά μουσκεμένους ακόμη, με την αλμύρα του Ειρηνικού Ωκεανού στο κορμί και το αλάτι της Πλάγια Χερμόσα στα μαλλιά. Κερνούσε όχι μελομακάρονα αλλά εμπανάδας (τηγανητή κρεατόπιτα, γνωστό πιάτο της κουζίνας της Αργεντινής). «Τα έφτιαξε η μαμά μου πρωί πρωί, ευτυχισμένο το νέο έτος».
Και από πού είσαι, ερμάνο; Μου μοιάζεις για ντόπιος αλλά η προφορά σου είναι κομματάκι αλλιώτικη. «Από την Αργεντινή, σενιόρ. Εχουμε καλοκαίρι και στον τόπο μου αυτή την εποχή, αλλά προτίμησα να μείνω εδώ, στην Κόστα Ρίκα, για να υποδεχτώ τους καλεσμένους στην πανσιόν που ανοίξαμε με έναν φίλο. Ατιμο πράγμα η ξενιτιά, αμίγος. Ξέρετε, η πατρίδα μου είναι χρεοκοπημένη. Εσάς από πού βαστάει η σκούφια σας;».
Βράδυ, πια, τα πρώτα βεγγαλικά μας βρήκαν στο δεύτερο μοχίτο, σε ένα τραπέζι που στήθηκε πάνω στα βραχάκια. «Θα περάσετε Πρωτοχρονιά αξέχαστη» μας υποσχέθηκαν. Είχα φορέσει γραβάτα με αγιοβασίληδες και ελαφάκια με το κοντομάνικο πουκάμισο και από κάτω την καλύτερη βερμούδα μου. Στις σαγιονάρες αντιστάθηκα, διάβολε, για ρεβεγιόν πηγαίνουμε, ας φορέσουμε το πατούμενο το παντοφλέ και ας γέμισε με άμμο χτες, στο μπαράκι του ράστα Πέδρο.
Τα πυροτεχνήματα έφευγαν από τα καΐκια και από τα κότερα και αντανακλούσαν πάνω στο νερό υπενθυμίζοντας το γαλαζοπράσινο χρώμα του. Οι πελεκάνοι πανικοβλήθηκαν και πέταξαν μακριά, αλλά ύστερα από λίγο επέστρεψαν και κούρνιασαν δέκα δέκα, ράμφος με ράμφος, στην αγαπημένη τους βαρκούλα.
Η μπάντα έπαιζε, πάλι, Μπομπ Μάρλεϊ. Οχι άλλον Μπομπ Μάρλεϊ και όχι άλλο Buena Vista Social Club. Πλησίασα και ζήτησα να παίξουν κάτι από calypso (είδος μουσικής και χορού της νότιας και ανατολικής Καραϊβικής), κάτι που θα άρεσε στους ίδιους να ακούσουν, όχι στους τουρίστες. Ο κιθαρίστας ξεκίνησε έναν μελαγχολικό ρυθμό και ο αοιδός παραδόθηκε με πάθος στο «El flautin del pastor». Δεν ταίριαζε με το πανηγυρικό κλίμα, αλλά στα αυτιά μας έφτασε σαν θεία μελωδία. Η τουριστική ρέγκε δεν είναι για εμάς, είναι για τους τουρίστες.
Μια παρέα αγοριών που μύριζαν μπάφο και δεν φορούσαν τίποτε εκτός από σορτσάκια του μπάσκετ πέρασε γελώντας από δίπλα μας, ακούμπησε τις μπίρες στην αμμουδιά και βούτηξε στα ζεστά νερά. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και συνεννοηθήκαμε με βλέμματα. «Γκαρσόν, λογαριασμό, γράσιας, κον μούτσο γούστο».
Πέντε λεπτά αργότερα υποδεχόμασταν τον καινούργιο χρόνο κολυμπώντας στον Γκόλφο Ντούλσε, με χαμόγελο που απειλούσε να μας σκίσει τα πρόσωπα. Στο φως του φεγγαριού και των βεγγαλικών είδαμε να κάνει τα ξένοιαστα ακροβατικά του ένα κοπάδι δελφίνια.
Στα χιόνια
Το τραπεζάκι που μας κράτησαν για το δείπνο της παραμονής ήταν κάπως στριμωγμένο, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Η οικογενειακή ταβέρνα του πανδοχείου Trauner ήταν μικρή και το μακρόστενο τραπέζι των παιδιών της στέπας την έκοβε στα δύο.
Στην προεδρική θέση καθόταν ο πάτερ φαμίλιας με το ακόμη σβηστό πούρο, δίπλα του η κιουρία με το ξασμένο μαλλί του κομμωτηρίου και μαζί του ένα άλλο ζευγάρι ομοίου φυράματος, με τα ρούβλια να ξεχειλίζουν από τα αυτιά όλων. Από τη μέση του τραπεζιού και δώθε ξεκινούσε το παιδομάνι. Πιτσιρίκια με τις Φιλιππινέζες νταντάδες τους, καθώς και 12χρονα που μετέφραζαν τους καταλόγους σε τέλεια αγγλικά και ακόμη πιο τέλεια γερμανικά, έγκλειστα γαρ σε πανάκριβα σχολεία της παραδιπλανής Ελβετίας. Αυτά έπρεπε να κάθονται στην προεδρική.
Χαμένος μέσα στην ανθρωπομάζα με το άσπρο δέρμα, ο γηραιός παππούς που δεν καταλάβαινε γρυ έμοιαζε σαν ναυαγός από άλλη εποχή. Γαλουχημένος με υπαρκτό σοσιαλισμό στις εργατικές κατοικίες του Στάλινγκραντ, κατάντησε στα γεροντάματα να τρώει φρέσκο χαβιάρι και να πίνει πανάκριβες σαμπάνιες στα σαλέ των Αλπεων, ουρανοκατέβατος με το πριβέ ελικόπτερο που λαγοκοιμόταν στο ποδοσφαιρικό γήπεδο του χωριού.
«Οι Αλπεις ανήκουν στους Ρώσους» ψιθύρισε κάποιος από τη δική μας παρέα. Οχι τόσο τα Χριστούγεννα όσο τα Θεοφάνια, που συμπίπτουν με τα δικά τους, παλαιοημερολογίτικα Χριστούγεννα. «Εμφανίζονται και αρκετοί Αραβες, αλλά το καλοκαίρι, για να ξεφύγουν από τη ζέστη των πατρίδων τους» συμπλήρωσε το σκηνικό η σερβιτόρα Μπίργκιτ, μοναχοκόρη της φαμίλιας Τράουνερ. Οι Ελληνες πότε έρχονται; «Καλέ ποιοι Ελληνες; Πρώτη φορά στη ζωή μου συναντώ Ελληνες στο Καπρούν».
Φάγαμε κυνήγι, συνδυάσαμε τη βάις μπίρα των ορεκτικών αλλαντικών με πρωτοχρονιάτικο κόκκινο κρασί από το Βαλέ, ό,τι πρέπει για το κυνήγι, και βγήκαμε να περπατήσουμε στο χιόνι, προτού το ρολόι της κουκλίστικης εκκλησίας με το πολεμικό νεκροταφείο σημάνει μεσάνυχτα. Από τα μπαράκια παιάνιζαν τραγούδια της Γιουροβίζιον, τα ξανθά παιδάκια έπαιζαν κυνηγητό με χιονοπέδιλα, οι μεγάλοι πάσχιζαν να ζεστάνουν την κατακόκκινη μύτη τους, οι καμινάδες κάπνιζαν ξένοιαστες. Υπάρχει ωραιότερη αίσθηση από τον συνδυασμό παγωνιάς με ζεστασιά;
Το μπαλκόνι του δωματίου μας πρόσφερε πανοραμική θέα της κεντρικής πλατείας, όπου είχαν ήδη ξεκινήσει τα γερμανοπρεπή κλαπατσίμπανα. Το χωριουδάκι που φώλιαζε ανάμεσα στα πανύψηλα βουνά μύριζε λουκάνικο και καυτό gluhwein με γαρίφαλο. Πιάσαμε θέση στη βεράντα, δίχως να αποχωριστούμε τους σκούφους και τα γάντια. Και περάσαμε το επόμενο δίωρο σημαδεύοντας ανυποψίαστους παραθεριστές του χειμώνα με γενναίες χιονιές, με τάχα ανήξερο ύφος στο καλοζωισμένο μας πρόσωπο. «Ποιοι, εμείς; Από τον ουρανό έπεσαν».