Του Κώστα Ράπτη
Τι δικαιολογούσε τη σπουδή να συγκληθεί εν μέσω πανδημίας μία ακόμη, άτυπη πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό, δίχως να πληρούνται οι προϋποθέσεις για οτιδήποτε άλλο πέρα από το ναυάγιο που όντως προέκυψε; Και τί εξηγεί την αποδραματοποιημένη αντιμετώπιση της έκβασης αυτής από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, ο οποίος κατέγραψε τις εκατέρωθεν απόψεις (που σε ό,τι αφορά την τουρκική πλευρά κινούνται εκτός του υφιστάμενου πλαισίου αναζήτησης λύσης) και ανανέωσε το ραντεβού για μετά από δυο-τρεις μήνες;
“Το μέσον είναι το μήνυμα” και εν προκειμένω η διαδικασία της πενταμερούς καταγράφει τα πραγματικά αποτελέσματά της χωρίς καν να καταλήγει. Αποτελέσματα τα οποία επικεντρώνονται στην προσπάθεια της τουρκικής πλευράς, ίσως όμως πλέον και του διεθνούς παράγοντα, να αποδράσει ακριβώς από τις παραμέτρους επίλυσης που έχουν τεθεί.
Το ότι η “λύση δύο κρατών” κατατίθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς να προκύπτει διεθνής κατακραυγή δείχνει πόσο πολύ έχει διολισθήσει η συζήτηση έξω από το γράμμα και το πνεύμα των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Και αυτό δεν αναιρείται από το ενδεχόμενο η κίνηση της (συνήθως πάντως ειλικρινέστατης) τουρκικής πλευράς να αποτελεί απλώς διαπραγματευτικό ελιγμό, διότι καταγράφεται στο διαπραγματευτικό κεκτημένο, με τα υλικά του οποίου ο Αντόνιο Γκουτέρες θα επιχειρήσει κατά δήλωσή του τον “τετραγωνισμό του κύκλου”.
Η ίδια η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, υπήρξε η πρώτη, κατεξοχήν βρετανικής εμπνεύσεως, απόπειρα “τετραγωνισμού του κύκλου”, ήτοι συμβιβασμού των ανταγωνιστικών επιδιώξεων των Ελληνοκυπρίων για “Ένωση” και των Τουρκοκυπρίων για διαχωρισμό (Taksim). Κατέληξε ωστόσο, στην κρατική παράλυση, τη δικοινοτική βία και την αποκήρυξη του “συνεταιρισμού” από τουρκοκυπριακής πλευράς.
Η εισβολή της Τουρκίας το 1974 και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που τη συνόδευσε πέτυχε τον διαχωρισμό de facto, αλλά βέβαια δεν παρήγαγε νέα νομιμότητα. Μολονότι δε η διαδικασία αναζήτησης λύσης που ακολουθήθηκε παρέμεινε πρωτίστως αυτή των δικοινοτικών συνομιλιών, το κυρίαρχο αφήγημα υπήρξε αυτό περί του Κυπριακού ως προβλήματος εισβολής και κατοχής. Διάσταση η οποία όμως απονευρώθηκε πλήρως με το Σχέδιο Ανάν, καθιστώντας για το διεθνές ακροατήριο το Κυπριακό υπόθεση “επανένωσης” ενός διαιρεμένου, υπό συνθήκες που δεν πολυεξετάζονται νησιού.
Σε αυτό το τοπίο, η “διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία” αποτελεί τη νέα συνταγή “τετραγωνισμού του κύκλου”, με την οποία ταυτοχρόνως θα συντηρούνται και θα αίρονται τα δεδομένα του de facto διαχωρισμού – αλλά και θα διαιωνίζεται ο διαιτητικός ρόλος του διεθνούς παράγοντα.
Μόνο που η έννοια της “διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας” έχει φθάσει να σημαίνει πλέον ασαφώς τα πάντα για τους πάντες. Εξ ού και η ευκολία με την οποία ξεδιπλώνεται πλέον με περισσότερη αυτοπεποίθηση η τουρκική στρατηγική.
Πρόκειται για ένα παιχνίδι win-win, που αποβλέπει όχι βέβαια στην αναίρεση των βιαίως κεκτημένων του 1974, αλλά στη νομιμοποίησή τους. Νομιμοποίηση η οποία έχει κατά το ήμισυ επιτευχθεί με την ουσιαστική απενοχοποίηση της “εγγυήτριας” Τουρκίας για την εισβολή και κατοχή και εκκρεμεί να ολοκληρωθεί με την “άρση της απομόνωσης του κυπριακού Βορρά”. Αλλά και με πιθανό κέρδος, σε περίπτωση συμφωνίας, τον μεγαλύτερο περιορισμό της ελευθερίας κινήσεων του “Νότου”.
Με αυτή την έννοια, ο “τετραγωνισμός του κύκλου” για την τουρκική πλευρά έχει σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί απαλλάσσοντάς της από το δίλημμα ανάμεσα στη “λύση δύο κρατών” και τη λύση της “επανένωσης”. Και κάθε βήμα προς αυτή την κατεύθυνση απλώς υπογραμμίζει τη στρατηγική αμηχανία της ελληνικής πλευράς.