Πρόκειται για μια δύσκολη χορογραφία – στην οποία η κάθε πλευρά προβαίνει σε ένα διστακτικό βήμα υπό τον όρο ότι και η άλλη θα ανταποδώσει. Με το βλέμμα ταυτοχρόνως στραμμένο στο “εσωτερικό μέτωπό” της.
Η αποκατάσταση ενός διαλόγου μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν στην προοπτική διάσωσης της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης αποτελεί μέγα ζητούμενο των ημερών, μετά την έξοδο από το προσκήνιο της ομάδας του Ντόναλντ Τραμπ η οποία υιοθέτησε μια εκρηκτική αλλά άκαρπη πολιτική “μέγιστης πίεσης” προς την Ισλαμική Δημοκρατία.
Για την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν η επιστροφή στην πολυμερή διπλωματία, η διαφύλαξη του μεγαλύτερου διπλωματικού επιτεύγματος της κυβέρνησης Ομπάμα, η αποκατάσταση επί του συγκεκριμένου θέματος της ενότητας του “δυτικού στρατοπέδου” (δεδομένου του ρόλου των “τριών μεγάλων” της Ευρώπης στον “ιρανικό φάκελο”) είναι λογικό να αποτελεί προτεραιότητα και μάλιστα σε μία συγκυρία κατά την οποία η Ουάσιγκτον επαναξιολογεί τη στοχοθεσία της ως προς την αντιμετώπιση των “στρατηγικών ανταγωνιστών της” στην Ευρασία.
Πόσο μάλλον που η πολιτική “μέγιστης πίεσης” απέτυχε, στον βαθμό που, παρά το τεράστιο κόστος των πρωτογενών (και δευτερογενών έναντι οιουδήποτε πιθανού οικονομικού εταίρου του Ιράν) κυρώσεων, η Τεχεράνη δεν υπέκυψε στους αμερικανικούς όρους, όπως τους κωδικοποίησε ο Μάικλ Πομπέο, που άλλωστε ισοδυναμούσαν με “αλλαγή καθεστώτος”. Μάλιστα, με τον βομβαρδισμό αμερικανικής βάσης στο Ιράκ, σε αντίποινα για την δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Κάσεμ Σοεϊμανί, έδειξε ετοιμότητα ακόμη και για πολεμική κλιμάκωση της σύγκρουσης με τις ΗΠΑ και τους περιφερειακούς συμμάχους της. Αντίστοιχα, η δολοφονία (εικάζεται από ξένες μυστικές υπηρεσίες) του Ιρανού πυρηνικού επιστήμονα Μοχσέν Φαχριζαντέ οδήγησε το, ελεγχόμενο από τους συντηρητικούς μετά τις περσινές βουλευτικές εκλογές, κοινοβούλιο του Ιράν στην απόφαση να μην παρατείνει πέραν της 21ης Φεβρουαρίου της συνεργασία της χώρας με την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας, που επιτηρεί το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Μέχρι τώρα και ακολουθώντας τα κύματα αμερικανικών κυρώσεων προχωρούσε σε βήματα αποδέσμευσης από τους όρους που του έθετε η συμφωνία του 2015, ωστόσο αυτά βρίσκονταν εντός των προβλέψεών της (εφόσον οι ΗΠΑ από το 2018 είχαν από πλευράς τους αποδεσμευθεί) και ήσαν αντιστρέψιμα. Με άλλα λόγια ήταν το Ιράν που έθετε πλέον προθεσμίες στις ΗΠΑ να επανακάμψουν.
Το τελεσίγραφο προσπεράστηκε χάρη στην πρόσφατη συμβιβαστική συμφωνία που δίνει για ένα τρίμηνο τη δυνατότητα στη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας να βιντεοσκοπεί τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, παρότι δεν θα μπορεί πλέον να τις επιθεωρεί.
Η γραμμή του Ιράν συνίσταται στο ότι χωρίς άρση των αμερικανικών κυρώσεων δεν θα υπάρξει επιστροφή στην προτέρα κατάσταση, ενώ το γεγονός ότι τα συμφωνηθέντα το 2015 αναιρέθηκαν από την κυβέρνηση Τραμπ δίνει στην Τεχεράνη το προπαγανδιστικό όπλο να υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ είναι συνολικά αναξιόπιστες και να απαιτεί νέες ενισχυμένες εγγυήσεις.
Από αμερικανικής πλευράς το πρόβλημα έγκειται στο ότι και η σημερινή κυβέρνηση συμμερίζεται με την προκάτοχό της την επιθυμία να διευρύνει την ατζέντα πέραν του αντικειμένου της συμφωνίας του 2015, προκειμένου να αποσπάσει παραχωρήσεις ως προς το βαλλιστικό πρόγραμμα του Ιράν και την “περιφερειακή συμπεριφορά” του, δηλ. τη στήριξή του σε παίκτες της περιοχής (Συρία, Χούθι, Χεζμπολάχ, ιρακινές πολιτοφυλακές) που αποτελούν απειλή για τις ΗΠΑ και ακόμη περισσότερο για παραδοσιακούς τους συμμάχους όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ. Άλλωστε ο Βενιαμίν Νετανιάχου αφιέρωσε τεράστια προσπάθεια στο να αποτρέψει την υπογραφή ή να αναιρέσει την εφαρμογή της συμφωνίας του 2015 ερχόμενος για αυτό σε μιαν ανοίκεια σύγκρουση με την κυβέρνηση Ομπάμα.
Από αυτή την άποψη, οι κινήσεις της ομάδας Μπάιντεν είναι ακροβατικές, όσο και αν ειδικά το Ριάντ νιώθει ήδη την πίεση της Ουάσιγκτον.
Κατά αντίστοιχο τρόπο, το ιρανικό κοινοβούλιο μαίνεται ήδη κατά του μεταρρυθμιστή προέδρου Ροχανί, ο οποίος σε τρεις μήνες δίνει τη μάχη της επανεκλογής του, για τη συμβιβαστική συμφωνία που παραβιάζει το ορόσημο της 21ης Φεβρουαρίου. Ωστόσο, δεν είναι το κοινοβούλιο που έχει τον πραγματικό τελικό λόγο, αλλά ο ανώτατος ηγέτης αγιατολλάχ Χαμενεϊ και το περί αυτόν κατεστημένο ασφαλείας.
Σε κάθε περίπτωση, η Ουάσιγκτον έχει σοβαρούς λόγους να αναβιώσει τις ελπίδες των μεταρρυθμιστών εντός του Ιράν, σε μια ευρύτερη προσπάθεια όχι μόνο να διευθετήσει τα της συγκεκριμένης περιοχής (απαλλασσόμενη και από τους εκβιασμούς δύστροπων συμμάχων όπως ο Ερντογάν), αλλά και να δημιουργήσει ρήγματα στον ευρασιατικό άξονα που συγκροτούν Κίνα και Ρωσία προσeταιριζόμενες όλο και πιο στενά με οικονομικές και άλλες συμφωνίες την Ισλαμική Δημοκρατία.
Πηγή: capital.gr