Mπροστά στο τελευταίο κύμα, φανερών και κρυφών, δημοσκοπήσεων, στο Μαξίμου έχουν δύο λόγους αισιοδοξίας κι δύο λόγους προβληματισμού – όλους εξίσου σοβαρούς.
Ο προβληματισμός προκύπτει αφενός από την, συνεχιζόμενη, βαριά σκιά του Μακεδονικού και, αφετέρου, από το γεγονός πως τα μεταμνημονιακά φιλολαϊκά μέτρα δεν δείχνουν να έχουν ακόμη ισχυρό δημοσκοπικό αποτύπωμα. Η αισιοδοξία τροφοδοτείται από την περιορισμένη – ή τουλάχιστον «ελεγχόμενη και διαχειρίσιμη» όπως λέγεται χαρακτηριστικά – διαφορά με την ΝΔ και από την αργή μεν, σταθερή δε ενίσχυση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα στοιχεία αυτά, τα οποία προκύπτουν σχεδόν απ’ όλες τις δημοσκοπήσεις που αναλύονται αυτήν την περίοδο στο «στρατηγείο» του Μαξίμου, θα κρίνουν στον ορίζοντα του επόμενου ενός έως ενάμισι μήνα, και τον χρόνο των εκλογών. Και η εξέλιξη των συγκεκριμένων τάσεων θα καθορίσει και τους στρατηγικούς όρους με τους οποίους θα πάει στις κάλπες ο Αλέξης Τσίπρας.
Επί του παρόντος, και περίπου έναν μήνα μετά την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών, η εικόνα από τις μετρήσεις που έχουν στα χέρια τους οι κυβερνητικοί επιτελείς δίνει μια διαφορά 4 έως 5 μονάδων από την ΝΔ, χωρίς προοπτική αυτοδυναμίας. Το κρίσιμο στοιχείο, ωστόσο, είναι πως η διαφορά αυτή εκτινάσσεται όταν «μετριέται» η κοινή γνώμη στην βόρεια Ελλάδα – και ειδικά στους νομούς της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας – και περιορίζεται ακόμη και στα όρια του στατιστικού λάθους «από την Θεσσαλία και κάτω».
Επίσης ενδιαφέροντα όμως είναι και τα δημοσκοπικά ευρήματα που δείχνουν ότι το βαρύ κόστος που εξακολουθεί να πληρώνει η κυβέρνηση για την συμφωνία των Πρεσπών δεν εισπράττεται, εξ ολοκλήρου τουλάχιστον και σε βαθμό αυτοδύναμης επικράτησης, από την ΝΔ. Εδώ, τα κόμματα που φαίνονται να επωφελούνται ιδιαιτέρως είναι από την μία πλευρά η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου και από την άλλη η Ενωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη, με αμφότερους να διεκδικούν με αξιώσεις σε αρκετές δημοσκοπήσεις την είσοδό τους στην Βουλή.
Στην κυβερνητική ανάλυση καταγράφεται επίσης και ο σχετικά περιορισμένος αντίκτυπος που έχουν μέχρι στιγμής τα φιλολαϊκά οικονομικά μέτρα, όπως ο κατώτατος μισθός – μια εικόνα, την οποία κυβερνητικά στελέχη αποδίδουν στην ανάγκη περαιτέρω ωρίμανσης και απόδοσης των συγκεκριμένων παρεμβάσεων. Ενδεικτική επ’ αυτού είναι και η σημερινή δημοσκόπηση της ALCO για το Open, που δίνει το προβάδισμα της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στο 6,5% (επί των εγκύρων, ΝΔ 26,9% -ΣΥΡΙΖΑ 20,4%). Στην δημοσκόπηση, το 71% θεωρεί ότι η οικονομία κινείται στην λάθος κατεύθυνση και 54% θεωρεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει λίγο έως καθόλου την ψήφο στις εκλογές. Στην ίδια δημοσκόπηση όμως το 42% θεωρεί ότι εάν κυβερνούσε η ΝΔ τα πράγματα θα ήταν ίδια και το 30% πιστεύει πως θα ήταν χειρότερα.
Με αυτά τα δεδομένα, τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη επιμένουν στην εκτίμηση πως η δημοσκοπική εικόνα παραμένει αναστρέψιμη. Και βασίζουν την αισιοδοξία τους αυτή στα έτερα δύο κομβικά στοιχεία των μετρήσεων που αναλύουν.
Το πρώτο είναι πως η διαφορά με την ΝΔ δεν διευρύνεται – αντιθέτως στις πιο πολλές μετρήσεις που φθάνουν στο Μαξίμου δείχνει μειούμενη. Το δεύτερο ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι ενισχύεται σταθερά το τελευταίο διάστημα η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ και από τα επίπεδα του 45% όπου βρισκόταν επί μήνες κινείται πλέον ανάμεσα στο 53% και το 55%. Εάν εδώ προσμετρηθεί και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των αναποφάσιστων (πάνω από 30%) αποτελείται από ψηφοφόρους που τον Σεπτέμβριο του 2015 είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, εκτιμάται ότι παραμένει ρεαλιστικό το στοίχημα του «επαναπατρισμού» και της περαιτέρω αύξησης της συσπείρωσης το επόμενο διάστημα. Πόσο μάλλον, αφού το ΚΙΝΑΛ δείχνει εντελώς αδύναμο να προσελκύσει απογοητευμένους ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς και το ίδιο εμφανίζεται να έχει διαρροές (περί το 15%) απ’ ευθείας προς την Νέα Δημοκρατία…