Συντάκτης: Χρήστος Λάσκος *
Η εξέγερση των τελευταίων εβδομάδων στη Γαλλία επαναφέρει στο προσκήνιο το χρόνιο ζήτημα των σύγχρονων κοινωνιών. Το ζήτημα των ζητημάτων, που είναι η παρόξυνση του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα τους και η σύστοιχη με αυτό αλαζονεία των πλουσίων.
Για να το θέσω ορθότερα, αυτό που επανέρχεται στο προσκήνιο είναι ο καπιταλισμός ως το μείζον πρόβλημά μας. Ενα κοινωνικό σύστημα που, μέσα από την παγκόσμια επέκτασή του, μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε ύβρι πλανητικών διαστάσεων, η μέγιστη απειλή για την ανθρωπότητα και τη φύση. Εχοντας ως μόνο γνώμονα τη μεγιστοποιητική απληστία, οδηγεί τη ζωή και τον πλανήτη στην καταστροφή.
Και κάνει, για άλλη μια φορά, επίκαιρο τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος επισήμανε πως η επανάσταση είναι απαραίτητη όχι μόνο γιατί αποτελεί προϋπόθεση για τη βελτίωση της ζωής της πλειοψηφίας, αλλά, ακόμη περισσότερο, στο μέτρο που μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό φρένο πριν από την καταστροφή.
Είναι πολύ γελασμένοι όσοι νομίζουν πως το σύστημα –«αυτοβούλως» ή υπό πίεση- θα κάνει την παραμικρή παραχώρηση. Είναι, θέλω να πω, πολύ ουτοπιστές και καθόλου ρεαλιστές όσοι θεωρούν πως ο «ρεφορμισμός» αποτελεί δυνατότητα μετασχηματιστικής πρακτικής.
Πράγμα που αποδεικνύεται μέρα τη μέρα σε όποια γωνιά του κόσμου κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας.
Η ελληνική εμπειρία είναι απολύτως διαφωτιστική. Δεν ήταν μόνο ο Τσίπρας που στραπατσαρίστηκε στην προσπάθειά του να επιτύχει έναν «έντιμο συμβιβασμό». Το κεφάλαιο –διεθνές με «εθνικά» παραρτήματα– δεν έδωσε ούτε στον Σαμαρά, κατεξοχήν δικό του άνθρωπο, περιθώρια αναπνοής. Η εξόντωση, η ταξική επικράτηση μόνο ως απόλυτη μπορεί να νοηθεί από μέρους του κεφαλαίου. Η άτεγκτη στάση του είναι πλέον σταθερά της ύπαρξής του.
Το κεφάλαιο σήμερα, για να το πούμε με εγελιανό τρόπο, είναι η κατεξοχήν «απόλυτη ιδέα». Σε παλαιότερες περιόδους, η ηγεμονία του εδράζονταν σε μια υπόσχεση βελτίωσης της ζωής –το κεφάλαιο έπρεπε να υπηρετηθεί, γιατί αυτό, υποτίθεται, θα απέβαινε προς το συμφέρον της κοινωνίας συνολικά. Στην τωρινή φάση, η υποταγή στη «βούλησή» του είναι απόλυτη προσταγή –το κεφάλαιο πρέπει να υπηρετηθεί γιατί η μοίρα όσων του εναντιώνονται είναι η εξόντωση.
Μπορεί να αλλάξει αυτό; Μπορεί, δηλαδή, μια «ρεφορμιστική» πρακτική να επιφέρει κάποιες, έστω στοιχειώδεις, βελτιώσεις στη ζωή των ανθρώπων; Νομίζω πως όχι. Κι αυτό αποτυπώνεται με χίλιους τρόπους στην εμπειρία.
Δείτε τι γίνεται στη Γαλλία. Πάρτε τον Πρόεδρο των πλουσίων –τον οποίο οι ποικίλοι δικοί μας «προοδευτικοί», παραδοσιακοί και φρέσκοι, υπολήπτονται ως ευρωπαϊστή και τον χειροκροτούν ενθουσιωδώς στην Πνύκα, τρομάρα τους. Αποφάσισε, λοιπόν, ύστερα από έναν μήνα «ταραχών», να «συζητήσει» κάποια από τα «δίκαια αιτήματα» των εξεγερμένων. Με μία απόλυτη προϋπόθεση: πως δεν θα θιγούν σε τίποτα οι πλούσιοι και οι επιχειρηματίες. Με απλά λόγια: ας αυξηθεί λίγο ο κατώτατος μισθός κι ας το πληρώσουν οι φορολογούμενοι, γενικώς. Με τίποτε, πάντως, δεν θα πληρώσουν οι βιομήχανοι ή οι «εύποροι» -πάει να πει, οι «επιτυχημένοι».
Οποιος νομίζει πως αυτό αποτελεί, απλώς, σουσουδισμό ή σύνδρομο Μαρίας Αντουανέτας, κάνει μεγάλο λάθος. Οι «ευκατάστατοι» ξέρουν πως υπάρχουν φτωχοί και εξαθλιωμένοι συμπολίτες τους. Αντί, ωστόσο, να τους «συμπονέσουν», να τους «παρασταθούν», βρίσκουν περισσότερο κατάλληλο να τους μισούν. Ενα κύμα ταξικού μίσους των ανώτερων και τμημάτων των «μεσαίων» τάξεων προς τους φτωχούς κατακλύζει τις καπιταλιστικές κοινωνίες μας. Και διαμορφώνει το υπόστρωμα πάνω στο οποίο εκτρέφονται τα φασιστικά και εθνικιστικά τέρατα.
Ολα για τον «ιδιωτικό τομέα» –όπου οι δικοί μας νεοφιλελεύθεροι τοποθετούν και τους… εργαζομένους στον «ιδιωτικό τομέα». Είναι χαρακτηριστική πρόσφατη παρέμβαση του Στέφανου Μάνου, ο οποίος εντάσσει στο «Δημόσιο» τους πάντες και τις πάσες –κρατικούς υπαλλήλους, συνταξιούχους και άνεργους!–, διαμαρτυρόμενος εντόνως πως ο «ιδιωτικός τομέας» τούς τρέφει όλους αυτούς τους άχρηστους, το βάρος της γης.
Με τα λόγια του: «Οι μισοί (τα 2,3 εκατ. απασχολούμενοι εκτός Δημοσίου) συντηρούν τους διπλούς του Δημοσίου (τα 4 εκατ.)! Με άπειρη θρασύτητα η συνδικαλιστική ηγεσία των 4 εκατ. παρέλυσε τη χώρα την περασμένη Τετάρτη, απαιτώντας περισσότερα από τους απασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα». Τα κοπρόσκυλα –άνεργοι και συνταξιούχοι–, αυτοί οι περιττοί και τόσο μα τόσο θρασείς.
Η απάντηση σε αυτήν την κατάσταση δεν μπορεί να είναι «ήπια», «θεσμική» και «διαλλακτική». Είναι φανερό, νομίζω, πως χωρίς εξεγερσιακές, επαναστατικές πραγματικά εξελίξεις, δεν αναστρέφεται η πορεία προς το όλο και χειρότερο. Ο αντίπαλος δεν συνδιαλέγεται. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για «διαπραγματεύσεις». Επιδιώκει την παράδοση άνευ όρων στον ταξικό πόλεμο, που εκτυλίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και πολύ συνειδητά από την πλευρά του. Και, όταν χρειαστεί, θα αξιοποιήσει και τα τέρατα.
Η απάντηση, δε, σε όσους ονειρεύονται «δημοκρατικά» -με τον Σουλτς και τον Μακρόν!- μέτωπα απέναντι στον «εθνολαϊκισμό» έχει δοθεί εδώ και ογδόντα χρόνια από τον Χορκχάιμερ: όποιος δεν μιλάει για τον καπιταλισμό, δεν δικαιούται να μιλάει για τον φασισμό.
* εκπαιδευτικός