Έλλειψη επιχειρηματικής κουλτούρας, γραφειοκρατία, εσωστρέφεια, διάσπαρτη νομοθεσία. Παρότι υπάρχουν ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικές ομάδες που μπορούν να «παίζουν δυνατά» στο ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό πεδίο των διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων, η αξιοποίηση της ερευνητικής δουλειάς των ελληνικών ΑΕΙ κατατρύχεται από χρόνια προβλήματα. Για τον λόγο αυτό οι επιτελείς στο υπουργείο Παιδείας και στο χαρτοφυλάκιο Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων σχεδιάζουν παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν τους ερευνητές να «βρουν τον δρόμο» προς την αγορά.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», με νομοσχέδιο θα θεσμοθετηθούν Γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας στα πανεπιστήμια για την αξιοποίηση των ερευνητικών τους αποτελεσμάτων, ενώ θα απλοποιηθούν οι διαδικασίες για δημιουργία εταιρειών startups από τα ιδρύματα.
Ειδικότερα, οι τρεις μορφές αξιοποίησης του ερευνητικού έργου των ΑΕΙ είναι η κατοχύρωση της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (πατέντας) και η πώλησή της, η δημιουργία εταιρειών τεχνοβλαστών (που συστήνονται για την εμπορική αξιοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας ενός πανεπιστημίου ή ερευνητικού φορέα), και η σύναψη συμβολαίων ανάμεσα στα ερευνητικά εργαστήρια και τις εταιρείες. «Στην Ελλάδα χωλαίνουν και τα τρία» ανέφερε, μιλώντας στην «Κ», ο κ. Αρίστος Δοξιάδης, αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας και εταίρος στο κεφάλαιο επενδύσεων τεχνολογίας Big Pi. Και αυτό διότι δεν υπάρχει ο αριθμός αλλά και το ποιοτικό μέγεθος των εταιρειών για να συναφθεί ικανός αριθμός συμβολαίων που θα αποτελέσει τη μαγιά για την ανάπτυξη μιας σταθερής σχέσης ανάμεσα στα ΑΕΙ και τις εταιρείες. Άρα οι ερευνητές πρέπει να ανοιχτούν στη δύσκολη και ανταγωνιστική διεθνή αγορά. Εκεί όμως για να πετύχουν πρέπει να έχουν μια σημαντική ιδέα για να προσφέρουν προς αξιοποίηση.
Επίσης, στην Ελλάδα δεν υπάρχει κουλτούρα για τη δημιουργία άρτιων πατεντών. Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι ερευνητές δεν έχουν ασχοληθεί για να κατοχυρώσουν τις αξιοποιήσιμες χρήσεις ενός ερευνητικού αποτελέσματος. Και αυτό διότι οι ερευνητές δεν έχουν ούτε τις γνώσεις αλλά ούτε το κίνητρο (δεν αξιολογείται τυχόν επιτυχία τους) για να φτιάξουν μια καλή πατέντα.
Έτσι, οι περισσότεροι ερευνητές και τα ΑΕΙ οδηγούνται στη λύση της σύστασης εταιρειών τεχνοβλαστών (spin-off), που «στιγματίζονται» από τη γραφειοκρατία.
Η κυβέρνηση σχεδιάζοντας τη θεσμοθέτηση Γραφείων Μεταφοράς Τεχνολογίας στοχεύει ακριβώς στην ενίσχυση των μηχανισμών, που επιτρέπουν τη μετατροπή των αποτελεσμάτων της έρευνας σε επιχειρηματική ιδέα. «Η γενική τάση και η διάθεση για αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, τόσο σε επίπεδο
Οργανισμών όσο και ατόμων, σχετίζεται με δεξιότητες και ικανότητες των ατόμων, καθώς και με παράγοντες όπως ο χρηματοπιστωτικός κίνδυνος και η διαχείριση πνευματικής ιδιοκτησίας» λέει στην «Κ» η κ. Μαρία Μαύρη, αντιπρύτανης Έρευνας και Διά Βίου Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, το οποίο φιλοξενεί από αύριο την 79η Σύνοδο Πρυτάνεων και Αντιπρυτάνεων των ΑΕΙ. Για το θέμα της αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της ακαδημαϊκής έρευνας θα διοργανωθεί αύριο ανοιχτή διαδικτυακή εκδήλωση.
«Αποστολή των Γραφείων Μεταφοράς Τεχνολογίας είναι να υποστηρίξουν τους ερευνητές, το προσωπικό, και τους φοιτητές ενός πανεπιστημίου στην αξιοποίηση της ερευνητικής τους δραστηριότητας, προκειμένου να αναπτύξουν και να προωθήσουν καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες στην αγορά και να δημιουργήσουν έσοδα που θα επανεπενδυθούν στην ακαδημαϊκή ερευνητική δραστηριότητα» αναφέρει η κ. Μαύρη, προσθέτοντας ότι μεταξύ άλλων «τα Γραφεία παρέχουν υπηρεσίες ενημέρωσης και εκπαίδευσης για τη διαδικασία κατοχύρωσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τη διαδικασία χορήγησης άδειας χρήσης και εκμετάλλευσης τεχνολογίας, τη συνεργασία μεταξύ δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και την προώθηση της καινοτομίας στην αγορά, βοηθούν στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ ΑΕΙ, συλλογικών φορέων και επιχειρήσεων σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, και διεθνές επίπεδο, και συμβάλλουν στην προώθηση και τη δημιουργία επιχειρήσεων τεχνοβλαστών».
Τα πανεπιστήμια θα χρηματοδοτηθούν για να οργανώσουν τα Γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας. Ερώτημα είναι εάν θα γίνει ένα Γραφείο σε κάθε ΑΕΙ ή εάν θα υπάρξουν συμπράξεις πολλών ΑΕΙ, ερευνητικών κέντρων και δημόσιων και ιδιωτικών φορέων σε ένα Γραφείο, με τον κ. Δοξιάδη να συγκλίνει υπέρ της δεύτερης θέσης. «Το στοίχημα είναι τα ΑΕΙ να μπορέσουν να διατηρήσουν τα Γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας και όταν ολοκληρωθεί η κρατική χρηματοδότηση» παρατηρεί η κ. Μαύρη, υπενθυμίζοντας την ιστορία των Δομών Απασχόλησης και Σταδιοδρομίας (ΔΑΣΤΑ), που αποτελούσαν την ομπρέλα για τα Γραφεία Πρακτικής Άσκησης, τα Γραφεία Διασύνδεσης και τις Μονάδες Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας. Τα ΔΑΣΤΑ χρηματοδοτήθηκαν (με εθνικά και ευρωπαϊκά κονδύλια) την τετραετία 2010-2014, αλλά κατόπιν ατόνησε η λειτουργία τους, καθώς η χρηματοδότηση πέρασε στα ΑΕΙ (πλην των Γραφείων Πρακτικής Άσκησης που ακόμη χρηματοδοτούνται). Από την άλλη, με πρωτοβουλία των ΑΕΙ ήδη υπάρχουν Γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας όπως στο Παν. Αιγαίου από το 2016.
Παράλληλα, σχεδιάζεται η απλούστευση των διαδικασιών για ίδρυση εταιρειών τεχνοβλαστών από τα ΑΕΙ. Με το ισχύον καθεστώς αρμόδια είναι η Σύγκλητος, ενώ σχεδιάζεται η αρμοδιότητα να περάσει στην Επιτροπή Ερευνών του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) κάθε ΑΕΙ. Η λειτουργία τεχνοβλαστών απαιτεί ευέλικτους μηχανισμούς, στοιχείο που δεν συνάδει με τους κανόνες του δημόσιου λογιστικού. Όπως ανέφερε στην «Κ» πανεπιστημιακός, κρίσιμο επίσης είναι εάν η ανάθεση έργων θα γίνεται μέσω μειοδοτικών διαγωνισμών και αν θα προσμετρώνται και ποιοτικά κριτήρια στην αξιολόγηση των προτάσεων για κάθε έργο. Αίτημα, δηλαδή, είναι να αναζητηθεί η ισορροπία ανάμεσα στην τήρηση των κανόνων διαφάνειας και την αναζήτηση των ικανότερων στελεχών για κάθε έργο.