«Σήμερα είναι μια καλή ημέρα για την ανάπτυξη», είπε χθες στην Βουλή ο πρωθυπουργός κάνοντας μνεία στην «έναρξη του έργου στο Ελληνικό, που αλλάζει την εικόνα της χώρας». Γνωρίζει ότι δεν είναι αλήθεια – το πραγματικό έργο στο Ελληνικό θα ξεκινήσει, στο καλό σενάριο, τουλάχιστον σε τρία χρόνια. Όπως γνωρίζει και ότι η σημερινή εικόνα της χώρας απέχει μακράν ακόμη κι από υποψία ανάπτυξης. Η πραγματική εικόνα της χώρας είναι εκείνη μιας ύφεσης που τρέχει ήδη με διψήφιο ποσοστό, ενός ελλείμματος που έχει ξεπεράσει το 3% και εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων-ζόμπι που ζουν επί τρεις μήνες με το επίδομα των 800 ευρώ και την απειλή της οριστικής απόλυσης.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι όμως αναγκασμένος πλέον να αγοράσει πολιτικό χρόνο και να κάνει διαχείριση προσδοκιών. Και να περιμένει το τέλος του καλοκαιριού για να αποφασίσει οριστικά εάν θα πάει σε εκλογές έως τον Οκτώβριο ή εάν θα παίξει άμυνα, με πολιτική πόλωση και επικοινωνιακή διαχείριση έως το τέλος του χρόνου προσβλέποντας σε ένα νέο αφήγημα αναδιανομής από το 2021 μέσα από το πακέτο των 30 δις – είτε λίγο μικρότερο, είτε λίγο μεγαλύτερο – που θα έρθει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο πρωθυπουργός κλίνει προς το δεύτερο σενάριο. Οι εισηγήσεις για διπλές εκλογές τον Οκτώβριο προκειμένου να κάψει την απλή αναλογική και να «τελειώσει τον Τσίπρα» παραμένουν στο τραπέζι– πρόκειται όμως για εισηγήσεις που όσο προχωρά το σκληρό καλοκαίρι του κορονοϊού αποκτούν όλο και υψηλότερο ρίσκο. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί όντως να μην έχει ανασυνταχθεί, και όλα δείχνουν πως θα αργήσει αρκετά ακόμη, η κοινωνία όμως αρχίζει να εμφανίζει εστίες βρασμού.

Στο Μαξίμου, άλλωστε, ξέρουν να διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις και πέραν των τίτλων με τις θηριώδεις διαφορές υπέρ της ΝΔ, μάλλον διάβασαν προσεκτικά και τα ποιοτικά στοιχεία της τελευταίας δημοσκόπησης της MRB, των «Τάσεων», που δείχνουν ότι το 61,5% των πολιτών θεωρεί ότι η κατάσταση της οικονομίας σήμερα είναι κακή ή πολύ κακή, και μόνον το 8% θεωρεί πως είναι καλή.  Το 62% επίσης δηλώνει πως το οικογενειακό του εισόδημα έχει ήδη μειωθεί λόγω του lockdown της πανδημίας. Και το 55% θεωρεί ότι τα πράγματα θα πάνε ακόμη πιο άσχημα στην οικονομία, και μόνον το 13,8% αναμένει πως θα πάνε καλά.

Από την ίδια δημοσκόπηση προκύπτει ότι η λέξη που εκφράζει περισσότερο τους πολίτες για το παρόν και το μέλλον της  χώρας είναι «φόβος». Ακολουθεί η «ελπίδα» με 41,4% και έπονται η «οργή» με 37,3% και η «ντροπή» με 26,8%.

Είναι προφανές πως εάν αυτός ο φόβος ενταθεί ακόμη περισσότερο τους επόμενους μήνες και οι… χαρούμενοι τουρίστες του Χάρη Θεοχάρη δεν σώσουν στο ελάχιστο έστω την παρτίδα των ταξιδιωτικών εσόδων και κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, ο Οκτώβριος μπορεί να είναι πολύ πιο σκληρός απ’ ό,τι θέλει να ελπίζει η κυβέρνηση. Και μια προσφυγή στις κάλπες σε συνθήκες μαζικής ανεργίας, κοινωνίας δύο τρίτων και εργασιακής ζούγκλας, ακόμη και με έναν αποδιοργανωμένο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι, ποτέ δεν μπορεί να θεωρείται εγγυημένη «ζαριά».

Κατά κάποιους άλλωστε στο Μαξίμου που ειδικεύονται στον πολιτικό σχεδιασμό, η μεγάλη ευκαιρία του εκλογικού αιφνιδιασμού που θα έκαιγε ακαριαία την απλή αναλογική κι θα έβγαζε «καθαρή τετραετία όχι αυτοδυναμίας, αλλά παντοδυναμίας» χάθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, αμέσως μετά την ψήφιση του εκλογικού νόμου.

Τούτων δοθέντων το σενάριο του εκλογικού φθινοπώρου απομακρύνεται εκ νέου, προσώρας τουλάχιστον. Και οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης μετατοπίζονται και βασίζονται εξ ολοκλήρου πλέον πάνω στο ευρωπαϊκό «σχέδιο Μάρσαλ», που θα δώσει την δυνατότητα για ένα νέο αφήγημα ταχείας ανάκαμψης και διανομής του ευρωπαϊκού χρήματος. Οι πληροφορίες που φθάνουν από το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες λένε πως η ευρωπαϊκή συμφωνία για το οικονομικό πακέτο της πανδημίας θα κλείσει στην σύνοδο της 17ης Ιουλίου, και στο Μαξίμου το πιστεύουν. Εξ ου και έχουν αναθέσει στην επιτροπή Πισσαρίδη την ταχεία εκπόνηση του σχεδίου απορρόφησης των ευρωπαϊκών δισεκατομμυρίων, το οποίο θα αποτελέσει και την «σημαία» της κυβέρνησης στο δύσκολο φθινόπωρο που έρχεται.

Πρόκειται επίσης για μια επιλογή που εμπεριέχει ρίσκα καθώς ούτε ή έκταση της τελικής ύφεσης, ούτε η ένταση του κύματος της ανεργίας μπορούν ακόμη να προβλεφθούν. Και οι σκέτες υποσχέσεις, ακόμη κι εάν συνοδεύονται από ευρωπαϊκά τσεκ, πολύ δύσκολα μπορούν να αποτελέσουν εγγύηση πολιτικής σταθερότητας ενώπιον μιας εξουθενωμένης κοινωνίας που βγαίνει από δέκα χρόνια κρίσης και Μνημονίων…