-του Δημήτρη Τσίρκα
Δικαίως λοιπόν διαμαρτύρονται οι δημοσιογράφοι; Και ναι και όχι. Ασφαλώς και δεν τα παίρνουν όλοι οι δημοσιογράφοι, η πλειοψηφία μάλιστα από αυτούς δουλεύουν σε κακές συνθήκες και για χαμηλούς μισθούς. Μπορούν ωστόσο να ισχυριστούν ότι τα (περισσότερα) μέσα στα οποία εργάζονται είναι μέσα ενημέρωσης, ότι τιμούν και σέβονται τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ενημερώνουν «αντικειμενικά και αμερόληπτα» τους πολίτες; Μάλλον όχι.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ αλλά η λειτουργία και ο χαρακτήρας αυτών των ΜΜΕ. Η σύγχυση προκύπτει από το ότι τα αντιμετωπίζουμε ακόμη ως δημοσιογραφικούς οργανισμούς που στόχο έχουν την ενημέρωση. Ότι ναι μεν είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά το προϊόν που πουλάνε είναι η πληροφόρηση. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν ισχύει, τουλάχιστον όχι σήμερα, αν ίσχυε ποτέ.
Η ιδιωτική διαφημιστική πίτα στην Ελλάδα της κρίσης έχει συρρικνωθεί πολύ και σίγουρα δεν μπορεί να συντηρήσει όλα αυτά τα κανάλια, τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, τις εφημερίδες και τα σάιτς που λειτουργούν ακόμη. Ενώ η δημόσια διαφήμιση συνοδεύεται πάντοτε από πολιτικές απαιτήσεις, όπως πολλές φορές και η ιδιωτική, (πχ. τράπεζες).
Ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν αυτές οι επιχειρήσεις είναι είτε να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από κάποιους επιχειρηματίες που θέλουν να έχουν ΜΜΕ για να ασκούν πολιτική επιρροή, είτε να διαφοροποιήσουν το προϊόν που πουλάνε προκειμένου να αποκομίσουν κέρδη από άλλες δραστηριότητες. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, τα ΜΜΕ έχουν πάψει να είναι μέσα ενημέρωσης.
Αλήθεια, μπορεί κανείς να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι μαγαζιά όπως το Πρώτο Θέμα, τα Παραπολιτικά, ο ΔΟΜ ή ο ΣΚΑΙ προσφέρουν ενημέρωση; Όταν βλέπει την απροκάλυπτη προπαγάνδα, τα fake news, το καθημερινό λιβάνισμα της κυβέρνησης, τη δολοφονία χαρακτήρων των αντιπάλων τους ή την αυτούσια αναμετάδοση δελτίων τύπου επιχειρήσεων και τη διαφήμιση προϊόντων ως «ειδήσεις»;
Κακά τα ψέματα, για τη μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ στην Ελλάδα σήμερα, αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως ενημέρωση, δεν είναι καν η κύρια δραστηριότητά τους. Στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιείται ως ένα βολικό άλλοθι για να πουλήσουν πιο αποτελεσματικά τις άλλες υπηρεσίες τους, πολιτικές ή επιχειρηματικές. Για αυτό άλλωστε και επενδύουν ελάχιστα σε αυτή και την ξεπετάνε βιαστικά κάνοντας copy paste από το ΑΠΕ ή αναπαράγοντας κακομεταφρασμένα δημοσιεύματα του ξένου τύπου, μαζί με ατελείωτα άρθρα «γνώμης» βαρετών δημοσιολογούντων που αναμασούν τα κυρίαρχα στερεότυπα και clickbait κείμενα με infotainment περιεχόμενο.
Ας πάψουμε λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τα ΜΜΕ στην Ελλάδα ως μέσα ενημέρωσης και ας τα δούμε ως αυτό που πραγματικά είναι: γραφεία τύπου ιδιωτικών συμφερόντων, μηχανισμοί προπαγάνδας ή απλώς καταστήματα προσφοράς (φθηνής) διασκέδασης. Συνήθως όλα αυτά μαζί. Σε τίποτα δεν διαφέρουν από το τμήμα μάρκετινγκ μιας επιχείρησης, από μια εταιρεία επικοινωνίας ή διαφήμισης.
Μάλιστα, κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε απελευθερωτικά και για τους εργαζομένους στα ίδια τα ΜΜΕ, αφού στοχοποιούνται εν πολλοίς αδίκως, ακριβώς λόγω της σύγχυσης που σκόπιμα συντηρείται για τα μαγαζιά στα οποία δουλεύουν. Ανάμεσα δηλαδή σε αυτό που επικαλούνται ότι είναι και σε αυτό που πραγματικά είναι. Κανένας για παράδειγμα δεν θα ψέξει έναν επικοινωνιολόγο γιατί προσπαθεί να καταστήσει πιο συμπαθή τον πελάτη του στο κοινό ή έναν διαφημιστή γιατί ωραιοποιεί ένα προϊόν για να το αγοράσει ο κόσμος. Αυτή είναι η δουλειά τους. Το ίδιο όμως κάνουν και τα ΜΜΕ, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη δημοσιογραφία και την ενημέρωση.
Βέβαια, δύσκολα οι δημοσιογράφοι θα αποδεχτούν κάτι τέτοιο, αφού θα συνιστούσε πλήγμα για την αυτοεικόνα τους. Η δημοσιογραφία διαθέτει, υποτίθεται, συμβολικό κύρος, θεωρείται λειτούργημα, κρίσιμο για την υγιή λειτουργία της δημοκρατίας. Ας σκεφτούν όμως αν τους συμφέρει να παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτή την αντίληψη. Ο λόγος είναι ότι υπάρχει μόνο στο μυαλό τους, καλώς ή κακώς, ο περισσότερος κόσμος τους ταυτίζει με τους μεγαλοδημοσιογράφους και τα απαξιωμένα μέσα στα οποία εργάζονται.
Και μπορεί να είναι άδικο για έναν απλό συντάκτη ύλης στον ΣΚΑΙ να ταυτίζεται με τη Σία Κοσιώνη και τον Άρη Πορτοσάλτε, αλλά η πραγματικότητα του ΣΚΑΙ είναι πολύ πιο κοντά στη Σία Κοσιώνη και τον Άρη Πορτοσάλτε, παρά στον ανώνυμο συντάκτη ύλης. Για να συντηρείται δε αυτή η πραγματικότητα, δεν δουλεύουν μόνο εκείνοι οι δύο, άλλα όλος ο μηχανισμός και οι εργαζόμενοι του καναλιού.
Και όταν η νοσηρή πραγματικότητα συγκρούεται με το εξωραϊστικό ιδεολόγημα, τότε δυστυχώς παίρνει μπάλα τους πάντες. Ποιος μπορεί να κατηγορήσει τους χιλιάδες διαδηλωτές που φώναζαν ρυθμικά το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», στη μεγάλη συγκέντρωση του ΟΧΙ, το καλοκαίρι του 2015, γνωρίζοντας τη στάση που κράτησαν τα ΜΜΕ εκείνη την εποχή;
Επιπλέον, πότε ακριβώς οι δημοσιογράφοι συγκρούστηκαν με αυτή την πραγματικότητα και επιχείρησαν να βάλουν φρένο; Όχι ατομικά φυσικά, τέτοια δυνατότητα είναι περιορισμένη, αφού υπερισχύει η ανάγκη της επιβίωσης, αλλά συλλογικά, ως σωματεία. Εδώ όμως τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, η ΕΣΗΕΑ είναι ένα ανέκδοτο, το μόνο ίσως συνδικάτο που οργανώνει ταυτόχρονα εργαζομένους και τα αφεντικά τους, τους μιντιάρχες Χατζηνικολάου και Ευαγγελάτο, μαζί με τους υπαλλήλους τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αρνείται πεισματικά και για καθαρά συντεχνιακούς λόγους, να δεχτεί στις τάξεις της, όλους όσοι εργάζονται στα σάιτς, οι οποίοι αποτελούν και τη μεγαλύτερη και πιο εκμεταλλευόμενη κατηγορία εργαζομένων στα ΜΜΕ.
Τέλος, καλό είναι να θυμηθούμε ότι η «ενημέρωση», έτσι όπως προσφέρεται από τα ιδιωτικά και δημόσια ΜΜΕ, δεν είναι ακόμη μια δουλειά, μια καπιταλιστική δραστηριότητα που αποσκοπεί στο κέρδος και στην οποία η θεμελιώδης ταξική διάκριση ανάμεσα σε αφεντικά και εργαζόμενους, αρκεί για να την αποκωδικοποιήσουμε.
Είναι πρωτίστως μια πολιτική και ιδεολογική λειτουργία, απαραίτητη για την ομαλή αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή που τσιμεντώνει την αστική ηγεμονία φροντίζοντας να διαχέει στις μάζες την κυρίαρχη ιδεολογία. Και μπορεί σε περιόδους κοινωνικής νηνεμίας να κρατά κάποια προσχήματα, όταν όμως ξεσπά η κρίση και οξύνονται οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί, πετά κάθε πέπλο αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και τάσσεται απροκάλυπτα στο πλευρό της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, στον πόλεμο που έχουν εξαπολύσει εναντίον των λαϊκών τάξεων. Ό,τι δηλαδή γίνεται στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια, όπου όλα τα μεγάλα ΜΜΕ κουνάνε απειλητικά το δάχτυλο στον κόσμο.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα μεμονωμένα ιδιωτικά κεφάλαια ή ο συλλογικός καπιταλιστής που λέγεται κράτος, τη χρηματοδοτούν αφειδώς, ακόμη και όταν είναι ζημιογόνος με όρους αγοράς. Η προστιθέμενη αξία της δεν προέρχεται από τα προϊόντα «πληροφόρησης» που καταφέρνει να πουλήσει με κέρδος, αλλά από τις πολιτικές και ιδεολογικές υπηρεσίες που προσφέρει.
Από αυτή τη σκοπιά, ο τομέας της ενημέρωσης έχει περισσότερες ομοιότητες με την αστυνομία, παρά με οποιονδήποτε άλλο κλάδο παραγωγής. Και οι δύο είναι κρίσιμοι μηχανισμοί για την αναπαραγωγή του συστήματος εκμετάλλευσης. Απλώς η μία χρησιμοποιεί την καταστολή, ενώ η άλλη την προπαγάνδα και την ιδεολογία.
Και φυσικά, παρατηρούνται αντίστοιχες διαβαθμίσεις στο εσωτερικό τους – για κάθε ματατζή που η δουλειά του είναι να δέρνει διαδηλωτές, υπάρχουν πολλοί άλλοι αστυνομικοί που κάθονται σε ένα γραφείο και περνάνε αναφορές, χωρίς να έρχονται ποτέ σε επαφή με τον κόσμο. Αντίστοιχα, η Σία Κοσιώνη είναι στην πρώτη γραμμή της προπαγάνδας, για να κάνει όμως με επιτυχία ό,τι κάνει, δουλεύουν δεκάδες άλλοι πίσω από τις κάμερες, συνήθως κάτω από άθλιες συνθήκες εργασίας. Ούτε οι γραφιάδες αστυνομικοί ωστόσο, αλλάζουν τον χαρακτήρα της αστυνομίας, ούτε οι αθέατοι δημοσιογράφοι και συντάκτες εκείνον του ΣΚΑΙ.