O κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας μπορεί να… στρίβει δια των υπεκφυγών και των μη απαντήσεων στην υπόθεση της καμπάνιας των 20 εκατομμυρίων ευρώ, το κλίμα όμως στην κυβέρνηση για το πάρτι της αδιαφάνειας βαραίνει πλέον επικίνδυνα.
Δεν είναι μόνον σύσσωμη η αντιπολίτευση που ζητά να δοθεί στην δημοσιότητα η «αμαρτωλή» λίστα Πέτσα με τα ποσά που δόθηκαν σε – υπαρκτά και ανύπαρκτα – μέσα ενημέρωσης, είναι πια και στελέχη της ίδιας της ΝΔ που ζητούν να βγουν στο φως όλα τα στοιχεία ενώ η υπόθεση ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα με αιχμές για σκανδαλώδεις πρακτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη από έγκυρα διεθνή ΜΜΕ.
Σε πολιτικό επίπεδο, στο Μαξίμου και στην ΝΔ δεν πέρασε σήμερα απαρατήρητη η παρέμβαση της Ντόρας Μπακογιάννη, η οποία τάχθηκε σαφώς υπέρ της δημοσιοποίησης των ποσών που έλαβε κάθε μέσο για τις καμπάνιες «Μένουμε Σπίτι» και «Μένουμε Ασφαλείς». «Περιμένω να δοθούν οι λίστες με τα ποσά. Όλα αυτά πρέπει να γίνονται με απόλυτη διαφάνεια», είπε η Ντόρα Μπακογιάννη που, παρά τους πολιτικούς ελιγμούς που επιχείρησε, τόνισε πως «αυτή είναι η άποψή μου». «Εγώ», πρόσθεσε, «θα δω τον κατάλογο με όλες τις χρηματοδοτήσεις και τότε θα κουβεντιάσουμε αν έπρεπε να πάρει, ο Χι, ο Ψι ή ο Ωμέγα».
Είχε προηγηθεί, το Σαββατοκύριακο, το αιχμηρό κύριο άρθρο της «Καθημερινής» που καλούσε επίσης την κυβέρνηση να ακολουθήσει τον δρόμο της διαφάνειας, ενώ σήμερα η περίφημη καμπάνια έγινε αντικείμενο κι ενός εξαιρετικά επικριτικού δημοσιεύματος της βρετανικής εφημερίδας Guardian.
Ο Guardian κάνει εκτεταμένη αναφορά και στην σκανδαλώδη υπόθεση με τα vouchers Βρούτση, καυτηριάζοντας τις πρακτικές της ελληνικής κυβέρνησης και εγκαλώντας την για έλλειψη διαφάνειας και για συντήρηση των παθογενειών της παλαιάς «ελληνικής κλεπτοκρατίας».
«Μέχρι στιγμής», αναφέρει η εφημερίδα, «η έλλειψη διαφάνειας της Ελλάδας στα δημόσια οικονομικά της έχει περάσει απαρατήρητη εκτός των συνόρων της. Αλλά με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα ταμείο ανάκτησης Covid-19 που θα μπορούσε να στείλει περίπου 32 δισ. ευρώ στη χώρα, αυτό δεν θα παραμείνει έτσι».
«Η αισθηση που δίνεται», συνεχίζει, «ότι η διοίκηση χειρίζεται σκοτεινούς λογαριασμούς ενώ ζητά από εκατομμύρια επιχειρηματίες και εργαζόμενους να αιμορραγούν προς όφελος όλων, δεν είναι βιώσιμη. Η κυβέρνηση χρειάζεται ηθική εξουσία για την επιβολή δαπανηρών αποφάσεων. Και παρ’ ότι αυτά τα σκάνδαλα δεν έχουν συγκλονίσει ακόμη το κοινό, η σημασία τους θα ενταθεί όσο η ύφεση θα δαγκώνει».
Στο δημοσίευμα επισημαίνεται ότι, διεθνώς, η Ελλάδα εμφανίζεται να είχε μια σχετικά επιτυχημένη πορεία στην πανδημία.
Προσθέτει όμως ότι αυτή η επιτυχία έχει και μια άλλη όψη. Όπως αναφέρει, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρησιμοποιεί την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως πρόσχημα για να σπεύσει σε εξαιρετικά αδιαφανείς και αμφισβητήσιμες συμφωνίες στα δημοσιονομικά της. Και αναφέρεται σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις: «Τον Απρίλιο, ο πρωθυπουργός έπρεπε να παρεμβληθεί και να ακυρώσει ένα πακέτο 190 εκατομμυρίων ευρώ που προοριζόταν για εταιρείες με αντκείμενο τη διαχείριση ενός προγράμματος ηλεκτρονικής μάθησης για τους αυτοαπασχολούμενους. Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι πολλές από τις εταιρείες που ενέκρινε το υπουργείο Εργασίας για να παράσχουν τις διαδικτυακές πλατφόρμες ήταν, όπως είπε ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, ο Αλέξης Τσίπρας, «άμεσα συνδεδεμένος» με το κυβερνών κόμμα…
…Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης του κοινού για τον Covid-19 αξίας 20 εκατομμυρίων ευρώ δόθηκε απευθείας σε μια ιδιωτική εταιρεία . Τα κριτήρια για τον καθορισμό των μέσων μαζικής ενημέρωσης που επιλέχθηκαν για να μεταδόσουν το υλικό της καμπάνιας και τι θα πληρώνονταν δεν έχουν διευκρινιστεί. Η εφαρμογή του προγράμματος από μια ιδιωτική εταιρεία σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμία υποχρέωση να ανεβάσει πληροφορίες σχετικά με την κατανομή των χρημάτων στο δημόσιο μητρώο διαφάνειας».
«Δεν υπάρχει έλλειψη προκλήσεων στο μέλλον για την Ελλάδα», αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα, «είτε πρόκειται για κοροναϊούς, οικονομικούς ή ακόμη και γεωπολιτικούς. Η ελληνική κλεπτοκρατία, σύμφωνα με τα λόγια που είχε πει το 2015 ο πρώην αντιπρόεδρος της Γερμανίας, λεηλάτησε τη χώρα για χρόνια, ενώ η ΕΕ απλώς παρακολουθούσε.Πέντε χρόνια μετά, φαίνεται ότι λίγα πράγματα έχουν αλλάξει».