Στην Κουμουνδούρου όταν διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις στέκονται σε ένα «κρυμμένο» – και προσώρας χαμένο – ποσοστό της τάξης του 10%. Είναι περίπου το ποσοστό που χωρίζει τις σημερινές δημοσκοπικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ από το 32% που πήρε πέρσι στη κάλπη, στις εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Αυτό το 10% με 12% του εκλογικού σώματος δεν έχει μετοικήσει – στον κύριο όγκο του τουλάχιστον – στην ΝΔ, δεν αθροίζεται στα ποσοστά του ΚΙΝΑΛ και δεν έχει ενδώσει στο εξ αριστερών φλερτ του Γιάνη Βαρουφάκη. Εχει παρκάρει κάπου ανάμεσα στους αναποφάσιστους, την αποχή και τα «άλλα κόμματα», και περιμένει. Ενδεχομένως όπως περίμενε και πέρσι, στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις ευρωεκλογές και στη συνέντευξη Τσίπρα στον Σκάι, πριν σπεύσει στην κάλπη και δώσει την «εντολή μετασχηματισμού» στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ερώτημα είναι εάν και πόσο θα περιμένει και αυτή τη φορά η συγκεκριμένη μάζα ψηφορόρων – μια μάζα κρίσιμη όχι μόνον ποσοτικά, αλλά κυρίως ποιοτικά καθώς είναι εκείνη που μπορεί να δώσει ή να ακυρώσει την ηγεμονία στον χώρο της κεντροαριστεράς. Και η απάντηση που δίνεται από συγκεκριμένους πόλους εντός και πέριξ της Κουμουνδούρου είναι πως η πολιτική πίστωση χρόνου αρχίζει να φθίνει. Εξ ου και επίκεινται πρωτοβουλίες με αιχμή, το χρονίζον πια, ταυτοτικό ζητούμενο: ποιο κόμμα είναι ο «νέος ΣΥΡΙΖΑ», ποιες είναι οι κοινωνικές του αναφορές και συμμαχίες, ποιον χώρο και με ποιους όρους θέλει να εκπροσωπήσει στην κλίμακα του προοδευτικού τόξου.
Μια από αυτές τις πρωτοβουλίες προοιωνίζεται και η πολιτική-ιδεολογική πλατφόρμα που δημοσιοποίησαν δύο από τα «πασοκογενή» στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αντώνης Κοτσακάς μέλος της Πολιτικής Γραμματείας και εκλεγείς πρώτος σε σταυρούς στο όργανο, και ο Χάρης Τσιόκας μελος του Πολιτικού Γραφείου του ΣΥΡΙΖΑ –Προοδευτική Συμμαχία.
Η πλατφόρμα κατατίθεται μετά από μια περίοδο άτυπης υποστολής του εγχειρήματος της Προοδευτικής Συμμαχίας και επαναφέρει σε πρώτο πλάνο το αίτημα όχι απλώς της διεύρυνσης, αλλά του μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αντώνης Κοτσακάς και ο Χάρης Τσιόκας βάζουν διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο 2012 και το 2020, προειδοποιούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα καρπωθεί νομοτελειακά και εξ ολοκλήρου την κυβερνητική φθορά της ΝΔ και τονίζουν την ανάγκη για ένα «αξιόπιστο προοδευτικό πλειοψηφικό σχέδιο».
«Η κοινωνική ανασφάλεια», γράφουν, «δημιουργεί κοινωνική ρευστότητα και αυτό επιβάλλει την υποχρέωση για τον μετασχηματισμό της κοινωνικής και παραγωγικής ανάγκης σε αξιόπιστο προοδευτικό πλειοψηφικό σχέδιο. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για μια προοδευτική διακυβέρνηση που θα ξεπερνά ευκαιριακές-διαχειριστικές συνεργασίες κορυφής».
Σ’ αυτό το πλαίσιο βάζουν ως προϋπόθεση για τη διαμόρφωση πλειοψηφίας την «προγραμματική και πολιτική προσέγγιση στις αγωνίες, τις ανάγκες και την προοπτική των μεσαίων στρωμάτων» και των κοινωνικών δυνάμεων που συγκροτούν το «precariato», δηλαδή την «υπό διαμόρφωση κοινωνική τάξη όσων βρίσκονται σε καθεστώς επισφαλούς εργασίας και ανεργίας».
Απορρίπτουν επίσης «το μοντέλο του κόμματος με την πυραμιδική μορφή που αντλεί τις ρίζες του από το κόμμα «Νέου Τύπου» του Λένιν», διότι «ενώ ανταποκρίθηκε με επάρκεια σε κοινωνίες έντασης εργασίας, παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες στο να ανταποκριθεί στη σημερινή περίοδο που χαρακτηρίζεται από την ένταση της γνώσης και του κεφαλαίου», και καταλήγουν επισημαίνοντας:
«Η διεύρυνση και διάχυση ενός πολιτικού σχηματισμού στην κοινωνική διεργασία, είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη προκειμένου να μπορεί ένας πολιτικός φορέας να αναλαμβάνει, όχι μόνο ευθύνες διακυβέρνησης αλλά και να βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τα στρώματα και τις τάξεις που επιδιώκει να συμπορευθεί. Με πολιτική και προγραμματική ενότητα. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος γιατί γίνονται αδιάφορες κοινωνικά και πολιτικά, στο εγχείρημα της διεύρυνσης, οι οργανωτίστικες εσωτερικές διευθετήσεις».
Στην Κουμουνδούρου, αρκετοί είναι εκείνοι που σημειώνουν ότι η παρέμβαση των δύο στελεχών ήρθε ταυτόχρονα με τα μηνύματα που έστειλε ο Αλέξης Τσίπρας από το Φόρουμ των Δελφών – μηνύματα, που δείχνουν πρόθεση «επανεκκίνησης» του κομματικού μετασχηματισμού: «Έχω αποφασίσει», είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, «ότι πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά. Είναι μια απόφαση ειλημμένη, δεν αφορά πρόσωπα, αφορά πολιτικές. Αγαπώ και εκτιμώ όλους τους συντρόφους μου, παλιούς και καινούργιους. Όμως, εγώ αντιλαμβάνομαι ότι στους ηγέτες αναλογεί να παίξουν κάποια στιγμή έναν ρόλο ιστορικό και πρέπει να ξεπεράσουν τις προσωπικές αγάπες ή τους θυμούς και να προχωρήσουν μπροστά».
Είτε ως απλή σύμπτωση, είτε ως κάτι περισσότερο, και οι δύο παρεμβάσεις δείχνουν εξελίξεις. Οι οποίες μάλλον θα φέρουν ενισχυμένο το αποτύπωμα του πολιτικού ρεαλισμού έναντι του πολιτικού συναισθήματος…