Στην κυβέρνηση υπάρχουν δύο γραμμές και δύο σχολές σκέψεις. Η μία είναι εκείνη που εισηγείται τις πρόωρες κάλπες έως τον Οκτώβριο – είτε εκφράζεται από βουλευτές όπως ο Κώστας Κυρανάκης και ο Γιάννης Λοβέρδος, είτε από στελέχη του Μαξίμου που έχουν ως πρώτη προτεραιότητα και ενασχόληση τον εκλογικό και όχι τον πολιτικό σχεδιασμό. Το σκεπτικό και η επιχειρηματολογία τους είναι λίγο ως πολύ γνωστή: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να πάει σε άμεσες εκλογές για να κεφαλαιοποιήσει τον δημοσκοπικό αέρα από την διαχείριση της πανδημίας, για «να τελειώσει τον Τσίπρα» και να «κάψει» την απλή αναλογική, και διότι επίσης χρειάζεται νέα λαϊκή εντολή ενώπιον βαθιάς ύφεσης και δύσκολων αποφάσεων.
Η δεύτερη γραμμή λέει όχι στις άμεσες εκλογές επενδύοντας στο προφίλ της «κυβερνητικής υπευθυνότητας» και του λελογισμένου και όχι αστάθμιστου πολιτικού ρίσκου, εν μέσω μιας απρόβλεπτης πανδημίας και μιας εξίσου απρόβλεπτης ύφεσης. Οι εκπρόσωποί της θεωρούν ότι η επιχείρηση κεφαλαιοποίησης της πολιτικής ηγεμονίας μπορεί εύκολα να ναυαγήσει εάν εκληφθεί από τους ψηφοφόρους ως κοινός οπορτουνισμός. Ακόμη περισσότερο, πιστεύουν πως μια διπλή εκλογική αναμέτρηση, και δη με τις πρώτες κάλπες να στήνονται με απλή αναλογική, δεν μπορεί να λογίζεται εκ προοιμίου ως… καλοκαιρινός περίπατος. Πόσο μάλλον, εάν μέσα στο επόμενο διάστημα προκύψουν εστίες αναζωπύρωσης της πανδημίας – και πόσο ακόμη, εάν συνυπολογιστεί πως μια διπλή και παρατεταμένη προεκλογική περίοδος θα βαθύνει την ύφεση και τις κοινωνικές της συνέπειες.
Αμφότερες οι πλευρές παίζουν ως «μπαλαντέρ» τον ανασχηματισμό, από διαφορετική οπτική η καθεμία. Εάν ωστόσο προσμετρηθεί πως στη δεύτερη «σχολή σκέψης» βρίσκεται και ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ένας από τους πλέον στενούς συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει ειδικό πολιτικό ενδιαφέρον και βάρος το τοπίο που περιέγραψε χθες ο υπουργός Επικρατείας, επισημαίνοντας μάλιστα ότι η άποψή του «είναι κατατεθειμένη και στον πρωθυπουργό»:
«Αυτήν τη στιγμή», είπε στον Σκάι, «δεν υφίσταται κανένας απολύτως πολιτικός λόγος να προσφύγουμε σε ανανέωση λαϊκής εντολής. Θα έδινε ένα εντελώς λάθος ηθικό μήνυμα, διότι δεν μπορείς να κεφαλαιοποιείς πάνω σε μία μεγάλη υγειονομική κρίση».
Και συνέχισε, απαντώντας σε εκείνους – κυρίως εντός κυβέρνησης — που υποστηρίζουν την ανάγκη νωπής λαϊκής εντολής, και απορρίπτοντας τις συγκρίσεις ανάμεσα στο καλοκαίρι του 2015 και του 2020: «Πράγματι», δήλωσε, «όταν υπάρχει αλλαγή μείγματος πολιτικής, θα πρέπει να υπάρξει νωπή νομιμοποίηση. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται να υπάρξει αυτό, ακόμη και αν μπούμε σε μία μεγαλύτερη του αναμενομένου ύφεση… Παρά το γεγονός ότι έχουμε δημοσιονομική κρίση πολύ μεγαλύτερης έκτασης και εντελώς απρόβλεπτη στην πραγματικότητα, παρά ταύτα δεν έχουμε προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω φορολογία και δεν έχει υπάρξει καμία μείωση μισθών και συντάξεων. Αν χρειαστεί να πάμε σε πολύ μεγάλες αλλαγές, θα το συζητήσουμε. Σήμερα, όμως, παραμένουμε πιστοί στο βασικό μας ιδεόγραμμα».
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι και «ο ανασχηματισμός δεν πρέπει να γίνεται εν θερμώ», δίνοντας ουσιαστικά και το συνολικό πλαίσιο της τακτικής που περιλαμβάνει η βασική εισήγηση η οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο τραπέζι του Μαξίμου. Είναι ένα πλαίσιο το οποίο στοχεύει, εν πρώτοις, στην αγορά πολιτικού χρόνου. Με όλα τα ρίσκα που εμπεριέχει, βασίζεται στην εκτίμηση ότι η οικονομική κρίση είναι βαθιά, αλλά είναι «πανευρωπαϊκά συμμετρική» και πιθανώς δεν θα έχει τα δομικά χαρακτηριστικά της μνημονιακής περιόδου. Ή, στην χειρότερη περίπτωση, ακόμη κι εάν τα αποκτήσει, αυτό δεν θα φανεί τώρα αλλά αρκετά μετά το φθινόπωρο.
Εν ολίγοις, το «σχέδιο Γεραπετρίτη» λέει «ναι» στις εκλογές «μόνον εάν χρειαστεί να πάμε σε μεγάλες αλλαγές» – δηλαδή, σε γενικευμένες μειώσεις μισθών (στο Δημόσιο) και αυξήσεις φόρων. Και λέει επίσης ότι ο ανασχηματισμός δεν πρέπει να γίνει τώρα αλλά σε πιο αποφορτισμένο πολιτικό χρόνο – ενδεχομένως στις αρχές του φθινοπώρου, εν είδη πολιτικής επανεκκίνησης πριν από τη ΔΕΘ.
Το ένα ερώτημα είναι εάν το εν λόγω σχέδιο δεν έχει γίνει μόνον γνωστό, αλλά είναι ήδη αποδεκτό, και από τον πρωθυπουργό. Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν το ίδιο σχέδιο έχει προσμετρήσει τον πολλαπλασιαστή της κοινωνικής κόπωσης – και κατά συνέπεια και της πιθανής κοινωνικής αντίδρασης – μετά από έναν δεκαετή κύκλο ύφεσης και λιτότητας. Πόσο μάλλον, αφού εκείνη που πληρώνει πρώτη και τη νέα κρίση είναι και πάλι η περίφημη «μεσαία τάξη», στο όνομα της οποίας κερδήθηκαν από τη ΝΔ οι εκλογές του περσινού Ιουλίου…