Mε το τέλος του εγκλεισμού εξαντλείται και το επικοινωνιακό καύσιμο του φόβου. Η υγειονομική αγωνία εκλογικεύεται, ή τουλάχιστον εμπεδώνεται αναγκαστικά ως στοιχείο της νέας καθημερινότητας, και η άσκηση εξουσίας επιστρέφει από την διαχείριση κρίσης στην διαχείριση της οικονομίας και της πολιτικής.
Για την κυβέρνηση αυτό σημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι θα είναι πλέον αντιμέτωπη με δημόσιο αντίλογο και με ομιλούσα αντιπολίτευση. Πρώτο στίγμα δόθηκε ήδη, την Πέμπτη στην Βουλή και την Παρασκευή στο Σύνταγμα, και έπεται κλιμάκωση: Ο Αλέξης Τσίπρας έβαλε βαριά ατζέντα σε οικονομία και εργασιακά και αμφισβήτησε την σοβαρότητα του σχεδίου εξόδου από το lockdown. Η Φώφη Γεννηματά πήρε θέση και κήρυξε το τέλος των δεσμών με τον νεοφιλελευθερισμό, κι ο Γιάνης Βαρουφάκης προέβλεψε ύφεση 15% και νέο Μνημόνιο. Το δε ΚΚΕ πήρε ήδη την δική του θέση στους δρόμους από το πρωί της Πρωτομαγιάς, στοιχιζόμενο ευφυώς πέρα και πάνω από τους καταναγκασμούς της εποχής της πανδημίας.
Δίπλα σ’ αυτή την αντιπολίτευση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρει και μια κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από εκείνη της 7ης Ιουλίου του 2019. Τότε υποσχόταν αναπτυξιακή έκρηξη, τώρα πρέπει να βρει τους τρόπους να υπερβεί την ύφεση και τις νέες στρατιές των ανέργων του κορονοϊού. Το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει για φέτος ύφεση 4,7%, το ΔΝΤ και η Morgan Stanley την ανεβάζουν πάνω από το 12%. Το υπουργείο Οικονομικών επίσης δίνει την ανεργία στο 19,9 %, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής την βλέπει στο 26%. Η τουριστική βιομηχανία, που πέρσι έδωσε το 20% του ΑΕΠ και το 30% της απασχόλησης, δεν γνωρίζει εάν και σε ποιον βαθμό θα υπάρξει για φέτος το καλοκαίρι. Μία στις τρεις μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εξετάζουν το ενδεχόμενο να μην ανοίξουν καν, περίπου οι μισοί από τους 700.000 εργαζομένους που απασχολούνται στον τουρισμό είναι πολύ πιθανό να μείνουν χωρίς δουλειά, και ο πρόεδρος της Aegean δηλώνει ότι η εταιρία έχει πέσει στο 0,05% των ημερήσιων εσόδων της και προαναγγέλλει απολύσεις.
Σε πρώτο χρόνο η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα με πολιτική αποτίμηση των συνεπειών βήμα-βήμα και με διαχείριση προσδοκιών. Εξ ου και το οικονομικό επιτελείο ποντάρει στο σενάριο της «ύφεσης – παρένθεσης» και προβλέπει ταχεία ανάκτηση του χαμένου εδάφους με ανάπτυξη 5,1% το 2021.
Όμως ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε στην Βουλή πως οι συνέπειες της κρίσης «θα είναι δραματικές και πολυεπίπεδες». Και γνωρίζει καλά, τόσο ο ίδιος όσο και το οικονομικό επιτελείο, πως η έκταση και η ένταση της ύφεσης δεν θα είναι απλή, ότι τα εύσημα για την αντιμετώπιση του κύματος της πανδημίας εύκολα μπορούν να ξεθωριάσουν, και πως εν τέλει εκείνο που έχει σημασία δεν είναι εάν η οικονομική συρρίκνωση θα φθάσει στο 5% ή στο 10% – εκείνο που θα μετρήσει είναι το οικονομικό και ταξικό μοντέλο με το οποίο θα αντιμετωπιστεί.
Εδώ, ο πρωθυπουργός θα βρεθεί σύντομα μπροστά σε επιλογές σκληρών πολιτικών και μέτρων για τις οποίες δεν διαθέτει την λαϊκή εντολή. Εχει μεν την –ισχυρή – εκλογική νομιμοποίηση για να προχωρήσει, δεν έχει όμως καμία εγγύηση ότι δεν θα βρεθεί από τον πολιτικό παράδεισο στην πολιτική έρημο. Συνέβη και με τον Γιώργο Παπανδρέου το 2010 με την γνωστή έκβαση.
Τούτων δοθέντων το δίλημμα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι σαφές: Μπορεί να πάει σε εκλογές τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο, όπως πολλοί του εισηγούνται, για να καθαρίσει το τοπίο και την επόμενη τετραετία. Εχει όμως δύο υψηλά ρίσκα – είτε να βρεθεί με μικρότερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία από την σημερινή των 158 βουλευτών, είτε να εγκλωβιστεί στις αβεβαιότητες μιας διπλής εκλογικής αναμέτρησης με απλή αναλογική εν μέσω υγειονομικής και οικονομικής κρίσης.
Η δεύτερη επιλογή είναι η άμεση και εμπροσθοβαρής λήψη των δύσκολων μέτρων και η εξάντληση της τετραετίας, με την προσδοκία ότι η οικονομική ανάκαμψη θα αποδώσει καρπούς στο σωστό timing και σε εκλογικό χρόνο. Ενώπιον όμως ενός εκλογικού σώματος εξαντλημένου από τα Μνημόνια, που καλείται να αντέξει back to back, δύο ακόμη κρίσεις – την υγειονομική και την ύφεση -, ούτε αυτή η επιλογή παρέχει πολιτική ασφάλεια. Πόσο μάλλον, αφού δίνει χρόνο ανασύνταξης στην αντιπολίτευσης και εμπερικλείει τον, αναπόδραστο, παράγοντα της κυβερνητική φθοράς.