Του Γ. Λακόπουλου
«Γκρεμίστε το τερατούργημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» καλούσε το Σάββατο μια συντηρητική εφημερίδα με ενσωματωμένη έφεση στον εθνικισμό. Δεν είναι μια μοναχική φωνή.
Πολλοί αυτή την περίοδο είτε προβλέπουν τη διάλυση της κοινοτικής Ευρώπης, είτε την επιδιώκουν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας έχουν χρέος να μη ρίξουν νερό σ’ αυτόν το μύλο.
Είναι άλλο η κριτική για τις υστερήσεις της Ένωσης και η θέση της χώρας στην πρόταση για ευρωομόλογο και άλλο η νομιμοποίηση των αντιευρωπαϊκών ρευμάτων στην ελληνική κοινωνία.
Με όχημα τις επικρίσεις για τη στάση της Γερμανίας σ’ αυτό το θέμα- που εκ των πραγμάτων φέρνει χώρες με χαμηλό χρέος απέναντι σ’ αυτές -ιδίως τις υπερχρεωμένες.
Οι κυβερνήσεις των πρώτων δύσκολα θα πείσουν τα κοινοβούλια τους για κοινή ανάληψη χρέους. Ο Μακρόν που προσπαθεί να διαμορφώσει μέτωπο κορονο-ομόλογου, απλώς προσπαθεί να αναδειχθεί σε ευρω-ηγέτη.
Οι συσπειρώσεις «προβληματικών» χωρών από τον Γάλλο πρόεδρο κρύβουν ιδιοτέλεια.
Σε κάθε περίπτωση η επίκληση της ευρωπαϊκής ιδέας, δεν μπορεί να καταλήξει σε καταστροφή αυτής της ιδέας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι και άλλα πράγματα.
Ειδικά οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει να το σκέφτονται δυο φορές προτού πυροβολήσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ότι επικρίνουν τη Γερμανία -που δεν συναινεί στην χρηματοδότηση της κορωνο-ζημιάς με έκδοση ευρωομολόγου- δεν τους απαλλάσσει από την ευθύνη να μην τροφοδοτήσουν ακρότητες κατά της Ένωσης.
Είναι θεμιτό να πιέσουν, να πάρουν πρωτοβουλίες, να διαμορφώσουν συμμαχίες, έχοντας πάντα αίσθηση του συσχετισμού δυνάμεων και μετέχοντας σ’ αυτή τη συζήτηση με προτάσεις, όχι με συνθήματα.
Ο Μητσοτάκης ως Πρωθυπουργός ορθώς τάσσεται με την πρόταση που συμφέρει την Ελλάδα. Καθώς όμως δεν έχει ακόμη αρκετή πείρα από τις κοινοτικές διεργασίες η ιδέα να κοπιάρει τον Μακρόν αβασάνιστα δεν είναι καλή.
Ο Τσίπρας, που βίωσε την αξία της ευρωπαϊκής ταυτότητας της χώρας και από τις δυο πλευρές της, δεν πρέπει να επιτρέψει στο κόμμα του μαξιμαλισμούς και ευρωκαταστροφολογία. Η Ευρώπη δεν είναι ανθελληνικός χώρος.
Σε κάθε περίπτωση θα ήταν τραγικό να επιτρέψουν αμφότεροι στα κόμματά τους συμπεριφορές εναντίωσης στην κοινοτική Ευρώπη, όπως καλλιεργούνται από κάποιες δυνάμεις.
Η Ελλάδα τελειώνει χωρίς την Ε.Ε.
Με άλλα λόγια θα εγκληματήσουν ο Πρωθυπουργός και ο Αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αν παραβλέψουν -σε στυλ Βελόπουλου, ή Βαρουφάκη- δυο ιστορικά δεδομένα, απολύτως συνυφασμένα με την τύχη της χώρας:
Το πρώτο: Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση της ανθρωπότητας στους τομείς της ευημερίας της Δημοκρατίας, των Δικαιωμάτων, των Ελευθεριών. Είναι πολύτιμη κατάκτηση, που λειτουργεί ως παγκόσμιος φάρος και μοντέλο του μέλλοντος.
Σε ό,τι υστερεί η ευθύνη δεν βαρύνει το κοινοτικό οικοδόμημα- με τις ατέλειες του- αλλά τα κράτη μέλη. Η Ένωση είναι ό,τι είναι οι Συνθήκες της. Ό,τι της έχουν εκχωρήσει οι χώρες που μετέχουν.
Όσα δεν μπορούν να κάνουν οι κοινοτικοί θεσμοί είναι γιατί δεν έχουν αντίστοιχη εξουσία. Δεν το επιτρέπουν τα κράτη-μέλη.
Δεν μπορείς τη μια να συντάσσεσαι με τον Όρμπαν και το Κουρτς και την άλλη να ζητάς «ισχυρή Ευρώπη» και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Έτσι κι αλλιως αυτό που κάνει η κοινοτική Ευρώπη είναι μεγάλο και εμπροσθοβαρές. Η ενδεχόμενη επανενθικοποίηση πολιτικών θα την κάνουν ασήκωτη για τις περισσότερες κοινωνίες της. Η διάλυση -που ζητούν κάποιοι άφρονες- θα ήταν όλεθρος.
Το δεύτερο: Η ευρωπαϊκή ταυτότητα της Ελλάδας είναι πλέον ο πυρήνας της ύπαρξής της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο ζωτικός της χώρος της – και ο αναπνευστήρας της. Χωρίς την συμμετοχή της η χώρα δεν θα υπάρχει-με τα σημερινά χαρακτηριστικά.
Δια της συμμετοχής της στο κοινοτικό σύστημα έχει πόρους, τεχνογνωσία, καλώς νοούμενη επιτήρηση, πολιτική στήριξη και δίχτυ ασφάλειας.
Το 2010 θα είχε εξαερωθεί χωρίς τον κοινοτικό δανεισμό. Τα υπόλοιπα είναι για μικρονοϊκούς και ανιστόρητους πολιτικάντηδες.
Διαπραγμάτευση και ρεαλισμός
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα τραπέζι στο οποίο συγκρούονται συμφέροντα, πολιτικές επιλογές, ιδεολογικές αντιλήψεις.
Σ’ αυτό το τραπέζι κάθε χώρα πρέπει να προσέρχεται με διάθεση διεκδίκησης, αλλά με ρεαλισμό. Με τις θέσεις, αλλά και τα κυβικά της.
Η συμπεριφορά άλλων χωρών δεν νοείται να οδηγεί τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις της στην καλλιέργεια αντιευρωπαϊσμού στην ελληνική κοινωνία.
Ο Τσίπρας το γεύτηκε όταν είχε τους αντιευρωπαϊκούς να τον σταυρώσουν στο κόμμα του. Ο Μητσοτάκης θα χάσει τα αυγά και καλάθια όταν κάνει ετεροβαρείς επιλογές ανάμεσα στους ισχυρούς της Ένωσης.
Η τρέχουσα κρίση και οι ενδοευρωπαϊκές ασυμφωνίες για το ευρωομόλογο, την τραπεζική ρευστότητα κ.λ.π. δεν είναι δυνατόν να τροφοδοτούν αντιλήψεις κατά της Ευρώπης, τουλάχιστον από τα δυο μεγάλα κόμματα.
Και ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας οφείλουν να συναισθανθούν ότι οι ηγέτες δεν ακολουθούν τους ανεμοστρόβιλους των καιρών. Δεν πάνε πάνε πίσω από το πλήθος, αλλά το οδηγούν.
Αν ο Καραμανλής σκεφτόταν σαν τους σημερινούς πολιτικούς, η Ελλάδα δεν θα είχε ενταχθεί ποτέ στην ΕΟΚ. Ειδικά αν ρωτούσε τους Έλληνες γι’ αυτό.
Αυτές οι επιλογές δικαιώνονται από την Ιστορία, όχι από τις τρέχουσες συμπεριφορές.
Κανείς δεν θέλει να ξέρει τι θα σήμαινε για την νότια πλευρά της Βαλκανικής να έχει μείνει εκτός της ευρωπαϊκής αμαξοστοιχίας.