Περιορισμένος στο σπίτι του, ο φιλόσοφος και συγγραφέας Στέλιος Ράμφος αποφαίνεται: «Είναι μια μεγάλη ευκαιρία να αρχίσουμε να γυρνάμε τον χρόνο προς τα μέσα μας. Διότι η εξωστρέφεια έχει και αρνητικά. Δηλαδή, κυνηγάμε το έξω και ξεχνάμε το μέσα. Κυνηγάμε το αποτέλεσμα και ξεχνάμε τα όρια. Ε, νομίζω είναι ώρα να τα ξανασκεφτούμε».
Σε διπλανή στήλη της, η iefimerida δημοσιεύει συνέντευξη της ψυχολόγου και συγγραφέως Φωτεινής Τσαλίκογλου, που καταλήγει σε κάτι παρόμοιο: Το «Μένουμε σπίτι» αλλάζει ακόμα τη σχέση μας με το χρόνο. Πατάμε ένα ιδεατό πλήκτρο που γράφει pause. Και όλα αίφνης σταματούν. Αυτό είναι για πολλούς αδιανόητο. Πώς να συνηθίσεις στο ακίνητο ενός εγκλεισμού, εσύ που τόσα χρόνια έτρεχες σαν τον παλαβό να προλάβεις, να κερδίσεις χρόνο. Η ζωή σου εκτυλίσσονταν σε έναν ξέφρενο ρυθμό. Η ταχύτητα δεν άφηνε χώρο για βραδύτητα, για σκέψη, για αναστοχασμό. Τέρμα τώρα ο φρενήρης ρυθμός. Μένουμε σπίτι.
Ο συγγραφέας (και γιατρός) Αύγουστος Κορτώ γράφει στο facebook κάτι πολύ βαθύτερο: Με τόσα μέσα στη διάθεσή τους, με τέτοιο κίνδυνο έξω απ’ την πόρτα τους, πολλοί συνάνθρωποί μας αδυνατούν να διαχειριστούν τη μοναξιά τους, να κάνουν παρέα στον εαυτό τους.
Εντάξει η ενδοσκόπηση κι ο καθρέφτης. Αλλά μήπως χρυσώνουμε το χάπι; Η πανδημία δεν απειλεί μόνο τη ζωή μας, αλλά και την ψυχοσυναισθηματική μας κατάσταση. Η αβεβαιότητα για το μέλλον κι ο αυτοεγκλεισμός διαρρηγνύουν τον ιστό της ανθρώπινης επικοινωνίας και της κοινωνικότητας. Πράγματι, κάνουμε όλα αυτά τα ψυχοθεραπευτικά. Διαβάζουμε, στοχαζόμαστε και βρισκόμαστε «ενώπιοι ενωπίοις». Ο ορισμός μας είναι όμως κοινωνικός. Τ’ αγγίγματα, τα βλέμματα, ο τόνος κι η χροιά της φωνής, η χημεία της παρέας, δεν υποκαθίστανται εύκολα από μια ψηφιακή εικόνα κι ένα ακουστικό. Άρα, δεν είναι όλο αυτό μια άσκηση αυτογνωσίας και περισυλλογής. Είναι μια δύσκολη κι αφύσικη κατάσταση. Η οποία, παρεμπιπτόντως, απειλεί τη ζωή μας.
Το πολύ ενδιαφέρον –και ίσως πολύ καλό- μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία είναι ότι η αυξημένη αδρεναλίνη κάνει τους σοβαρούς σοβαρότερους και τους ανόητους πιο ανόητους. Κι έτσι, οι αποστάσεις αυξάνουν και οι διαφορές φαίνονται πιο καθαρά. Να πω μερικά παραδείγματα; Ενώ, π.χ., η Εκκλησία έπιασε πάτο με την επιμονή της στη μετάληψη και τις λειτουργίες, ένα ολόκληρο κίνημα ορθολογικά σκεπτομένων ανθρώπων ανάγκασε τον πρωθυπουργό να κάνει το προφανές. Κατόπιν, μέσα απ’ τις στήλες του tvxs και τα κοινωνικά δίκτυα, ένα άλλο κίνημα, πιο «υποψιασμένο», πίεσε την κυβέρνηση και τους «επαΐοντες» του ΕΟΔΥ προς δύο κατευθύνσεις: την ανάληψη των πρωτοβουλιών από τον μηχανισμό πολιτικής προστασίας και τη διεύερυνση του ελέγχου για την ανίχνευση του ιού. Οι πρωτοβουλίες αυτές, που, σημειωτέον, ελήφθησαν από απλούς πολίτες, αποδίδουν τώρα καρπούς.
Τα κόμματα της Αριστεράς έθεσαν τα υλικοτεχνικά και τα οικονομικά επί τάπητος -και ορθώς έπραξαν, διότι, χωρίς θωράκιση του συστήματος υγείας και στήριξη των εργαζομένων, που η ζωή τους ανατρέπεται,κάθε τι άλλο θα ήταν μάταιο. Όμως, δεν πρωτοστάτησαν όσο έπρεπε στα «λειτουργικά» της υπόθεσης. Πριν αποφασίσει η κυβέρνηση τα μέτρα περιορισμού των συνευρέσεων και των μετακινήσεων, θα περίμενε κανείς ότι οι πολιτικοί και οι επιστημονικοί φορείς θα είχε ήδη εισηγηθεί το κλείσιμο των σχολείων, τη μερική αναπλήρωση του κενού με εξ αποστάσεως μαθήματα και τον έλεγχο των μαζικών μετακινήσεων από περιοχές με μεγάλο επιπολασμό σε περιοχές με μικρότερο. Δεν έγινε ακριβώς έτσι. Αλλά –αλλοίμονο- δεν θα μελαγχολήσουμε κιόλας.
Όσο κι αν φαίνεται ρομαντικό ή ανυπόφορα βολονταριστικό, έχει αποδειχθεί ξανά και ξανά ότι η κοινωνία έχει αντανακλαστικά πιο ευαίσθητα απ’ ό,τι η πολιτική της αντιπροσωπεία. Αναφέρομαι βέβαια στους νοήμονες και μη συμπλεγματικούς πολίτες, που έχουν την εσωτερική ελευθερία να αμφισβητούν τις «αυθεντίες» και να αναδεικνύουν την κοινή λογική σε κανόνα συλλογικής δράσης. Δεν χρειαζόμαστε λοιπόν τους ειδικούς; Δεν αρκεί να περιοριστούμε στον έλεγχο της υλοποίησης των όσων προτείνουν οι επιστήμονες; Δεν πρέπει να υπάρχει μια «κεντρική γραμμή», που συναινετικά ακολουθούμε όλοι;
Και ναι και όχι. Είμαστε μια συντεταγμένη Πολιτεία, με όργανα, υπηρεσίες, αρμόδιους. Όμως, να μην υποτιμάμε το ανθρώπινο ένστικτο, γιατί σ΄ αυτό εν πολλοίς οφείλουμε την ίδια την ύπαρξή μας. Το ένστικτό μας, όπως και το συναίσθημα, είναι συμπυκνωμένη λογική. Κι η λογική αυτή υπηρετεί όχι μόνο μια στρατηγική ατομικής επιβίωσης, αλλά και μια στρατηγική κοινωνικής άμυνας και προστασίας. Από ΄κει άλλωστε ξεκίνησα. Ο ορισμός μας είναι κοινωνικός. Κι η «αλτρουιστική συμπεριφορά» δεν είναι μύθος των πρωτοχριστιανών, αλλά εν ενεργεία εξελικτικός κανόνας.
Η ετοιμότητα και η πνευματική κινητοποίηση των πολιτών απέναντι στον κίνδυνο της πανδημίας, έστω και κάτω από περιοριστικές συνθήκες, είναι υγεία, όχι αντάρτικο τσαρλατάνων και απείθεια. Το πραγματικά ανορθολογικό και εντελώς αξιοθρήνητο είναι ν’ ακούς από τη μια μεριά υστερικές κραυγές και από την άλλη έναν ξύλινο λόγο, που επαναλαμβάνει παρεφθαρμένα όσα ήδη γνωρίζεις, μόνο και μόνο για να βγει στα τετράστηλα και στα blogs.
Υπάρχουν όμως κινήματα και κινήματα. Με μια λογική, τα μεταμοντέρνα του lifestyle και του χρηματιστηρίου τη δεκαετία του 1990 ήταν ένα «κίνημα». Εδώ όμως δεν συζητάμε για το παντεσπάνι. Ο κόσμος ολόκληρος αντιμετωπίζει μιαν απειλή που ποτέ δεν φαντάστηκε. Τα θεμέλια της γνώσης, της εμπειρίας, της ηθικής μας σείονται επικίνδυνα. Η καθημερινότητά μας αλλάζει από στιγμή σε στιγμή και το αξιακό μας σύστημα δοκιμάζεται. Να είμαστε σε εγρήγορση. Να μιλάμε, να συμφωνούμε, να τσακωνόμαστε. Μόνο έτσι θα επιζήσουμε πνευματικά και σωματικά.
Είναι κουραστικό, αλλά η ιδιότητα κι η ηλικία μου με υποχρεώνουν να το επαναλάβω: μετά το τέλος αυτής της περιπέτειας, το μπόϊ του καθενός μας θα ξαναμετρηθεί.