Στις 19 Ιουνίου, περίπου δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχόταν – καθαρά, δημοσίως και από τηλεοράσεως – αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό διπλάσιο της αύξησης του ΑΕΠ κάθε χρόνο.
Η ερώτηση που του ετέθη τότε στο δελτίο ειδήσεων του Star ήταν εάν τάσσεται «υπέρ της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 750 ευρώ μέσα στην επόμενη διετία» και η απάντησή του, επί λέξει, ήταν η εξής: «Είμαι υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού σε ποσοστό διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ. Άρα, θα επιστρέψουμε αναλογικά περισσότερο πλούτο στους χαμηλόμισθους. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε ένα χρόνο, αν η οικονομία αυξηθεί με 4%, ο κατώτατος μισθός μπορεί να αυξηθεί κατά 8% και να πάει ήδη στα 700 ευρώ αυτό είναι σημαντική πρόοδος και αν ακολουθήσουμε την πορεία αυτή θα μπορέσουμε να γεφυρώσουμε το χάσμα εντός μιας διετίας».
Σήμερα στην Βουλή, επτά μήνες μετά τις εκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός έπαθε όψιμη… υπευθυνότητα και, ταυτοχρόνως, ολίγη από επιλεκτική αμνησία. Προσπέρασε δια της σιωπής την προεκλογική του δέσμευση, παρέπεμψε στα όσα έλεγε το 2018 αντί του 2019, και εμμέσως πλην σαφώς μετέθεσε σε βάθος τριετίας: «Εγώ», είπε στην δευτερολογία του, « το 2018 έλεγα να πάει ο κατώτατος μισθός στα 703 ευρώ το 2022. Θα μου ήταν εύκολο να πάρω το σφυράκι του κ. Τασούλα και να έρθω εδώ να κάνω πλειοδοσία. Πόσα λέτε κ. Τσίπρα; Πόσα λέτε κα Γεννηματά; Πόσο λέτε κ. Κουτσούμπα; Τόσα. Κατοχυρώθηκε. Τέτοια πλειοδοσία εμείς δεν πρόκειται να κάνουμε».
Κοινώς, αυτό που δεν θα κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι να προχωρήσει σε αύξηση του κατώτατου μισθού πριν από το 2022. Ως σαθρό άλλοθι, δε, σ’ αυτήν την νέα εξαπάτηση εφευρίσκει την παραπομπή του θέματος στην αξιολόγηση της αναπτυξιακής δυναμικής το επόμενο καλοκαίρι και ως – συνήθη και βολικό – υπαίτιο δείχνει και πάλι τον… ΣΥΡΙΖΑ. Επικαλείται εν ολίγοις το επιχείρημα που πρώτος είχε προβάλει τον περασμένο Δεκέμβριο ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας λειτουργώντας από τότε ως «λαγός» της ακύρωσης των προεκλογικών υποσχέσεων – ένα επιχείρημα το οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, λέει πως η κυβέρνηση δεν μπορεί να αυξήσει τον κατώτατο μισθό διότι πρόλαβε και τον αύξηση για… τρία χρόνια πέρσι τον Φεβρουάριο ο ΣΥΡΙΖΑ.
«Να είμαστε απολύτως ακριβείς», έλεγε τον Δεκέμβριο στην ΕΡΤ ο Χρήστος Σταικούρας: «Εχουμε πεί διπλάσια αύξηση του κατώτατου μισθού σε σχέση με την ανάπτυξη. Ξεκινώντας όμως από έναν κατώτατο μισθό που δεν έχει αυξηθεί ήδη, όσο αυξήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Γιατί η προηγούμενη κυβέρνηση έφερε ξαφνικά, μήνα Φεβρουάριο, αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%. Ουσιαστικά ενσωμάτωνε την αύξηση του κατώτατου μισθού που θα έπρεπε να γίνει σε βάθος τριετίας ή τετραετίας, με βάση τους ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομία».
Εκείνο βεβαίως που δεν είπαν σήμερα ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε ο υπουργός του είναι πως όταν τον Ιούνιο ο κ. Μητσοτάκης υποσχόταν αύξηση κατώτατου μισθού διπλάσια από την αύξηση του ΑΕΠ γνώριζε ήδη πως η τότε κυβέρνηση τον είχε αυξήσει. «ξαφνικά» ή μη. Όπως δεν είπαν επίσης ότι εκείνο που τους δεσμεύει δεν είναι η υλοποίηση των προεκλογικών τους υποσχέσεων, αλλά οι δεσμεύσεις τους έναντι των ελίτ και των βιομηχάνων του ΣΕΒ. Ο οποίος ΣΕΒ, μόλις χθες και παραμονή της προ ημερησίας συζήτησης στην Βουλή, προειδοποιούσε την κυβέρνηση «να επιδείξει σύνεση στην αύξηση του κατώτατου μισθού το 2020, καθώς μια επανάληψη της μαξιμαλιστικής πολιτικής του 2019 θα έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία».
Ο ΣΕΒ άλλωστε ήταν επίσης εκείνος που είχε διαφωνήσει και με την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019 και που είχε προσφύγει από πέρσι στο ΣτΕ ζητώντας ακύρωση της εγκυκλίου της προηγούμενης ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας με την οποία προβλεπόταν η επέκταση του νέου κατώτατου μισθού και στις τριετίες της προϋπηρεσίας.
Στο δια ταύτα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέφερε σήμερα στην Βουλή το ευπώλητο προεκλογικό του τσιτάτο: Το ότι η ανάπτυξη θα έρθει μέσα «από τις νέες και καλύτερες δουλειές». Στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να παραπέμψει την αύξηση του κατώτατου μισθού σε ορίζοντα τριετίας. Και από το να υπερασπιστεί το κεντρικό, όσο και ανομολόγητο, δόγμα της κυβέρνησής του: την ανάπτυξη υπέρ των ελίτ που θα παράγουν φτωχοποιημένοι εργαζόμενοι.