«Το τουρκικό πλοίο Oruc Reis μπήκε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα πιθανότατα λόγω των καιρικών συνθηκών», δήλωσε χθες από την τηλεόραση του ΣΚΑΙ κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας. Και επιχειρηματολόγησε λέγοντας: «Αυτό που εμείς βλέπουμε με βάση την πληροφορία από τους ανθρώπους που πήγαν εκεί, από τη φρεγάτα που έφθασε στο σημείο με όλα τα μέσα που έχει ο ελληνικός στρατός να ελέγξει την περιοχή μας, είδαμε ότι πρόκειται για ένα ζήτημα που οφείλεται μάλλον στις καιρικές συνθήκες».
«Ποιους κοροϊδεύουν;», αντέκρουσε λίγο αργότερα, επίσης από την τηλεόραση του ΣΚΑΙ, ο πρώην Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ναύαρχος Αντώνης Αντωνιάδης. Και, συνέχισε, και εξήγησε: «Σε ποιους απευθύνονται; Αν απευθύνεσαι σε κρετίνους μπορείς να τους πεις, ότι ένα ωκεανογραφικό, εντεταλμένο να κάνει ωκεανογραφικές έρευνες, βρέθηκε στην υφαλοκρηπίδα λόγω καιρικών συνθηκών… Δεν κατάλαβα τι ρόλο παίζει ο καιρός, είχε μόνο 5 μποφόρ. Μόνο έναν ακυβέρνητο πλοίο παρασύρεται από τον καιρό. Ενα πλοίο που έχει προπέλες και πηδάλιο δεν παρασύρεται».
Το ερώτημα, προφανώς, δεν είναι ποιος από τους δύο έχει δίκιο. Το Oruc Reis δεν το έφερε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, να κάνει βόλτες επί 12 ώρες ανήμερα της επετείου των Ιμίων, ο «κακός μας ο καιρός». Το Oruc Reis το έστειλε ο Ταγίπ Ερντογάν στην περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας που ο ίδιος επιχειρεί να «γκριζάρει» μέσα από την παράνομη συμφωνία με την Λιβύη, βάσει του πολύ συγκεκριμένου σχεδίου που εφαρμόζει και κλιμακώνει εδώ και μήνες: Του σχεδίου δημιουργίας τετελεσμένων στην ανατολική Μεσόγειο με απώτερο στόχο την συνεκμετάλλευση.
Το γνωρίζει πολύ καλά αυτό και η στρατιωτική και η πολιτική ηγεσία. Ο πλοίαρχος, άλλωστε, του Oruc Reis που είχε «παρασυρθεί» από την καιρό, φρόντισε να δηλώσει καθαρά ότι «πλέουμε εντός της τουρκικής ΑΟΖ». Η Ντόρα Μπακογιάννη επίσης φέρεται να είχε δηλώσει προ μηνός σε δημοσιογράφο ότι περιμέναμε πως η Τουρκία θα έστελνε ερευνητικό πλοίο στην ελληνική υφαλοκρηπίδα το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου. Το είπε δημοσίως ο δημοσιογράφος και η κυρία Μπακογιάννη δεν τον διέψευσε. Και εδώ και τουλάχιστον δύο μήνες όσοι διπλωμάτες κάνουν στοιχειώδη ανάγνωση των κινήσεων Ερντογάν – αλλά και της παράλληλης ουδετερότητας της Ουάσιγκτον – προειδοποιούν ότι ο τούρκος πρόεδρος θα κλιμακώσει την στρατηγική της ‘Γαλάζιας Πατρίδας» αμφισβητώντας ευθέως ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Κατά τους ίδιους διπλωματικούς κύκλους αυτή η κλιμάκωση δεν θα σταματήσει στο περιστατικό της Παρασκευής με το Oruc Reis. Αντιθέτως, εκτιμούν ότι η προχθεσινή είσοδος στην ελληνική υφαλοκρηπίδα – είτε ως τεστάρισμα των αντιδράσεων της Αθήνας από τον Ερντογάν, είτε ως η «πρόβα τζενεράλε» για την περαιτέρω κλιμάκωση των σχεδιασμών του – θα ακολουθηθεί από ανάλογες κινήσεις.
«Το πιθανότερο είναι πως θα βρεθούμε μπροστά σε ένα διαρκές μπες-βγες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα», λέει έμπειρη διπλωματική πηγή προσθέτοντας: «Και το ερώτημα δεν είναι το εάν, αλλά το πότε, ο Ερντογάν θα αποφασίσει να δείξει σε όλον τον πλανήτη ότι τα πλοία του δεν διέρχονται απλώς, αλλά κάνουν και έρευνα στην περιοχή που ο ίδιος έχει εντάξει, ως τουρκολυβική ΑΟΖ, στο παράνομο σύμφωνο με την Τρίπολη».
Οι ίδιες πηγές εκτιμούν πως ο Ερντογάν δεν θα κάνει πίσω έως ότου θεωρήσει πως κρατά στα χέρια του όλα εκείνα τα «χαρτιά» που χρειάζεται για να πάει σε ένα τελικό γεωπολιτικό παζάρι που θα βγάζει κερδισμένη την Τουρκία. Και επ’ αυτού επισημαίνουν και την παράλληλη αποστολή στην Λιβύη στρατιωτικών δυνάμεων που υποστηρίζονται από την Τουρκία, κόντρα στα όσα συμφωνήθηκαν στην διάσκεψη του Βερολίνου και κόντρα ακόμη και στην θέση Τραμπ για μη εμπλοκή τρίτων δυνάμεων στον λιβυκό εμφύλιο. Όπως επισημαίνουν και την άκρως αποστασιοποιημένη θέση της Ουάσιγκτον στα ελληνοτουρκικά – μια θέση, που όπως λένε αποκαλύφθηκε πλήρως με την δήλωση του συμβούλου ασφαλείας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Ο Μπράιαν, ο οποίος τόνισε πως «οι ΗΠΑ ενθαρρύνουν την Ελλάδα να διαχειριστεί τη σχέση της με την Άγκυρα με τρόπο που δεν θα πλήξει τη σημαντική συμμαχία μας, το ΝΑΤΟ».
Μπροστά σ’ αυτήν την πραγματικότητα είναι προφανές πως η Αθήνα θα κληθεί σύντομα να δώσει κρίσιμες, έως και ιστορικές απαντήσεις. Και παρ΄ότι οι περισσότεροι παράγοντες της πολιτικής σκηνής συμφωνούν ότι απαιτείται ψυχραιμία, το βέβαιο είναι πως οι απαντήσεις αυτές θα πρέπει να μην στοχεύουν απλώς στην επικοινωνιακή διαχείριση αλλά να έχουν βαθιά διπλωματική ωριμότητα και εξίσου βαθιά πολιτική ειλικρίνεια απέναντι στην κοινή γνώμη.