Από αγαπημένο παιδί του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990, ο Αντώνης Σαμαράς μεταβλήθηκε σε προσωπικό του «εφιάλτη», προκαλώντας την πτώση της κυβέρνησης του ευεργέτη του, ενώ με την επάνοδό του στη Ν.Δ. κατόρθωσε να κερδίσει την αρχηγία από την Ντόρα Μπακογιάννη ● Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στηρίχτηκε στον Σαμαρά και υιοθέτησε την ακραία γραμμή του, αλλά τώρα ήρθε η ώρα να λογαριαστεί μαζί του.
Τελικά το αίμα νερό δεν γίνεται. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ύστερα από μια μεγάλη προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα που χώριζε τον πατέρα του και την υπόλοιπη οικογένειά του από τον Αντώνη Σαμαρά, βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπος με τον πρώην πρωθυπουργό.
Εχουν περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες από την εποχή που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποφάσισε να αξιοποιήσει τον φέρελπι Μεσσήνιο πολιτικό, τον οποίο είχε κληρονομήσει από την αυλή του σκληρού δεξιού Ευάγγελου Αβέρωφ. Και όταν ξεκίνησε αυτή η πρώτη σχέση Σαμαρά-Μητσοτάκη όλα έδειχναν ότι θα ακολουθούσε μια ανθόσπαρτη πορεία.
Αλλωστε ο κ. Σαμαράς ήταν πολιτικό δημιούργημα του σκληρού νεοφιλελεύθερου και φανατικού αμερικανόφιλου θινκ τανκ γύρω από το περιοδικό «Εποπτεία», το οποίο στήριζε (και στηριζόταν από) την οικογένεια Μητσοτάκη (βλ. «Το μυστικό του Αντώνη Σαμαρά», «Εφ.Συν.», 7.12.2019). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρώτο πράγμα που έκανε ως υπουργός Εξωτερικών ο κ. Σαμαράς ήταν η υπογραφή της συμφωνίας για τις βάσεις των ΗΠΑ (8.7.1990).
Είναι γεγονός ότι τίποτα δεν προμήνυε τη ρήξη Σαμαρά-Μητσοτάκη το 1992 που έμεινε στην Ιστορία ως μια «αποστασία από τον αποστάτη», εφόσον έως τότε ο κ. Σαμαράς είχε υποστηρίξει τις πιο συμβιβαστικές θέσεις στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, προβάλλοντας δημόσια ακόμα και απόψεις που από την εθνικόφρονα Δεξιά θεωρούνταν στα όρια της μειοδοσίας (περί «τουρκικής μειονότητας» στη Θράκη κ.λπ.).
Ολα τα δεδομένα που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας πιστοποιούν το γεγονός ότι η σύγκρουση είχε περισσότερο σχέση με τις πολιτικές φιλοδοξίες του κ. Σαμαρά, που δεν θέλησε να αναλάβει μόνος του το πολιτικό κόστος μιας συμβιβαστικής λύσης στο Μακεδονικό, που επιθυμούσε ο Μητσοτάκης.
Η επίσημη άποψη του κ. Σαμαρά επί χρόνια ήταν βεβαίως ότι με την αποχώρηση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1992 και εν συνεχεία τη μεθόδευση της πτώσης της το 1993 έκανε το εθνικό του χρέος και έσωσε τη Μακεδονία. Από τη δική του πλευρά, ο Κων. Μητσοτάκης αντέτεινε πως υπήρξε μεγάλο λάθος του ότι επέλεξε τον κ. Σαμαρά για το ευαίσθητο υπουργείο Εξωτερικών.
«Τότε ο Σαμαράς τα ’χασε»
Στις αναμνήσεις του που κυκλοφόρησαν στο τέλος του 2019 ο πρώην πρωθυπουργός καταλογίζει στον κ. Σαμαρά ότι εκείνος υποχώρησε στις 16.12.1991 μπροστά στις απαιτήσεις των εταίρων για την αναγνώριση των γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών: «Εγώ είχα πει του Σαμαρά να μην υποχωρήσει […] Τότε ο Σαμαράς τα ’χασε ο άνθρωπος, νέος ήταν. Δικό μου λάθος ήταν ότι πήγα την Ελλάδα με έναν τέτοιο άνθρωπο σε μια τέτοια αποστολή. Αλλά τότε υπεχώρησε» (Αλέξης Παπαχελάς, «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια», τ. Β’ 1974-2016, εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα Νοέμβριος 2019, σ. 188).
Και παρακάτω: «Εκανα λάθος με τον Αντώνη τον Σαμαρά. Δεν τα κατάφερε. Και ως υπουργός Εξωτερικών ήταν πολύ μέτριος, αλλά το χειρότερο από όλα ήταν ότι υπήρξε ανέντιμος απέναντί μου και υπονόμευσε την κυβέρνηση και την ανέτρεψε» (σ. 218).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αποκάλυψη του Κων. Μητσοτάκη για τους λόγους που τον οδήγησαν στην επιλογή Σαμαρά: «Τον επέλεξα γιατί νόμιζα ότι θα έχω έναν άνθρωπο ο οποίος θα είναι το εκτελεστικό μου όργανο, έναν άνθρωπο που ήξερε αγγλικά καλά, που είχε σπουδάσει στην Αμερική, που θα μπορούσε να εφαρμόσει τη δική μου πολιτική. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι ένα παιδί τόσο νέο, που τον προώθησα τόσο πολύ, θα σήκωνε κεφάλι και θα δημιουργούσε θέμα. Λάθος μου μέγα. Πολλοί μού το είπαν και ο Καραμανλής μού το είχε πει» (σ. 218).
Μετά τη ρήξη με τον Σαμαρά ο Κων. Μητσοτάκης προχώρησε σε μια διπλή καταγγελία. Καταλόγιζε στον πρώην στενό του συνεργάτη εκμετάλλευση των μυστικών κονδυλίων του υπουργείου Εξωτερικών για την προσωπική του πολιτική προβολή: «Κοίταξε», θα πει στον Παπαχελά, «το μεν υπουργείο Εξωτερικών το ήλεγχα ολόκληρο. Το δικό του, το προσωπικό γραφείο το ήλεγχε ο Σαμαράς. Και τα μυστικά κονδύλια τα ήλεγχε ο Σαμαράς. Και βρήκα τέρατα και σημεία».
Σύμφωνα μ’ αυτή την καταγγελία, ο Σαμαράς εξαφάνισε τα στοιχεία για τα μυστικά κονδύλια την παραμονή της αποχώρησής του. «Δεν βρήκα ούτε ένα μυστικό», λέει ο Μητσοτάκης. «Και είναι γνωστό περίπου πού πήγαν τα κονδύλια» (σ. 256).
Η δεύτερη καταγγελία αφορούσε τους λόγους που έριξε ο κ. Σαμαράς την κυβέρνηση της Ν.Δ. το 1993. Δύο χρόνια αργότερα, στις 6.11.1995, ο Κων. Μητσοτάκης θα υποστηρίξει μιλώντας στη Βουλή ότι «ο κ. Σαμαράς ανέτρεψε την κυβέρνηση, πρόδωσε την κυβέρνηση για λόγους οικονομικούς, υπηρέτησε τα οικονομικά συμφέροντα, υπηρέτησε τον κ. Κόκκαλη, τις ψηφιακές παροχές». Η απάντηση του κ. Σαμαρά ήταν ότι «αν έχω κάποια σχέση με τον κ. Κόκκαλη, τότε την έχει όλη η παράταξή του», δηλαδή η Ν.Δ., από την οποία τότε είχε αποχωρήσει. Κατάγγειλε, μάλιστα τον Κων. Μητσοτάκη ως «διαχρονικό εκπρόσωπο των οικονομικών συμφερόντων της χώρας μας».
Η ρήξη με την παράταξη
Η δημιουργία της Πολιτικής Ανοιξης σημάδεψε την οριστική ρήξη του Σαμαρά όχι μόνο με τον Μητσοτάκη, αλλά και με το σύνολο της «παράταξης». Από τότε δρομολογείται και το πρώτο του φλερτ με τη σκληρή Ακροδεξιά, το οποίο έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα από την περιβόητη συνεργασία Κασιδιάρη-Μπαλτάκου επί κυβέρνησης Σαμαρά.
Είχε βέβαια προηγηθεί η συνεργασία Μιχαλολιάκου-Μπαλτάκου από τη δεκαετία του ’70. Η Χρυσή Αυγή είχε προτρέψει τον Σαμαρά να αυτονομηθεί την κρίσιμη περίοδο του 1993. Στην εφημερίδα της η ναζιστική οργάνωση ισχυριζόταν ότι ο Σαμαράς «εδικαιώθη από την εξέλιξη των γεγονότων» και του υποδείκνυε την ακολουθητέα τακτική:
«Εάν η κυβέρνηση είναι επικίνδυνη για τα εθνικά συμφέροντα, τη ρίχνουμε, δεν την καλούμε να κάνει δημοψήφισμα. Ούτε απειλούμε με νέο κόμμα, ένα κόμμα που κατά την άποψή μας δεν πρόκειται να γίνει» (28.2.1993). Βέβαια μόλις έγινε το κόμμα, η Χρυσή Αυγή έσπευσε να το αγκαλιάσει, δηλώνοντας ότι «συμφωνούμε με τις επιλογές του κόμματος του Αντώνη Σαμαρά» (εφ. «Χρυσή Αυγή», 24.9.1993).
Εντεκα χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 2004, ο Αντ. Σαμαράς θα ανακοίνωνε τη διάλυση της Πολιτικής Ανοιξης προκειμένου να επανακάμψει στη Ν.Δ. Τότε ο Κώστας Καραμανλής, για λόγους διεύρυνσης αλλά και εσωκομματικών ισορροπιών, επέλεξε να δεχτεί την επιστροφή στο κόμμα ενός στελέχους που ήταν ταυτισμένο με τον «αντιμητσοτακισμό», παρά τις διαμαρτυρίες του Κων. Μητσοτάκη, για τον οποίο ο Σαμαράς αποτελούσε βέβαια «κόκκινο πανί».
Η κόντρα για την αρχηγία
Το 2004 ο Σαμαράς θα εκλεγεί ευρωβουλευτής, το 2007 βουλευτής Μεσσηνίας και το 2009, μετά την παραίτηση Καραμανλή, ανοίγει γι’ αυτόν ο δρόμος για να διεκδικήσει τη θέση που τόσο εποφθαλμιούσε, αυτήν του αρχηγού του κόμματος. Ταυτόχρονα θα αναβιώσει και η άσβεστη σύγκρουση με την οικογένεια Μητσοτάκη, αφού απέναντί του στη διεκδίκηση της αρχηγίας θα βρει την Ντόρα Μπακογιάννη.
Για να κατακτήσει τη θέση αυτή, ο κ. Σαμαράς θα χρειαστεί να συμμαχήσει με τον έτερο υποψήφιο Δημήτρη Αβραμόπουλο, ενώ η σύγκρουσή του με την κ. Μπακογιάννη θα βαθύνει ακόμα περισσότερο, όταν ο Αντ. Σαμαράς θα τη διαγράψει το 2010 από το κόμμα.
Μέχρι και σήμερα η σύγκρουση Μπακογιάννη – Σαμαρά είναι υπαρκτή και έχει σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά. Τη βλέπουμε κατά καιρούς σε μια σειρά από ζητήματα με πρώτο βέβαια το Μακεδονικό, όπου ο Αντ. Σαμαράς προσπάθησε όψιμα να αμφισβητήσει την εθνική γραμμή Καραμανλή – Μπακογιάννη υπέρ της σύνθετης ονομασίας.
Αυτός όμως που επιχείρησε να διαφοροποιηθεί από την παράδοση του πατέρα του και της αδελφής του ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος αξιοποίησε τα γεγονότα προκειμένου να βγει από την πολιτική σκιά της κ. Μπακογιάννη.
Συγκεκριμένα επέλεξε να μην την ακολουθήσει στην έξοδο από τη Ν.Δ., κερδίζοντας πρόσκαιρα την εύνοια του Αντ. Σαμαρά και διεκδικώντας αυτόνομο ρόλο στο κόμμα. Με αυτόν τον τρόπο ο Κυρ. Μητσοτάκης έφτασε τελικά το 2016 να γίνει πρόεδρος της Ν.Δ. με τη στήριξη του Αδ. Γεωργιάδη και των σαμαρικών, απέναντι στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο οποίος διέθετε την εμπιστοσύνη του Κ. Καραμανλή, αλλά και της Ντ. Μπακογιάννη.
Τα επόμενα χρόνια ο κ. Μητσοτάκης προσχωρεί σε όλα τα κεντρικά ζητήματα της επικαιρότητας στη σκληρή ατζέντα Σαμαρά. Και όταν ο Σαμαράς νιώθει ότι ο Μητσοτάκης μπορεί να αποκλίνει από αυτήν, σπεύδει με δημόσιες παρεμβάσεις του να τον ρυμουλκήσει και πάλι εκεί.
Τέτοια παρέμβαση πραγματοποίησε ο Αντ. Σαμαράς όταν καλούσε, από την αρχή ώς το τέλος του άρθρου του (7.4.2018, «Καθημερινή», «Υπερβάσεις, συγκρούσεις και συγκλίσεις»), τη Ν.Δ. να υιοθετήσει την πολιτική της λεγόμενης «υπέρβασης», δηλαδή του προσωπικού του δόγματος που συνδέθηκε με τον ρόλο του στην πτώση της κυβέρνησης του πατέρα τού σημερινού πρωθυπουργού.
Και με δεδομένο ότι πρόκειται για έναν όρο που προκαλεί ρίγη στα μητσοτακικά στελέχη, η επίδειξη δύναμης είναι φανερή. Αλλά η ηγεμονία που πραγματικά είχε ο κ. Σαμαράς μέσα στο κόμμα αποτυπώνεται πιο καθαρά από ποτέ με την περιβόητη ομιλία του κατά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών στη Βουλή, όπου με ανιστόρητους ισχυρισμούς επιχείρησε επιδεικτικά να αποδομήσει την εθνική γραμμή του 2008 υπέρ της σύνθετης ονομασίας και να ανατρέψει την άλλοτε κυρίαρχη πολιτική της Ν.Δ., με τους παριστάμενους βουλευτές του κόμματος να τον καταχειροκροτούν παρατεταμένα έχοντας σηκωθεί όρθιοι.
Αλλά μετά τις εκλογές κάτι άλλαξε στις σχέσεις Μητσοτάκη-Σαμαρά. Ο νέος πρωθυπουργός άρχισε να αυτονομείται και να γυρνάει επιδεικτικά την πλάτη στον πρώην πρωθυπουργό. Για την ακρίβεια τον «άδειασε» με τη στροφή της Ν.Δ. στο Μακεδονικό.
Τον «άδειασε» στο θέμα της Novartis επιλέγοντας να αφήσει τον Αλ. Τσίπρα εκτός κάδρου της προανακριτικής που τελικά αποφάσισε. Τον «άδειασε» κόβοντάς τον από τις επιλογές του για τη θέση του Ευρωπαίου επιτρόπου και προτιμώντας τον Μαργαρίτη Σχοινά. Και βέβαια τον «άδειασε» με την επιλογή του για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, την οποία ο κ. Σαμαράς επιθυμούσε διακαώς.
Η δυσαρέσκεια για την Προεδρία
Επειτα απ’ όλα αυτά η αντίδραση του πρώην πρωθυπουργού ήταν δεδομένη. Αμέσως μόλις κατάλαβε ότι δεν περιλαμβάνεται στα σχέδια Μητσοτάκη για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο κ. Σαμαράς φρόντισε να κάνει τη δυσαρέσκειά του απολύτως αντιληπτή. Μπήκε στο, κατά τα άλλα υποτονικό και σχεδόν «απολιτίκ», 13ο Συνέδριο της Ν.Δ. σαν ταύρος εν υαλοπωλείω, για να εκτοξεύσει ευθείες βολές στην κυβέρνηση αναφορικά με τη διαχείρισή της στο προσφυγικό και τη στάση της στο Μακεδονικό, δυναμιτίζοντας το κλίμα.
Στη συνέχεια άφησε έντονες αιχμές εναντίον του Κυρ. Μητσοτάκη και για την ξεκαθαρισμένη θέση του ότι η προσφυγή στη Χάγη, αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά, αποτελεί επιλογή για την κυβέρνηση («Φιλελεύθερος», 18.1.2020). Επειτα ο κ. Σαμαράς απουσίαζε από την, κρίσιμη για τον πρωθυπουργό, ψηφοφορία για την εκλογή της νέας Προέδρου της Δημοκρατίας, στέλνοντας μια εξαιρετικά ολιγόλογη και καθαρά τυπική επιστολή, με την οποία συντασσόταν μεν με την κομματική γραμμή, χωρίς ωστόσο να κρύβει την πικρία του γι’ αυτήν.
Και μετά ο πρώην πρωθυπουργός αποφάσισε να μην εμφανιστεί κατά την ψήφιση της τροπολογίας για τις ΠΑΕ, αγνοώντας επιδεικτικά την κομματική πειθαρχία που επιχειρούσε να επιβάλει ο πρωθυπουργός. Το αποτέλεσμα ήταν το μέγαρο Μαξίμου να τον ψάχνει και να μην τον βρίσκει και όταν τελικά ο ίδιος αποφάσισε να επικοινωνήσει, δεν έδωσε καμία ουσιαστική εξήγηση, επικαλούμενος «προσωπικούς λόγους».
Αλλά δεν έμεινε εκεί. Αμφισβήτησε ανοιχτά και τη δικαιοδοσία του πρωθυπουργού να του ζητάει εξηγήσεις, μέσω της περιβόητης διαρροής συνεργατών του που έλεγε ότι «ο Αντώνης Σαμαράς ούτε έδωσε εξηγήσεις, ούτε του ζητήθηκαν, ούτε θα μπορούσαν να του έχουν ζητηθεί», βάζοντας φωτιά στο εσωκομματικό τοπίο.
Είναι δεδομένο ότι ο κ. Σαμαράς ολοένα και θα κλιμακώνει την αντίδρασή του, διεκδικώντας τον ρόλο που έχει χάσει. Οσο για τον Κυρ. Μητσοτάκη, μέχρι στιγμής η αντίδρασή του είναι η απόλυτη αμηχανία.
Πηγη: efsyn.gr