Η Διάσκεψη στο Βερολίνο και η διπλωματία των πολλαπλών σφαλμάτων

Η διπλωματική πρακτική είναι η τέχνη εξισορρόπησης στο κενό προσπαθώντας να πείσεις όλους τους υπόλοιπους που βρίσκονται κι αυτοί πάνω στο σκοινί να χαμογελούν όταν οι ταλαντώσεις μεγαλώνουν, ενώ παράλληλα να διαβεβαιώνεις την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη της χώρας σου ότι το σκοινί δεν θα σπάσει.

Η Διάσκεψη του Βερολίνου αποτελεί μια αισιόδοξη προσπάθεια της Γερμανίας να αναβαθμίσει το ρόλο της στη διεθνοπολιτική σκακιέρα συντονίζοντας μια στρογγυλή τράπεζα γύρω από τις εξελίξεις στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Λιβύη. Βέβαια, συχνά πυκνά στη διεθνή πολιτική η αισιοδοξία δεν συμβαδίζει αναγκαστικά και με μια επιτυχημένη κατάληξη. Αποτελεί άλλωστε κοινό μυστικό ότι οι μεταβλητές που διαμορφώνουν την τελική έκβαση ενός διεθνοπολιτικού γεγονότος σημειώνονται, σε επιστημονικό επίπεδο, ως τυχαίες συναρτήσεις λόγω των πολυμεταβλητών κατανομών τους. Αυτό το δεδομένο όμως δεν καταργεί την αναγκαιότητα του ορθολογικού σχεδιασμού καθώς και την προσπάθεια περιορισμού της πολυμεταβλητότητας στο μέτρο του δυνατού – συνήθως μέσω της πολυσυμμετοχικής διαδικασίας.

Η μη πρόσκληση της Αθήνας ασφαλώς και δεν αποτελεί έκπληξη, ή από την άλλη δεν είναι και το τέλος του κόσμου, αλλά σίγουρα δεν εξυπηρετεί την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης γύρω από τις εξελίξεις στη Λιβύη. Η Ελλάδα, παρόλο των δύσκολων χρόνων που περνά σε οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο από το 2010 έως και σήμερα, διαθέτει τη διπλωματική βαρύτητα στην Ανατολική Μεσόγειο για να πείσει μέσω της συμμετοχής της σε μια διεθνή διάσκεψη κορυφής ότι η διοργάνωση της σύσκεψης δεν είναι για το θεαθήναι, ότι τα τελικά πορίσματα θα έχουν και πολιτική ισχύ και όχι μόνο θεωρητική αύρα, ενώ κράτη όπως η Αίγυπτος ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα άκουγαν προσεκτικότερα τις θέσεις της Αθήνας όταν έπαιρνε το λόγο ο Έλληνας Πρωθυπουργός από ό,τι θα κάνουν τώρα όταν ακούσουν μόνο τον Τούρκο Πρόεδρο.

Επομένως, τολμώ να υποστηρίξω ότι η αυριανή Διάσκεψη δεν θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα στις εξελίξεις στη Λιβύη, όπως άλλωστε και δεν έχει καθορισμένο διακύβευμα όπως τουλάχιστον ο φορέας διοργάνωσης υποστηρίζει – εξαιτίας του ότι έχει αφεθεί εκτός το «κομβικό» κράτος της περιοχής – η Ελλάδα – κι αυτό γίνεται εξαιτίας του λανθασμένου Γερμανικού σχεδιασμού αλλά και της μη διάθεση του Βερολίνου να διορθώσει το λάθος του με μια πρόσκληση της τελευταίας στιγμής προς την Αθήνα. Το σφάλμα αυτό οφείλει να επισημανθεί από την ελληνική πλευρά και να αποτελέσει μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης μεταξύ των δυό κρατών με την πρώτη ευκαιρία, ίσως μέσω της ενημέρωσης της Καγκελαρίας ότι οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελούν για την Ελλάδα σημείο ζωτικού ενδιαφέροντος και κόκκινης γραμμής για την Ελληνική διπλωματία.

Πέρα όμως από τα καθ’ ημάς και βλέποντας τη μεγάλη εικόνα είναι φανερό ότι μια ουσιαστική λύση για το αδιέξοδο στη Λιβύη και τον εμφύλιο συγκρουσιακό πολύκατακερματισμό που βιώνει το κράτος και οι πολίτες του μπορεί να έρθει μόνο εάν Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία από κοινού κινηθούν προς τη διοργάνωση μιας νέας διάσκεψης με προσκεκλημένους όλους τους εμπλεκομένους (Ελλάδα και Τουρκία μέσα σε αυτούς) με στόχο την οικοδόμηση ενός νέου πολιτειακού και πολιτικού περιβλήματος για τη Λιβύη. Ασφαλώς και πολλοί διαβάζοντας τις γραμμές αυτές θα σκεφτούν ότι η τάση στο εσωτερικό των ΗΠΑ να απέχουν από τις πηγές κρίσης στη Βόρειο Αφρική και στη Μέση Ανατολή είναι εξαιρετικά ισχυρή εδώ και πολλά χρόνια, ως απότοκο της πολύχρονης και εμπλοκής του κράτους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Είναι όμως καιρός να ακουστεί με τον πλέον έντονο τρόπο ώστε οι Αμερικανικές κεραίες να το καταγράψουν ότι αν η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί να δει τη μετατροπή της Λιβύης σε μια νέα Συρία τότε οφείλει να ενεργοποιηθεί προς την κατεύθυνση της διπλωματικής εμπλοκής. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για τη Μόσχα, αν η ίδια δεν επιθυμεί να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα νέο πολύ-μορφικό σχήμα του σαλαφιστικού Ισλάμ στη Λιβύη με τζιχαντιστικές συνιστώσες στο εσωτερικό αυτού τότε μια νέα διάσκεψη είναι μονόδρομος.

Παρ’ όλα αυτά αποτελεί σίγουρα έκπληξη πως οι ΗΠΑ βρίσκονται ξανά μετά από τη Συρία εμπρός σε μια νέα περίπτωση εδραίωσης της Ρωσικής κυριαρχίας σε άλλη μια ζώνη της Ανατολικής Μεσογείου με ιδιαίτερη σημειολογία για την Αμερική αφού οι ακτές της Τρίπολης αποτελούν το πρώτο σημείο που οι Αμερικανοί Πεζοναύτες πολέμησαν εκτός Αμερικανικού εδάφους κατά τη διάρκεια του Πρώτου Βαρβερικού Πολέμου 1801-1805, ένας πόλεμος που έστειλε το ισχυρό μήνυμα σε όλο το τότε διεθνές σύστημα ότι οι εμπορικές και στρατιωτικές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελούσαν ζήτημα ζωτικής σημασίας για τις ΉΠΑ ως ναυτικό κράτος. Ο Χαλίφα Χαφτάρ βρίσκεται κοντά στη Μόσχα, αποκαλεί φίλο του τον Ρώσο Πρόεδρο και όλα έχουν ξανά αρχίσει να θυμίζουν τον τρόπο εξέλιξης του Συριακού εμφυλίου στα πρώτα στάδια της κρίσης εκεί.

Μέχρι αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ παρακολουθούν πιο αποστασιοποιημένα από ότι απαιτούν οι εξελίξεις τη Ρωσία και την Τουρκία να διαμορφώνουν τις εξελίξεις στα της Λιβύης, με την Ευρωπαϊκή Ένωση για άλλη μια φορά να μη θέλει να αρθρώσει μια κοινή θέση και τη Γερμανία να μη κατανοεί ότι, όποια κι αν είναι η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας η γεωγραφική της θέση αλλά και οι σχέσεις αλληλεξάρτησης με τα άλλα κράτη της Ανατολική Μεσογείου καθιστούν την Αθήνα παράγοντα δυνητικής θετικής εξέλιξης και όχι θεατή των εξελίξεων. Δεν χωρά αμφιβολία ότι ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και διπλωματών ανά τον κόσμο αλλά και στο εσωτερικό του ελληνικού μικρόκοσμου θα σκέφτηκαν το ίδιο παρακολουθώντας την ξαφνική άφιξη του Χαλίφα Χάφταρ εν τω μέσω της νυκτός προχθές στην Αθήνα.

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Μακεδονίας & Επισκέπτης Καθηγητής Πανεπιστημίου της Grenoble και της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.