Με έναν πρωτόγνωρο πανικό και καταστροφικό, όπως αποδεικνύεται, ερασιτεχνισμό, η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να διαχειριστεί κρίσιμα εθνικά θέματα με επικοινωνιακούς όρους. Το αποτέλεσμα είναι να οδηγείται από φιάσκο σε φιάσκο, «πνίγοντας» την εξωτερική πολιτική της χώρας σε έναν πολιτικό εγωισμό με μόνο σκοπό την εξυπηρέτηση της μιντιακής της εικόνας. Ακολουθεί μια πλήρως ανερμάτιστη εξωτερική πολιτική που οδηγεί τη χώρα σε πολύ επικίνδυνο σημείο, καθώς έχει βρεθεί να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις.
Η Ελλάδα αντιδρά καθυστερημένα και χωρίς συγκεκριμένο πλάνο στο συντεταγμένο σχέδιο Ερντογάν για την «δίκαιη μοιρασιά» στην ανατολική Μεσόγειο – μια αντεπίθεση, που παραμένει άκρως αμφίβολο εάν μπορεί πλέον να έχει αποτελέσματα και εγείρει ερωτήματα ακόμη και ως προς τα «όπλα» που επιστρατεύει.
Το αφήγημα πως ο Τούρκος Πρόεδρος είναι «απομονωμένος» προκαλεί πλέον γέλιο. Το Βερολίνο «άδειασε» την Αθήνα με τη διάσκεψη για τη Λιβύη, καταδεικνύοντας πως στην παρούσα φάση μάλλον η ελληνική κυβέρνηση είναι αυτή που «δεν έχει λόγο στις εξελίξεις». Αντίθετα, ο Ερντογάν απέκτησε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι ένα αφήγημα που διαμορφώθηκε για εσωτερική κατανάλωση, στρέβλωσε τα διπλωματικά δεδομένα και διαλύθηκε από έναν Ερντογάν ο οποίος εμφανίζεται ως ο δεύτερος πιο ισχυρός παίκτης, μετά τον Πούτιν, στις ραγδαίες εξελίξεις της περιοχής – από τον λιβυκό εμφύλιο έως το παγκόσμιο παζάρι για τα ενεργειακά κοιτάσματα της Μεσογείου. Και πλέον, συνομιλεί ισότιμα με την Μόσχα, το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον την ώρα που προαναγγέλλει ευθέως, και εκτός κάθε πλαισίου του διεθνούς δικαίου, ότι θα στείλει εντός του 2020 ερευνητικό τουρκικό πλοίο στην θαλάσσια ζώνη νότια της Κρήτης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε από την Μέρκελ να είναι παρών στη διάσκεψη της Κυριακής και εισέπραξε μια ηχηρή άρνηση. Η δε επίσημη ανακοίνωση της γερμανικής πλευράς για τον αποκλεισμό της Ελλάδας κινήθηκε στα όρια της προσβολής και εξέπεμψε σαφή απαξίωση για τον ρόλο της Αθήνας στην περιοχή. Για να μην μείνει καμία αμφιβολία για το ναυάγιο του ισχυρισμού περί «απομονωτισμού» του Ερντογάν, η Μέρκελ, μετά τη Διάσκεψη της Κυριακής, θα μεταβεί την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα συναντηθεί – για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα 24ωρα και κατ’ ιδίαν – με τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σύμφωνα με τον Ζάιμπερτ, οι δύο ηγέτες θα παραχωρήσουν κοινή συνέντευξη Τύπου, ενώ θα εγκαινιάσουν και το νέο Campus του γερμανο – τουρκικού Πανεπιστημίου. Ακόμη, η Μέρκελ θα έχει συνάντηση με εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου, κατόπιν πρόσκλησης του γερμανο-τουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και με εκπροσώπους της τουρκικής Κοινωνίας των Πολιτών. Όχι κι άσχημα για τον «απομονωμένο» Ερντογάν…
Πανικός…
Την ίδια ώρα, ενδεικτικές του πανικού και της σύγχυσης που επικρατεί στην ελληνική διπλωματία είναι η αιφνιδιαστική επίσκεψη Χάφταρ. Η κυβέρνηση βλέπει τον Χάφταρ ως τον μοχλό εκείνο που σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην Τρίπολη θα εγγυηθεί την ακύρωση του τουρκολιβυκού συμφώνου. Είναι μια ζαριά με μεγάλο ρίσκο σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, καθώς ο στρατηγός Χάφταρ μπορεί να είναι ένα χρήσιμος σύμμαχος συγκυριακά, αλλά απέχει μακράν από το να θεωρηθεί αξιόπιστος συνομιλητής και αξιόπιστος διπλωματικός παίκτης. Θεωρείται απρόβλεπτος, κινείται και ο ίδιος εκτός διεθνούς δικαίου και εκτιμάται πως το πρώτο που θα υπηρετήσει στη διάσκεψη του Βερολίνου είναι τα δικά του συμφέροντα ακόμη κι εάν αυτά επιβάλλουν επαναπροσδιορισμό συμμαχιών και στρατοπέδων.
Όπως έχει επισημανθεί σε προηγούμενα ρεπορτάζ του tvxs.gr, η επίλυση της Λιβυκής κρίσης, την οποία και προωθούν οι εμπλεκόμενες πλευρές, προϋποθέτει για την επόμενη ημέρα τη συμμετοχή και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στις αποφάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα πιθανό σενάριο – χωρίς να αναγνωριστεί το τουρκολιβυκό Μνημόνιο – είναι να κληθούν όλες οι πλευρές, δηλαδή Τρίπολη, Άγκυρα και Αθήνα, να επιλύσουν το ζήτημα και να καταλήξουν σε συμφωνία για την ΑΟΖ. Διπλωματικές πηγές έχουν επισημάνει στο tvxs.gr, πως αυτό δεν είναι το καλύτερο σενάριο για την Αθήνα, αφού στην πράξη θα θέσει σε διαπραγμάτευση την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Για την σημαντική υποβάθμιση και απαξίωση του ρόλου της Αθήνας έμπειροι διπλωμάτες διαπιστώνουν τραγικές ευθύνες της «αδρανούς», όπως λένε, μέχρι σήμερα ελληνικής κυβέρνησης. Αναφέρουν ενδεικτικά πως η απειλή Μητσοτάκη για βέτο ήρθε πολύ αργά. «Too little, too late», είναι η χαρακτηριστική έκφραση και το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί η απειλή του βέτο στην ΕΕ δεν ενεργοποιήθηκε νωρίτερα με ζητούμενο να είναι παρούσα η Ελλάδα στην διάσκεψη του Βερολίνου. Το δεύτερο ερώτημα είναι επί ποιου ζητήματος θα ασκηθεί πλέον το βέτο. Εκτός εάν, όπως σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έχει πληροφορίες πως η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιάζει να επικυρώσει οποιαδήποτε συμφωνία για το μέλλον της Λιβύης που θα περιλαμβάνει και την επικύρωση του παράνομου Μνημονίου Ερντογάν – Σάραζ. Σ’ αυτήν την περίπτωση, τονίζουν ότι η έως τώρα αδράνεια της ελληνικής πλευράς θα αποδειχθεί όχι απλώς επικίνδυνη, αλλά πιθανώς και μοιραία.
Όσο για τις δηλώσεις του Νίκου Δένδια περί αποστολής δυνάμεων στη Λιβύη, αρχικά προκάλεσαν ανησυχία και τελικά ειρωνείες. Αφού πρώτα ήθελε να δείξει πως η Ελλάδα μπορεί να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο στην τουρκική παρέμβαση στη Λιβύη, τελικά διευκρίνισε πως δεν εννοούσε «στρατό» αλλά «παρατηρητές».