Συντάκτης: Διονύσης Γ. Δημητρακόπουλος
Αυτό λένε οι Γάλλοι και δεν έχουν άδικο, τουλάχιστον αν αναφερόμαστε στην ενοποιητική διαδικασία της Ευρώπης. Η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αλλά, δυστυχώς, ο επαρχιωτισμός της ελληνικής πολιτικής ελίτ –με ελάχιστες εξαιρέσεις– έχει καταστεί βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο της συμμετοχής της χώρας στη διαδικασία αυτή.
Αν αυτή η άποψη φαίνεται αυστηρή, δεν είναι και άδικη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που συμβαίνει εδώ και μήνες με τη διαπραγμάτευση για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Μόλις στις 4 Δεκεμβρίου οι υπουργοί Οικονομικών των χωρών της ευρωζώνης κατέληξαν σε μια κατ’ αρχήν μερική συμφωνία, που αφορά συγκεκριμένη σειρά κομβικών ζητημάτων όπως α) ο ρόλος και τα εργαλεία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, β) τι θα γίνεται σε περίπτωση εκκαθάρισης τράπεζας όταν δεν υπάρχουν χρήματα στο σχετικό ευρωπαϊκό ταμείο και γ) τους στόχους του προϋπολογισμού της ευρωζώνης.
Οι απαντήσεις που δίνουν οι συμμετέχοντες δεν είναι ίδιες, ούτε στερούνται ιδεολογικού προσήμου. Ποιες όμως είναι οι θέσεις της χώρας αλλά και των κομμάτων και γιατί; Το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής στάσης ώς τώρα ήταν η σχεδόν παντελής απουσία οποιασδήποτε συζήτησης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στον ευρύτερο δημόσιο χώρο, αλλά ακόμα και στο κοινοβούλιο.
Αν εξαιρέσει κανείς σχετικές αναφορές σε ένα άρθρο του υπ. Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτου στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» τον περασμένο Ιανουάριο και δύο ομιλίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα τον Σεπτέμβριο του 2017 και του 2018 -που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να εξαντλήσουν τον διάλογο-, δεν υπάρχει άλλη ένδειξη ενασχόλησης της ελληνικής πολιτικής ελίτ με το σημαντικό αυτό θέμα. Ποιο κόμμα από όλα όσα εκπροσωπούνται στη Βουλή αφιέρωσε σε αυτό το θέμα συνεδρίαση αποφασιστικού οργάνου του; Ακόμα και η ελληνική Βουλή μοιάζει να αδιαφορεί.
Αν προσπαθήσει κανείς να βρει κάποιες αναφορές στο θέμα αυτό στις ιστοσελίδες της Βουλής που φιλοξενούν υλικό των εργασιών της, θα διαπιστώσει ότι η απουσία τέτοιου υλικού είναι εκκωφαντική κατά τη διάρκεια του 2018. Για παράδειγμα, μόνο σε μία φετινή (κοινή) συνεδρίασή τους καταπιάστηκαν με το θέμα αυτό (στις 9 Φεβρουαρίου) οι επιτροπές Οικονομικών, Εξωτερικών και Αμυνας, και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, αλλά και πάλι πόρισμα δεν υπάρχει. Ομιλίες έγιναν, βεβαίως, αλλά, πρώτον ήταν γενικόλογες (αφού η λεπτομέρεια απαιτεί δουλειά κι όχι μόνο συνθήματα) και δεύτερον έκθεση που να απαριθμεί α) τα θέματα, β) τις θέσεις και τα επιχειρήματα και γ) τα συμπεράσματα (έστω της πλειοψηφίας) δεν προέκυψε. Λόγια του αέρα δηλαδή.
Ομόλογοί τους σε άλλες χώρες της Ε.Ε. αφιερώνουν πολλές συνεδριάσεις σε τέτοια θέματα, καλούν όχι μόνο τους αρμόδιους υπουργούς αλλά και εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα, όπως πανεπιστημιακούς και άλλους ειδικούς, εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, κ.ά. και στις εκθέσεις που στη συνέχεια δημοσιεύονται υπάρχει πλήρης επιχειρηματολογία, τεκμήρια σχετικά με τη μια ή την άλλη άποψη κι ένα συμπέρασμα για να καταλαβαίνει και η κοινωνία τι ειπώθηκε, τι αποφασίστηκε και σε ποια βάση. Η απουσία τέτοιων πρακτικών από την Ελλάδα, πέραν της καχεξίας του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, μήπως δείχνει και πόσο ρηχός είναι ο δηλούμενος φιλοευρωπαϊσμός;
* Επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Κολέγιο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου