Ηταν το περιεχόμενο του άρθρου του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ή ο τραβηγμένος από τα μαλλιά για λόγους εντυπωσιασμού τίτλος της εφημερίδας «Τα Νέα» η αιτία για τον θόρυβο που ξέσπασε; Νομίζω το δεύτερο. Αν υπήρχε άλλος τίτλος συμβατός με το άρθρο δεν θα είχαμε αυτή την ένταση.
Ο κ. Σημίτης δεν είπε κάτι διαφορετικό απ’ αυτά που έλεγε τα προηγούμενα χρόνια και απ’ αυτά που έκανε την εποχή που ήταν πρωθυπουργός. Τις γνωστές απόψεις του για τα ελληνοτουρκικά κατέθεσε. Λένε διάφοροι ότι δεν ήταν η κατάλληλη ώρα γιατί η κατάσταση είναι τεταμένη και πρέπει το πολιτικό σύστημα να μην εμφανίζεται διχασμένο απέναντι σ’ έναν δύστροπο και επιθετικό γείτονα που αισθάνεται ότι έχει αδικηθεί από τις συμφωνίες (κυρίως τη συνθήκη της Λοζάνης) και επιχειρεί συστηματικά να τις αμφισβητήσει άλλοτε με διπλωματικές πιέσεις άλλοτε με απειλές άλλοτε σπρώχνοντας τα πράγματα στα άκρα. Είναι αφόρητη κοινοτοπία το να επικαλούμαστε (πολιτικό προσωπικό και μέσα ενημέρωσης) την κρισιμότητα των στιγμών.
Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας σε ελάχιστες περιπτώσεις την περίοδο της μεταπολίτευσης ήταν ομαλές. Τι να θυμηθούμε; Το «βυθίσατε το Χόρα» του Ανδρέα Παπανδρέου το 1976 – φράση που σύμφωνα με τη φημολογία την είπε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ σε συνεννόηση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (καμία πλευρά δεν το διέψευσε); Την κρίση του Μαρτίου του 1987 όταν, κατά την ειδησεογραφία της εποχής, φτάσαμε πολύ κοντά σε πολεμική σύρραξη; Την κρίση των Ιμίων το 1996 όταν και πάλι βρεθήκαμε ένα βήμα πριν από τη στρατιωτική κλιμάκωση; Το ένα θέμα είναι αυτό. Το άλλο, το σοβαρότερο, είναι ότι όποτε γίνονταν προσπάθειες εκλογίκευσης των σχέσεων με την Τουρκία, το εσωτερικό μέτωπο κάθε άλλο παρά αρραγές ήταν. Η αντιπολίτευση εγκαλούσε την κυβέρνηση για κατευναστικές πολιτικές που έριχναν νερό στον μύλο της αδιάλλακτης Τουρκίας και της άνοιγαν την όρεξη για περισσότερες διεκδικήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Με μεγάλη ευκολία εκτοξεύονταν κατηγορίες για ηττοπαθή στάση, μειοδοσία, ακόμη και για προδοσία.
Η συμφωνία Ανδρέα Παπανδρέου – Τουργκούτ Οζάλ στο Νταβός το 1988 (έναν χρόνο μετά την κρίση του Μαρτίου) δέχτηκε σκληρή κριτική από τη Δεξιά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, υποχρεώνοντας τον Ανδρέα Παπανδρέου να πει το περίφημο «mea culpa». Η συμφωνία Κώστα Σημίτη – Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στη Μαδρίτη το 1997 (έναν χρόνο μετά την κρίση των Ιμίων) θεωρήθηκε από ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ επονείδιστη πράξη – κάποιοι βουλευτές του είχαν μιλήσει για την πιο οδυνηρή εξέλιξη για τον ελληνισμό μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή! Η αρνητική υποδοχή που είχαν όλες οι προσπάθειες εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων λειτούργησε αποτρεπτικά.
Οι κυβερνήσεις, εξαιτίας του πολιτικού κόστους, δίσταζαν να πάρουν πρωτοβουλίες γιατί φοβούνταν τις συνέπειες στο εκλογικό επίπεδο (το ίδιο συνέβαινε και με το Μακεδονικό). Το αποτέλεσμα ήταν να εφαρμόζεται στην πράξη με παραλλαγές το περιβόητο δόγμα «μη διάλογος – μη πόλεμος», δηλαδή η ακινησία. Τα προβλήματα, όμως, παραμένουν και κακοφορμίζουν. Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση το μόνο που μας έχει προσφέρει μέχρι τώρα είναι φραστική αλληλεγγύη. Το ΝΑΤΟ δεν έχει μετακινηθεί από την κλασική γραμμή «βρείτε τα με την Τουρκία». Είναι παρηγορητική αυταπάτη να περιμένουμε ότι θα αλλάξει κάτι θεαματικά υπέρ μας στους δύο αυτούς οργανισμούς.
Συνεπώς, οφείλουμε να αναμετρηθούμε με τις προκλήσεις. Δεν θέλουμε πόλεμο, υποστηρίζουμε σε όλους τους τόνους. Θέλουμε διάλογο; Θέλουμε την υπογραφή συνυποσχετικού με την Τουρκία και προσφυγή στη Χάγη; Αν επιλέξουμε τον δεύτερο δρόμο, είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τις αποφάσεις του διεθνούς δικαστηρίου; – οι οποίες, όπως προειδοποιούν όσοι γνωρίζουν σε βάθος τις διμερείς διαφορές, δεν θα είναι όλες πολύ φιλικές για τις ελληνικές θέσεις. Αυτό πάντως που δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε είναι να υποδυόμαστε τους έκπληκτους κάθε φορά που η Τουρκία βάζει στο τραπέζι καινούργια ενοχλητικά θέματα.