Παρακολουθώ αυτές τις μέρες όλο αυτό το αλισβερίσι για τους διοικητές στους δημόσιους οργανισμούς και στα νοσοκομεία της χώρας μας. Καταγγελίες, αποκαλύψεις, συναλλαγές, προεκλογικές συμφωνίες, μαντριά και αγέλες περιφερόμενων ψηφοφόρων που ακολουθούν τον τσοπάνη-κομματάρχη με ανταπόδοση θέσεις και διορισμούς που ανοίγουν έναν νέο κύκλο συναλλαγών, εξυπηρετήσεων, ρουσφετιών – και όλα αυτά βεβαίως με το αζημίωτο.
Θυμίζω ότι, μετά τις πρώτες εκλογές, τον Ιανουάριο του 2015, με υπόδειξη της Ν.Δ. στους διορισμένους από την ίδια σε δημόσιους οργανισμούς και νοσοκομεία, δεν παραιτούνταν κανένας παρά την κυβερνητική αλλαγή, ίσως και με την προσδοκία της αριστερής παρένθεσης.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αναζητούσε κατάλληλα στελέχη, χωρίς να θεωρείται απαραίτητη η αντικατάσταση όλων, αν είχαν να επιδείξουν ένα θετικό έργο. Αμέσως άρχισαν οι καταγγελίες και οι κραυγές της Ν.Δ. αλλά και από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης για τα «φοβερά και τρομερά» δήθεν που γίνονταν από τον ΣΥΡΙΖΑ γύρο από τη στελέχωσή τους.
Ανεξάρτητα όμως από το πώς μεταλλάχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα και την αποδοχή των μνημονίων, η αλήθεια ήταν ότι γινόταν μια ειλικρινής προσπάθεια να στελεχωθούν τα νοσοκομεία από ανθρώπους με προσόντα και ικανότητες, χωρίς ιδιαίτερο βάρος στις πολιτικές τους απόψεις.
Αποτέλεσμα ήταν τις θέσεις αυτές να τις καταλάβουν κάποιοι άνθρωποι που επαίρονταν ότι δεν ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ και αν υπήρξαν και κάποιοι ελάχιστοι που προέρχονταν από τον χώρο, να βρίσκονται απολογούμενοι στις καταγγελίες, ιδιαίτερα από την κοινοβουλευτική ομάδα του Ποταμιού στη Βουλή τότε, που σήμερα οι περισσότεροι έχουν προσχωρήσει στη Ν.Δ. ή στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. και καταπίνουν τη γλώσσα τους για όσα γίνονται στη στελέχωση του κράτους-λάφυρου των νικητών των πρόσφατων εκλογών.
Οι όποιες γκρίνιες στο εσωτερικό της Ν.Δ. για όλες τις θέσεις των δημόσιων οργανισμών και νοσοκομείων δεν έχουν να κάνουν βεβαίως με την καταδίκη των φαινομένων, αλλά με το «γιατί αυτός και όχι εγώ που είχα τον δικό μου στρατό ψηφοφόρων». «Τριάντα χρόνια εθνικόφρονας και η πατρίδα δεν μου ’δωσε ούτ’ ένα γαλόνι», ήταν ο καημός και το παράπονο ενός συναδέλφου μου στον στρατό στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Αυτή είναι η λογική της πλειονότητας μικρών και μεγάλων στελεχών και παραγόντων της Δεξιάς και σε αυτήν τη λογική έχουν μυήσει και το εκλογικό σώμα. Η πλειοψηφία του λαού μας δεν ψηφίζει τη Ν.Δ. για το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της· αντίθετα, τρομάζει αν περιέλθει σε γνώση του, έστω και με την προεκλογική ωραιοποιημένη εκδοχή του. Ψηφίζει περισσότερο με τη λογική του οπαδού, όπως του οπαδού της ομάδας, καθώς και με την προσδοκία και την ελπίδα να έχει τον δικό του άνθρωπό, «τον θείο στην Κορώνη» όταν τον χρειαστεί.
Ο ογδοντάχρονος διοικητής του Νοσοκομείου Καρδίτσας δεν έφερε τον στρατό του στη Ν.Δ., όπως δήλωσε, γιατί τους ανέλυσε και συμφώνησαν με το πρόγραμμά της, αλλά γιατί με τον διορισμό του έκλεινε το μάτι στον στρατό του, ότι αμέσως μετά θα έχουν τον δικό τους άνθρωπο για τη νοσηλεία, τις προμήθειες, τα φάρμακα, την πρόσληψη από τον εργολάβο στα συνεργεία καθαριότητας και για ό,τι σχετικό θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με τη διαμεσολάβησή του.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα της Αριστεράς, καταγγέλλουν τα φαινόμενα και ανεβάζουν τους αντιπολιτευτικούς τόνους. Διαφεύγει, όμως, ότι σε ψηφοφόρο με τέτοια προτάγματα, ότι δηλαδή η ψήφος είναι ένα ανταλλάξιμο είδος που μπορεί να την παζαρεύει, τέτοιες καταγγελίες δεν του λένε τίποτα· αντίθετα, το γεγονός ότι μπορούν να υπόσχονται σε όλους ψήφο, μάλλον τους κολακεύει. Στην πατρίδα μου, σε ερώτημα πολιτικού παράγοντα σε ηλικιωμένο «θα με ψηφίσεις, μπάρμπα;» η απάντηση ήταν: «Πιδί μ’, σ’ ολουνούς ναι είπαμε, σι σένα θα πούμε όχι;». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η Ν.Δ. δεν έχει κόστος από τέτοιες καταγγελίες.
Σε μια κοινωνία που έχει εμπεδωθεί βαθιά στη συλλογική μνήμη των πολιτών ότι οι πολιτικοί τούς χρησιμοποιούν για αξιώματα, προνόμια και απολαβές και θεωρούν ότι αυτή την πραγματικότητα δεν μπορούν να την αλλάξουν, δεν βρίσκουν και λόγο να το κάνουν αν σε αυτό το φαγοπότι της εξουσίας έχουν συνηθίσει να συμμετέχουν και οι ίδιοι, όπως συμμετέχουν οι γάτες και τα σκυλάκια κάτω και γύρω από το τραπέζι στο οποίο γίνεται το φαγοπότι, φτάνει να τους πετούν λίγα αποφάγια.
Μπορούν να τους βρίζουν, να τους μισούν, να διαφωνούν, όμως φυλακισμένοι στην ατομικότητα και χωρίς καμία κοινωνική και πολιτική συνείδηση υποτάσσονται και ανέχονται την ένταξή τους στον «στρατό» κάποιου παράγοντα, που τους πουλά ανάλογα με τις συμφωνίες που κάνει με τα κόμματα.
* Πρώην βουλευτής Ευρυτανίας