Toυ Γ. Λακόπουλου
Να ξεκινήσουμε από μια διευκρίνηση για να συνεννοηθούμε στη συνέχεια: Όσοι υπουργοί λαδώθηκαν πριν το 2015 – αν λαδώθηκαν- ήταν κατ’ ανάγκη υπουργοί της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Δεν μπορεί να ήταν του ΣΥΡΙΖΑ. Κατανοητό;
Πάμε παρακάτω: Μετά τις αποτυχημένες απόπειρες ουσιώδους συνταγματικής αναθεώρησης η Βουλή κλήθηκε για μια φορά ακόμη να αλλάξει τον καταστατικό χάρτη προς το καλύτερο. Δεν το έκανε ούτε με τόλμη ούτε με συναίσθηση των αναγκών της εποχής.
Η σημερινή πλειοψηφία, για την οποία ο Πρωθυπουργός καυχήθηκε ότι «έβαλε τη σφραγίδα της», έβαλε και φρένο στις μεγάλες αλλαγές- όπως άλλωστε είχε δείξει ότι θα κάνει από την εποχή που ήταν στην αντιπολίτευση.
Εν πάση περιπτώσει έχουμε καταπιεί τόσα άλλα, θα τα καταπιούμε και αυτά. Εκτός από ένα που δεν καταπίνεται: το συγχωροχάρτι σε όλους υπουργούς -της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ-για τους οποίους θα προκύψει ότι λαδώθηκαν.
Το κόμματα τους συνεργάσθηκαν και σ’αυτό, χωρίς δισταγμό και χωρίς κανένα πρόσχημα και ίχνος ντροπής: Δεν θα δικαστούν ποτέ. Τους απάλλαξαν ήδη.
Δεν είναι πλάκα: Αν κάποιος υπουργός δωροδοκήθηκε, πριν από το 2015 δεν θα διωχθεί, γιατί τα αδικήματά του θα παραγραφούν.
Γιατί θα παραγραφούν; Γιατί κατά την κυβέρνηση εντάσσονται στο προηγούμενο καθεστώς; Δηλαδή έχουν «κατακτημένη» σύντομη αποσβεστική προθεσμία που ήδη έχει εξαντληθεί.
Και ποιος διαμόρφωσε αυτό το καθεστώς; Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ φυσικά. Και τώρα το επικαλούνται- παρότι δέχθηκαν να αλλάξει στο νέο Σύνταγμα..
Είναι εξωφρενικό. Σε μια χώρα την οποία οδήγησε σε χρεοκοπία η κλεπτοκρατία που υπέθαλψαν πολιτικοί -όταν δεν συμμετείχαν και οι ίδιοι- η κυβέρνηση μοιράζει συγχωροχάρτια.
Το έκαναν η ΝΔ και το Κινάλ, γιατί αν προκύψουν μίζες για το διάστημα πριν το 2015 θα είναι ασφαλώς για δικούς τους. Αν ήθελαν κάτι άλλο θα δέχονταν την ερμηνευτική δήλωση που πρότεινε ο Τσίπρας και ο κάθε κατεργάρης θα πήγαινε στον πάγκο του. Και στο δικαστή του, να κριθεί.
Τώρα ο κάθε αλιτήριος επειδή δεν θα μπορεί να τον πιάσει ο νόμος θα τσαμπουνάει για «σκευωρίες» και «συμμορίτες» δικαστικούς λειτουργούς. Ασύδοτος και ατιμώρητος. Χωρίς καν συναίσθηση ότι η παραγραφή στιγματίζει. Πού ντροπή. Όποιος δεν έχει ντροπή όταν τα πιάνει, θα έχει όταν τη σκαπουλάρει;
Αλλά δεν είναι η κυβέρνηση και το Κινάλ το πρόβλημα. Αυτοί τη δουλειά τους έκαναν. Από χρόνια λειτουργούν σαν το λημέρι του λήσταρχου Νταβέλη, στο οποίο καταφεύγει για προστασία όποιος παίρνει κλήση από τη Δικαιοσύνη να περάσει από το γραφείο του ανακριτή και του εισαγγελέα για υπόθεσή του.
Το πρόβλημα είναι οι πολίτες. Ο καθημερινός άνθρωπος που είδε εκπροσώπους του παλιού δικομματικού συστήματος να πλουτίζουν, παραδίδοντας τον δημόσιο πλούτο στη διασπάθιση- και μετά να του λένε «μαζί τα φάγαμε».
Γονάτισε από τους φόρους και τα βάρη που έφερε ο υπερδανεισμός για να μην επισημοποιηθεί η χρεοκοπία. Έχασε τα δικαιώματα του, τη δουλειά του, το εισόδημα του και την αξιοπρέπειά του.
Αυτός ο άνθρωπος γιατί δεν αντιδρά μπροστά σ’ αυτό το ανοσιούργημα;
Πώς είναι δυνατόν να του λένε ότι κάποιος στον οποίο εμπιστεύθηκε τη ψήφο του μπορεί να έκλεψε, μπορεί να πήρε μίζες, αλλά δεν πάει καν στο δικαστήριο;
Γιατί το αδίκημα του παραγράφεται. Για τυπικούς λόγους του… παρελθόντος– που κατασκευάσθηκαν επί τούτοις, ο κύριος υπουργός δεν διώκεται ούτε σήμερα. Αντίθετα με τον απλό πολίτη για τον οποίο η παραγραφή ενεργοποιείται σε 20 χρόνια.
Γιατί δεν αγανακτεί αυτός ο άνθρωπος; Γιατί δεν είδαμε ακόμη στο Σύνταγμα ένα εκατομμύριο διαδηλωτές να ζητούν το τέλος αυτών των πανάθλιων μεθοδεύσεων; Για όποιον υπάρχουν στοιχεία ενοχής, γιατί να μην δικαστεί;
Πώς ανέχεται ο πολίτης να μπουν στο αρχείο οι ερευνώμενες δωροδοκίες- ή και παραπομπές- που έγιναν από υπουργούς, επειδή έγιναν πριν το 2015;
Γιατί δεν δημιουργήθηκε στην Ελλάδα ένα κίνημα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης για να σταματήσει αυτή η κατάπτωση του δημοσίου βίου;
Γιατί καμία οργάνωση δεν καλεί σε διαδήλωση εναντίον αυτής της κατάπτυστης αναδρομικής απαλλαγής;
Προφανώς γιατί δεν υπάρχουν πρόθυμοι να πάρουν μέρος σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις. Αφού δεν υπάρχουν, αλίμονο στο λαό που δέχεται να τον κλέβουν και να τον περιπαίζουν κι από πάνω.