Με τους εργαζόμενους σε όλες τις εταιρείες του ομίλου της ΔΕΗ να βρίσκονται σε αγωνιστική εγρήγορση και να προχωρούν στο νέο γύρο κινητοποιήσεών τους ενάντια στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων στο εσωτερικό της και την ιδιωτικοποίησή της, το ζήτημα της ενέργειας ως δημόσιο αγαθό και όχι ως εμπόρευμα, προβάλει εκ νέου σε όλη του τη διάσταση.
Η σύγκρουση των εκ διαμέτρου αντίθετων αυτών ιδεολογικών αφετηριών εκφράζεται, όπως σημειώνει σε σχετική μελέτη του το Ινστιτούτο ΕΝΑ, από τη μία πλευρά, μέσω του κυριάρχου φιλελεύθερου επιχειρήματος των ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων επιχειρήσεων, επιχείρημα που εδράζεται στις έννοιες της «εξυγίανσης» και της «αποτελεσματικότητας» και από την άλλη, μέσω της ανάδειξης της αποτυχίας των ιδιωτικοποιήσεων, όχι μόνο στο προφανές πεδίο της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, αλλά ακόμη και στο πεδίο της αγοράς.
«Τέκνο» της κοινωνικής ανάγκης
Η αποτυχία της αγοράς να ικανοποιήσει τις κοινωνικές ανάγκες αλλά ακόμη και τις αναπτυξιακές, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα και ειδικότερα στον τομέα της ενέργειας, αναδεικνύεται «ανάγλυφα» στην περίπτωση της ΔΕΗ, αφού, η ίδια η ίδρυσή της, είναι ακριβώς η συνέπεια αυτής της αγοραίας αποτυχίας. Κάνοντας μια συνοπτική αναδρομή από το 1889, οπότε παρέχεται για πρώτη φορά ηλεκτρικό ρεύμα στην Ελλάδα από ιδιωτικές εταιρείες, η έρευνα του ΕΝΑ διαπιστώνει, ότι, παρά την ανάπτυξη της ηλεκτροδότησης κατά τον μεσοπόλεμο, «πέρα από τα μεγάλα αστικά κέντρα, οπουδήποτε ήταν ασύμφορο για τις μεγαλύτερες εταιρείες να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, την ηλεκτροδότηση αναλαμβάνουν δημοτικές και κοινοτικές αρχές και ιδιώτες, κατασκευάζοντας μικρά εργοστάσια».
Έτσι φτάνουμε στο 1950 οπότε δραστηριοποιούνται στον τομέα πάνω από 400 επιχειρήσεις. Ωστόσο, σε καθεστώς ιδιωτικών παρόχων:
- Δεν υφίστατο κοινή τιμολογιακή πολιτική.
- Η αναπτυξιακή πολιτική των δικτύων ήταν άναρχη και προσδιορισμένη σε τοπικό επίπεδο κυρίως, ως παροχή ενέργειας στη βιομηχανία και όχι ως καταναλωτικό προϊόν στα νοικοκυριά.
- Η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας εδραζόταν σε εισαγόμενες πρώτες ύλες.
Επιπλέον, η κατάτμηση της παραγωγής, σε συνδυασμό με τις εισαγόμενες πρώτες ύλες, εξωθούσε την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στα ύψη, σε τριπλάσιες έως και πενταπλάσιες τιμές από αυτές που ίσχυαν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες της εποχής. Έτσι, το ηλεκτρικό ρεύμα που πωλούνταν στα νοικοκυριά αντιμετωπιζόταν ως αγαθό πολυτελείας και τις περισσότερες φορές παρεχόταν με ωράριο ενώ οι συχνές και ξαφνικές διακοπές ήταν ο κανόνας. Συνεπώς, αναφερόμαστε σε ένα ακριβό, επιλεκτικά παρεχόμενο, και λειτουργικά ανεπαρκές αγαθό.
Ποιος έδωσε λύση και εκτόξευσε την παραγωγή και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας, που δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι ιδιώτες διότι το βασικό κριτήριό τους είναι το κέρδος; Η ίδρυση, το 1950, της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ).
«Στόχος της ΔΕΗ ήταν να λειτουργήσει προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος με τη χάραξη και εφαρμογή μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής. Κεντρική φιλοσοφία αυτής της πολιτικής, μέσα από την εκμετάλλευση των εγχώριων πόρων, ήταν να παρέχει την ηλεκτρική ενέργεια σε όλη την επικράτεια, αντιμετωπίζοντας την ως αναγκαίο κοινωνικό αγαθό αλλά και ως αναπτυξιακό εργαλείο».
Η ΔΕΗ εξαγοράζει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στον τομέα και ξεκινά την ενοποίηση των επιμέρους δικτύων παροχής. Επιπλέον, αξιοποιεί τους εθνικούς ενεργειακούς πόρους, όπως ο λιγνίτης και οδηγεί σε σχετική εθνική ενεργειακή αυτονομία στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα, το ηλεκτρικό ρεύμα παρέχεται με ομογενοποιημένο τιμολόγιο σε όλη την επικράτεια, συμπεριλαμβανομένου των απομακρυσμένων, δυσπρόσιτων, ακριτικών και νησιωτικών περιοχών,, την ηλεκτροδότηση των οποίων θεωρεί ως εκτός Κάθε συζήτησης «κόστος», οποιοσδήποτε νεοφιλελεύθερος.
Παρόλ’ αυτά, η συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ (μαζί με άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, όπως ο ΟΤΕ, Λιμενικές Υποδομές, κ.λπ.) τίθεται για πρώτη φορά το 1990, από την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Πράξη όμως την έκανε από το 1996, η κυβέρνηση Σημίτη, ο οποίος εισήγαγε ένα πρόγραμμα «έμμεσης» ιδιωτικοποίησης μέσω μετοχοποιήσεων. Δηλαδή, την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων μέσω των χρηματιστηριακών αγορών.
Το 2001 πωλείται το πρώτο πακέτου μετοχών της ΔΕΗ στα χρηματιστήρια των Αθηνών και του Λονδίνου. Τα χρόνια που ακολούθησαν διαδοχικά πακέτα μετοχών πουλήθηκαν κυρίως σε ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές.
Σήμερα, το ιδιοκτησιακό καθεστώς έχει ως εξής:
Το σύνολο του ποσοστού στη ΔΕΗ (51,123%) που ελέγχεται από το Ελληνικό Δημόσιο, έμμεσα και άμεσα (ΕΕΣΥΠ+ΤΑΙΠΕΔ) παραμένει πλειοψηφικό.
Η μελέτη εντοπίζει μια κομβική αλλαγή στην αιτίαση των ιδιωτικοποιήσεων. Το αρχικό κυρίαρχο επιχείρημα για την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων εδραζόταν στην έλλειψη ρευστότητας και την αποπληρωμή μέρους του δημόσιου χρέους.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η μελέτη, «το υψηλό δημόσιο χρέος αντιμετωπίζεται κυρίως με τον ρυθμό ανάπτυξης μιας οικονομίας». «Η ιδέα είναι ότι η αύξηση του ΑΕΠ απελευθερώνει πόρους για πληρωμή τοκοχρεολυσίων συνεπώς μειώνει το χρέος διαχρονικά. Η ιδέα πίσω από την ιδέα του δανεισμού και του χρέους συνοψίζεται ως εξής: Μια οικονομία δανείζεται για να καταγράψει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και μέσω των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης να αποπληρώνει το δανεισμό και να μειώνει το χρέος που είχε αναλάβει από δανεισμό σε προγενέστερη περίοδο. Στην περίπτωση της ΔΕΗ όπως και σε μια σειρά άλλων ιδιωτικοποιήσεων αυτή η αρχή καταπατάται. Αν ισχύουν τα παραπάνω, θα έπρεπε να ακολουθηθεί η αντίστροφη αναπτυξιακή πολιτική. Δηλαδή, η διατήρηση ή και η επιδίωξη ανάκτησης συμμετοχής στη μετοχική σύνθεση επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, με σκοπό τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της οικονομίας και την αποπληρωμή μέρους του χρέους».
Σήμερα το επιχείρημα για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ δεν προβάλλει την εξυπηρέτηση κάποιου «υπέρτερου στόχου», όπως τη μείωση του δημόσιου χρέους, άλλα τη φιλελεύθερη αντίληψη που διατείνεται ότι «ο δημόσιος έλεγχος στην παραγωγή και παροχή εμπορευματικών αγαθών όπως το ηλεκτρικό ρεύμα είναι μη αποτελεσματικός».
«Η “δαιμονοποίηση” οτιδήποτε λειτουργεί κάτω από δημόσιο έλεγχο ως αναποτελεσματικού, γραφειοκρατικού και υφεσιακού (η αντίληψη αυτή συμπεριλαμβάνει και τους εργαζόμενους) βρίσκεται στον πυρήνα του φιλελευθέρου επιχειρήματος. Σε ό,τι αφορά την παρουσιαζόμενη ως αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, αυτή είναι μια καλλιεργούμενη διαχρονικά ιδεοληψία, βασιζόμενη σε στερεοτυπικές αντιλήψεις αλλά και πραγματικές παθογένειες της δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο, η λύση δίνεται στη βάση του “πονά κεφάλι, κόβω κεφάλι” και όχι στα υπαρκτά και δυνητικά συγκριτικά πλεονέκτημα των δημοσίων επιχειρήσεων».
Ποια είναι αυτά; Καταρχήν, όπως σημειώνει η μελέτη, «οι ιδιωτικές εξαγορές δημοσίων επιχειρήσεων, σε αντίθεση με ότι προβάλλεται, δεν μεγεθύνουν την οικονομία όταν δεν προβαίνουν σε μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά έργα και σε αύξηση της απασχόλησης. Με τη στενή οικονομική έννοια δεν αποτελούν καν επένδυση. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό, η κατασκευή ενός σπιτιού είναι επένδυση, η μεταπώληση του δεν είναι επένδυση.
Δώρο στον ιδιώτη η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων
Επιπλέον, η μέχρι σήμερα ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων έχει δείξει ότι μειώνεται η απασχόληση σε αυτές τις επιχειρήσεις ενώ οι εργασιακές σχέσεις ελαστικοποιούνται».
Στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, μάλιστα, το ίδιο το κράτος προετοιμάζει το εργασιακό έδαφος για να διευκολύνει τον δυνητικό αγοραστή. Αυτό κάνει η κυβέρνηση μέσω του νομοσχεδίου με τίτλο «Απελευθέρωση αγοράς ενέργειας, εκσυγχρονισμός της ΔΕΗ, ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ και στήριξη των ΑΠΕ».
Όπως δηλώνεται ευθαρσώς στο ενημερωτικό σημείωμα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με το νομοσχέδιο «καταργείται η μονιμότητα για νεοπροσλαμβανόμενους και γίνονται ευέλικτες οι προσλήψεις». «Όλοι όσοι θα προσληφθούν στη ΔΕΗ εφεξής, δεν θα έχουν καθεστώς μονιμότητας όπως οι μέχρι σήμερα εργαζόμενοι (των οποίων το εργασιακό καθεστώς θα παραμείνει ως έχει), αλλά θα έχουν πιο ευέλικτες εργασιακές σχέσεις γιατί θέλουμε η ΔΕΗ να μπορεί να ανταγωνιστεί και να έχει το πνεύμα του ιδιωτικού τομέα» αναφέρει, μεταξύ άλλων, το υπουργείο.
Όπως τόνισε στο tvxs.gr, ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, Γ. Αδαμίδης, με το νομοσχέδιο «ακυρώνονται και διαλύονται οι συλλογικές συμβάσεις, καταργείται η πρόσληψη μέσω διαδικασιών ΑΣΕΠ και, το χειρότερο απ’ όλα, είναι ότι φέρνει πλέον ατομικές συμβάσεις στη ΔΕΗ και στον όμιλο, δημιουργώντας εργαζόμενους δύο ταχυτήτων και σε επίπεδο των τεχνητών αλλά και στο στελεχικό δυναμικό».
Το «φιλέτο» της διανομής
Η μελέτη σημειώνει πως, ο ιδιώτης «αξιοποιητής» «δεν προβαίνει σε σημαντικές νέες επενδύσεις αλλά εκμεταλλεύεται τις υπάρχουσες που έχει αποκτήσει σε χαμηλό τίμημα και με τη μείωση κυρίως του εργατικού κόστους αλλά και άλλων λειτουργικών δαπανών, σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμολογίων πώλησης μεγιστοποιεί το ιδιωτικό του κέρδος. Γι’ αυτό, εμπειρικά το ΑΕΠ δεν ενισχύεται από την πώληση δημόσιων επιχειρήσεων σε ιδιώτες και η απασχόληση δεν αυξάνεται σε αντίθεση με την ακραία φιλελεύθερη ρητορική».
Αυτό ακριβώς κάνει η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο. «Σαλαμοποιεί» υποδομές, κυρίως στη διανομή, οι οποίες δημιουργήθηκαν με χρήματα του ελληνικού λαού για να τις ξεπουλήσει στους ιδιώτες, οι οποίοι απλώς θα τις «ξεζουμίσουν».
‘Ετσι, όπως αναφέρει το υπουργείο, προβλέπεται μερική διάσπαση των κλάδων υποδομών, διεθνών έργων και εμπορίας της υφιστάμενης ΔΕΠΑ και έτσι, ιδρύονται δύο νέες εταιρείες, η ΔΕΠΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ Α.Ε και η ΔΕΠΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΡΓΩΝ Α.Ε., ενώ η παλαιά εταιρεία παραμένει ως ΔΕΠΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ Α.Ε.. Στη ΔΕΠΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ εντάσσεται η ΔΕΔΑ, η ΕΔΑ Αττικής και η συμμετοχή στην ΕΔΑ Θεσσαλονίκης – Θεσσαλίας και στη ΔΕΠΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ η ΕΠΑ Αττικής.
Στη συνέχεια, θα διενεργηθούν διεθνείς διαγωνισμοί από το ΤΑΙΠΕΔ για την πώληση:
- των συμμετοχών του στη ΔΕΠΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ (μέχρι 65%)
- των συμμετοχών του στη ΔΕΠΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ (μέχρι 65%).
Η διανομή είναι το οικονομικό «φιλέτο» που ορέγονται οι ιδιώτες. Ως προς αυτό, ο Γ. Αδαμίδης αναρωτιέται, ρητορικώς, στο Τvxs.gr, αφού η κυβέρνηση «έσωσε» τη ΔΕΗ, «τότε για ποιο λόγο να προχωρήσουμε στην ιδιωτικοποίηση του δικτύου διανομής;». «Γιατί θα πρέπει να ξεπουληθούν τα δίκτυα, τα οποία είναι και το μεγάλο περιουσιακό ατού της επιχείρησης; Μια δραστηριότητα μονοπωλιακή η οποία μόνο χρήματα φέρνει στη ΔΕΗ; Προφανώς για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα. Τα οποία πριν θέλανε τις λιγνιτικές μονάδες. Τώρα οι λιγνιτικές μονάδες είναι μη ανταγωνιστικές γιατί η αγορά δικαιωμάτων ρύπων έχει εκτιναχθεί. Είναι ένα ζήτημα το οποίο έχει συνδράμει στην οικονομική κατάσταση της εταιρείας, διότι η ΔΕΗ αγόραζε 4 ευρώ τον τόνο τα δικαιώματα ρύπων και τώρα αναγκάζεται να τα αγοράζει 28 ευρώ τον τόνο. Στη διανομή λοιπόν είναι η επόμενη μεγάλη αναπτυξιακή προοπτική, όπως οι έξυπνοι μετρητές, το γρήγορο δίκτυο 5G κ.α. Είναι επενδύσεις που έχουν μόνο κέρδη και μηδενικό ρίσκο, γι’ αυτό και θα ήθελαν να την πάρουν οι ιδιώτες».
Το ιδιωτικό «ξεζούμισμα» και το κράτος – «καθαρίστρια»
Η μελέτη του ΕΝΑ σημειώνει πως η διεθνής ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έπειτα από ένα κύκλο κερδοφορίας για τους ιδιώτες «αξιοποιητές» είναι πιθανό να επανεθνικοποιηθούν λόγω αναπτυξιακών σκοπών σε τίμημα πιθανότατα πολύ υψηλότερο από την πώληση τους. Με απλά λόγια, το δημόσιο σε πολλές περιπτώσεις καλείται να επαναγοράσει στο μέλλον την επιχείρηση που η ίδια η κοινωνία είχε χρηματοδοτήσει για την σύσταση και ανάπτυξη της σε υψηλότερο τίμημα από ότι πωλήθηκε.
Οπως σημειώνει σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο Τομεάρχης Οικονομίας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Παππάς, το φαινόμενο της επανακρατικοποίησης ή επαναδημοτικοποίησης είναι σύνηθες στη Γερμανία. Από το 2000 ώς σήμερα δεκάδες πόλεις επανέκτησαν τη διαχείριση της ενέργειας. Από τις 284 περιπτώσεις επαναφοράς υπό δημόσιο έλεγχο, 166 συμβάσεις παραχώρησης δικτύων ηλεκτροδότησης ή αερίου σε ιδιώτες και 9 άδειες παρόχου ηλεκτρικού ρεύματος διακόπηκαν και δόθηκαν ξανά στους δήμους. Την ίδια στιγμή, δημιουργούνταν 109 νέες δημοτικές εταιρείες ηλεκτρισμού/αερίου και παροχής.
Οι Γερμανοί, όπως και άλλοι λαοί ανά την υφήλιο, έζησαν τα «καλά» των ιδιωτικοποιήσεων, όπως:
- Την κατάργηση τιμολογιακών πολιτικών που δεν συνάδουν με την αρχή της κοστοστρέφειας, αλλά και την υπέρμετρη αύξηση των τιμών.
- Την κατάτμηση της ζήτησης με βάση τα εισοδηματικά χαρακτηριστικά των πελατών (άρση προοδευτικότητας).
- Την υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
- Την ανάθεση εργασιών σε εργολάβους και την «ιδιωτικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων.
Η ιδιωτικοποίηση, σημειώνει η μελέτη θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγή, παροχή και τιμολόγηση του ηλεκτρικού ρεύματος. Σχετικά με τη ΔΕΗ προκύπτουν δυο βασικά ερωτήματα που πρέπει να αναδειχθούν:
- Τι είδους αγαθό είναι η ηλεκτρική ενέργεια;
- Ποια είναι η σχέση της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής ωφέλειας;
«Το ηλεκτρικό ρεύμα μπορεί να ιδωθεί ως ένα αναγκαίο κοινωνικό αγαθό. Είναι δηλαδή αγαθό αναγκαίο για την ομαλή εξέλιξη και συνοχή της κοινωνίας (…) Η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας πέρα από την ανάπτυξη είναι απαραίτητη για την κοινωνική ευημερία και την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών. Για αυτό θα πρέπει να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη προσφορά της, καθολικά, με χαμηλό τίμημα Αυτή η συνθήκη δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί με την απουσία του Δημόσιου» υπογραμμίζει η μελέτη.
Η ιδεολογική χρεοκοπία του φιλελευθερισμού
Το φιλελεύθερο επιχείρημα είναι ότι το «κράτος» θα επιβάλει στην ιδιωτική επιχείρηση να εφαρμόσει κανόνες κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο, η ιστορία μας έχει διδάξει το αντίθετο. «Οι ιδιωτικοποιήσεις συνεπικουρούνται από ένα νομοθετικό πλαίσιο ευελιξίας και απορρυθμίσεων καθώς επίσης την άρση της κοινωνικά ανταποδοτικής πολιτικής».
Ο πιο παλιός και δοκιμασμένος τρόπος να πουλήσεις μια κρατική επιχείρηση, είναι να υπονομεύσεις και να απαξιώσεις στα μάτια της κοινωνίας τον δημόσιο χαρακτήρα της, προσπερνώντας το εύλογο ερώτημα, για ποιο λόγο ο ιδιώτης να δώσει τα λεφτά του για κάτι που έχει το «μαύρο» του το «χάλι».
Ως προς αυτό το ΕΝΑ αναφέρει, ότι «στο επίπεδο της κοινωνίας, η εμφανιζόμενη ως αναγκαιότητα των ιδιωτικοποιήσεων έχει εμπεδωθεί με την επιβολή της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσω διαφόρων μηχανισμών που καλλιεργούνται επί μακρόν και στηρίζεται πολλές φόρες σε πραγματικές παθογένειες της υφιστάμενης κατάστασης. Ωστόσο, το ιδεολόγημα της αναγκαιότητας των ιδιωτικοποιήσεων επισπεύδεται με το επιχείρημα της “αποτελεσματικότητας” και της “εξυγίανσης”.».
Το κυρίαρχο φιλελεύθερο επιχείρημα βασίζεται στη λογική του ό,τι είναι υπό δημόσιο έλεγχο είναι απαραίτητα αντιπαραγωγικό σε όρους κερδοφορίας. Συνεπώς, πρέπει να εκχωρηθεί – έναντι υψηλότερου ή χαμηλότερου αντιτίμου ανά περίσταση – στον ιδιώτη. Όμως, «οι οπαδοί αυτής της άποψης ξεχνούν να απαντήσουν αφενός το ποιος καρπώνεται τα κέρδη αφετέρου το ότι δεν μπορούν όλα τα αγαθά (όπως το αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας) να ρυθμίζονται από την ελεύθερη αγορά με βάση το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Επίσης, δεν απαντούν στο γεγονός των άτυπων ιδιωτικών καρτέλ, και στις αυξήσεις των τιμολογίων όταν αναγκαία κοινωνικά αγαθά ιδιωτικοποιούνται. Ειδικά στην περίπτωση της ΔΕΗ αναφερόμαστε στη συζήτηση προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός επί της ουσίας ιδιωτικού μονοπωλίου εξ αρχής».
Φυσικά οι φιλελεύθεροι δεν αναφέρονται στην έννοια της κοινωνικής ωφέλειας. «Η συνολική κοινωνική ωφέλεια υπερβαίνει την στενή έννοια του οικονομικού οφέλους, του κέρδους δηλαδή. Η κοινωνική ωφέλεια εμπεριέχει τις έννοιες του κράτους δικαίου και πρόνοιας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής συνοχής. Συνολικά, εκφράζεται από την αρχή της παροχής προς τον πολίτη ενός μίνιμουμ επιπέδου ευημερίας στο πλαίσιο μιας αξιοπρεπής διαβίωσης, όπως αυτή ορίζεται από τα εκάστοτε κοινωνικά πρότυπα διαβίωσης».
Στην περίπτωση της ΔΕΗ, η κοινωνική ωφέλεια κρίνεται ότι διασφαλίζεται με την υπό δημόσιο έλεγχο λειτουργία της.
Συμπέρασμα: Η πώληση των υπό δημόσιο έλεγχο επιχειρήσεων δεν θα ενισχύσει την ανάπτυξη. Παράλληλα θα μειώσει τα εισοδήματα των νοικοκυριών μέσα από την αύξηση των τιμολογίων και εν τέλει θα αυξήσει περαιτέρω την κοινωνική ανισότητα.