Θα είναι η τελευταία μεγάλη παράσταση εσωκομματικής ομοψυχίας πριν από τις εκλογές. Η «όλη ΝΔ» θα βρίσκεται εκεί, έτοιμη να ξεκινήσει – από την κορυφή έως τη βάση της πυραμίδας – τη μεγάλη εκστρατεία για την πολυπόθητη πολιτική αλλαγή. Εχει την αξία του ότι το πρώτο χειροκρότημα θα εισπράξει ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ο οποίος θα ανοίξει την τριήμερη διαδικασία ως πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του Συνεδρίου. Θα μπορούσε να είναι και το χειροκρότημα του αποχαιρετισμού, αφού ο επόμενος σταθμός για τον πρώην αρχηγό αναμένεται να είναι οι Βρυξέλλες.
Στην πραγματικότητα, πριν ακόμη ο Μεϊμαράκης απομακρυνθεί από το βήμα, θα αποδειχθεί ότι το Συνέδριο είναι του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ενα τριήμερο που θα επικυρώσει οριστικά και αμετάκλητα ότι όλες οι κινήσεις και οι αποφάσεις για τις θέσεις του στρατεύματος ανήκουν και εγκρίνονται αποκλειστικά από τον αρχηγό. Ο «καλός στρατιώτης και συνείδηση της βάσης» Μεϊμαράκης μπορεί να χρειάστηκε τον χρόνο του για να το αποδεχθεί, αλλά πλέον ομνύει σε μια εκλογική πανστρατιά που θα οδηγήσει τον Μητσοτάκη στο Μαξίμου.
Από την πλευρά του θα επιδιώξει να διαχειριστεί ένα νέο κεφάλαιο στην πολιτική διαδρομή του, που θα καλύπτεται από την τιμητική ιδιότητα του επικεφαλής της ομάδας των γαλάζιων ευρωβουλευτών. Εναλλακτικό σενάριο κι άλλος ρόλος για τον Μεϊμαράκη δεν υπήρχε.
Ακόμη και στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου εξακολουθούν να επενδύουν σε αναταράξεις στη δεξιά πλευρά του χάρτη, αναγνωρίζουν ότι οι κινήσεις αφοπλισμού των πρώην (και πολύ περισσότερο του βασικού εσωκομματικού αντιπάλου του), υπήρξαν από την πλευρά του Μητσοτάκη ιδιαίτερα ζυγισμένες. Στην ιστορία της ΝΔ, οι εσωκομματικές αναμετρήσεις συνήθως οδηγούσαν σε εξοβελισμούς και νέους κομματικούς σχηματισμούς. Ο Κωστής Στεφανόπουλος δημιούργησε τη ΔΗΑΝΑ, η Ντόρα Μπακογιάννη τη Δημοκρατική Συμμαχία, ο Γιώργος Σουφλιάς είχε διαγραφεί και κάποιοι δεν αποκλείουν στις τραυματικές κάλπες του 2000 να ψήφισε Σημίτη.
Ο Μεϊμαράκης δεν εξοστρακίστηκε, έστω κι αν η μετοίκηση στην Ευρωβουλή ερμηνεύεται από ορισμένους ως τιμητική αποστρατεία. Η κίνηση, ωστόσο, εξασφαλίζει για τον Μητσοτάκη έναν Μεϊμαράκη ενεργό και, μάλιστα, για μια κάλπη όπου είθισται τα ποσοστά αποχής να είναι αυξημένα. Εάν ο Τσίπρας αποφασίσει να τερματίσει το χρονόμετρο των εθνικών εκλογών, η εμφάνιση της ΝΔ στις κάλπες του προσεχούς Μαΐου πρέπει να είναι σαρωτική.
Ο Μητσοτάκης γνωρίζει καλά ότι η διαχείριση των πρώην και γενικότερα των στελεχών που επί χρόνια βρίσκονταν σε περίοπτη θέση στην κομματική βιτρίνα, ήταν πάντοτε ένα στοίχημα για κάθε ηγεσία. Ηταν κάτι, ας πούμε, που δεν είχε ζυγίσει καλά ο Καραμανλής στην πρώτη τριετία στο κομματικό τιμόνι, μετά την επικράτηση στο συνέδριο του 1997. Κάπως έτσι, ο Μεϊμαράκης αφέθηκε να ξεθυμάνει και οι φίλοι του, ακόμη και τα πρόσωπα της δική του «αυλής», όπως – για παράδειγμα – ο Θόδωρος Αμπατζόγλου που διεκδικεί τον Δήμο Αμαρουσίου, να βρουν τον δικό τους βηματισμό. Ενα «αντάρτικο» από τον «Βαγγέλα» θα άνοιγε πληγές και προσέφερε άλλοθι σε άλλους διαφωνούντες.
Από μόνοι τους, η Κατερίνα Παπακώστα ή ο Βαγγέλης Αντώναρος δεν μπορούν να προκαλέσουν ούτε αμυχή. Ακόμη κι αν δεν φύγουν από το κόμμα, όσοι περνούν σε δεύτερο πλάνο δεν πρέπει να μπλοκάρουν μια κομματική συστράτευση την ώρα των εκλογών. Αλλά ούτε και ο νέος ρόλος που θα τους ανατεθεί να θέτει υπό αμφισβήτηση τον κυρίαρχο ρόλο της νέας ηγεσίας.
Είναι προφανές ότι στον τρίτο όροφο της Πειραιώς οι αποφάσεις για τον Μεϊμαράκη, τον Σαμαρά, ακόμη και για την Ντόρα, λαμβάνονται και με το βλέμμα στη μετεκλογική εποχή. Το πεδίο πρέπει να είναι καθαρό. Με τα χειροκροτήματα κάθε γαλάζιας φυλής, το Συνέδριο της επόμενης εβδομάδας θα επικυρώσει την ηγεμονία Μητσοτάκη.