Η εκμετάλλευση μιας θεσμικής θέσης για προσωπικό πλουτισμό, σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, είναι από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα των σύγχρονων κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Όπως το θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση, «ένας ευρέως αποδεκτός ορισμός της διαφθοράς είναι “κατάχρηση εξουσίας για ιδιωτικό όφελος”. Παρότι στον ορισμό αυτό περιλαμβάνεται και ο ιδιωτικός τομέας, η διαφθορά νοείται εν γένει ότι καλύπτει την κατάχρηση της θέσης την οποία κατέχει κάποιος εντός της δημόσιας διοίκησης ή των σχέσεων που διατηρεί με αυτήν με σκοπό την εξασφάλιση αδικαιολόγητων οφελών για τον ίδιο ή για κάποιον τρίτο».
Το παραπάνω απόσπασμα από το θεματικό ενημερωτικό δελτίο της Κομισιόν, του 2017, για την καταπολέμηση της διαφθοράς, συνοψίζει, κατά κάποιον τρόπο, το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο χτίστηκε το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη μετά την Γαλλική Επανάσταση, με τον «απόηχο» των ιδεών του Διαφωτισμού να «στοιχειώνει» μέχρι σήμερα το θεσμικό πλαίσιο που δηλώνει ως πρόθεσή του την διευθέτηση των σχέσεων του κράτους, των λειτουργών του και της πολιτικής, με το ιδιωτικό συμφέρον. Το αν τα καταφέρνει, είναι μια άλλη ιστορία,
Ως είθισται και με άλλα ζητήματα που ρυθμίζουν τις παραπάνω σχέσεις, η ελληνική εκδοχή του αστικού πολιτικού συστήματος εξακολουθεί να προσπαθεί να ανακαλύψει την «Αμερική» και στην αντιμετώπιση της κατάχρησης εξουσίας για ιδιωτικό όφελος, υπονομεύοντας, επικίνδυνα, την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους θεσμούς – από τη Βουλή μέχρι και τη Δικαιοσύνη – και στην ικανότητά τους να προστατεύουν και να αυτοπροστατεύονται. Ο περίφημος νόμος περί ευθύνης υπουργών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Κάθε νόμος κρίνεται καταρχήν σε σχέση με την συνταγματικότητα του. Αν και κατά πόσο, δηλαδή, απηχεί τις συνταγματικές επιταγές και κινείται εντός των ορίων τους. Η ιδιαιτερότητα του εν λόγω νόμου έγκειται στο γεγονός πως αποτελεί εκτελεστική εφαρμογή, όχι απλά μιας γενικής συνταγματικής αρχής, αλλά συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος, εν προκειμένω του Άρθρου 86, το οποίο είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στη δίωξη κατά μελών της κυβέρνησης. Συνεπώς, για να αλλάξει ο νόμος, πρέπει να αλλάξει το συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος για την ποινική ευθύνη των υπουργών, το οποίο βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής για τη Συνταγματική Αναθεώρηση.
Το εν λόγω άρθρο ορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινηθεί ο νομοθέτης, αφού προβλέπει συγκεκριμένες διαδικασίες και χρονοδιαγράμματα, ξεκαθαρίζοντας εξαρχής, πως «μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει».
Η ιδεολογική διαμάχη γύρω από αυτό το άρθρο εκκινείται από το τι θέση παίρνει κάθε πολιτική δύναμη στο ζήτημα της ισότητας των πολιτών ανεξάρτητου ιδιότητας, έναντι του νόμου. Η διαμάχη αυτή αυτή εκφράζεται από ζητήματα ερμηνείας της συνταγματικής πρόβλεψης για την δίωξη υπουργών, μέχρι την συνολική κατάργησή της. Σε αυτό που φαίνεται όμως να συμφωνούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, είναι η κατάργηση, στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης, της αποσβεστικής προθεσμίας για τα αδικήματα των υπουργών, δηλαδή στην αλλαγή του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του Άρθρου 86, σύμφωνα με την οποία, «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Με την κατάργηση αυτής της πρόβλεψης, θα ισχύει και για τους υπουργούς η ίδια ποινική διαδικασία που προβλέπεται για όλους τους πολίτες.
Αντίθετα, ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις υπάρχουν πάνω στο ζήτημα του είδους των υπουργικών αδικημάτων που θα διώκει η Βουλή. Για τον ΣΥΡΙΖΑ η ισχύουσα διάταξη θέτει ένα «προστατευτικό πλαίσιο που προκαλεί εύλογη καχυποψία σε βάρος του πολιτικού κόσμου και οδηγεί στην απαξίωση της πολιτικής» και θεωρεί ότι «αυτή η προκλητική ατιμωρησία των πολιτικών είναι που εξέθρεψε το τέρας της ακροδεξιάς».
ΣΥΡΙΖΑ: Όχι στην ατιμωρησία
Στην πρώτη αναθεωρητική Βουλή, ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε να προστεθεί ερμηνευτική δήλωση που να διευκρινίζει ότι στα υπουργικά αδικήματα δεν περιλαμβάνονται όσα τελέστηκαν απλώς επ’ ευκαιρία της άσκησης υπουργικών καθηκόντων. Κι ότι αυτά, επομένως, ιδίως πράξεις δωροδοκίας, διώκονται από τη Δικαιοσύνη, όχι από τη Βουλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι αυτό προκύπτει ήδη ερμηνευτικά από την ισχύουσα ρύθμιση. Είναι όμως σημαντικό να διευκρινιστεί, «για να αποκλείσουμε διαπαντός αντίθετες ερμηνευτικές κατασκευές και να κλείσουμε “παραθυράκια” που μπορεί να σκεφτούν να ανοίξουν κάποιοι. Και, κυρίως, για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα οδηγηθούν στην ατιμωρησία τετελεσμένες ήδη πράξεις δωροδοκίας».
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι η άρνηση της Νέας Δημοκρατίας να ενσωματώσει στο Σύνταγμα «τη στοιχειώδη και αυτονόητη αυτή ρήτρα, θα αποτελέσει, με ευθύνη των βουλευτών της συμπολίτευσης, βαρύ πλήγμα για το πολιτικό σύστημα». «Θα εμπεδώσει στην κοινή γνώμη την υπόνοια της διατήρησης αδικαιολόγητων προνομίων για το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Η Βουλή και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του έχουν την ευκαιρία να δώσουν με την προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης ένα καθαρό σήμα: ότι σε οποιαδήποτε υπόθεση δωροδοκίας υπάρχουν υπόνοιες για πολιτικά πρόσωπα, η Δικαιοσύνη θα μπορεί απερίσπαστη να τις διερευνήσει, όπως κάνει με τον κάθε πολίτη. Και δεν θα εξαναγκάζεται να θέτει στο αρχείο υποθέσεις που έχουν συνταράξει την ελληνική κοινωνία, όπως η υπόθεση Novartis.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, σημειώνουν οι ίδιες πηγές,«έχει τη βαριά ευθύνη να αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά του». «Και οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, με επιστολή του στον Πρόεδρο της Επιτροπής Αναθεώρησης, ζήτησε προ ημερών το αυτονόητο: να γίνει από όλους δεκτή η ερμηνευτική αυτή δήλωση.
Η κυβέρνηση, όμως, και η πλειοψηφία που τη στηρίζει, κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όπως σημειώνουν πηγές του ΣΥΡΙΖΑ: «Μόλις προχτές, προκαλώντας αντιδράσεις, εντός και εκτός της χώρας, ψήφισαν ποινικές αμνηστεύσεις για τους τραπεζίτες και αποδέσμευση των λογαριασμών των ερευνώμενων σε υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Ατυχώς για τη Νέα Δημοκρατία, ο Κωνσταντίνος Φρουζής, πρώην επικεφαλής της Novartis και πρωταγωνιστής του σκανδάλου της φαρμακοβιομηχανίας, ήταν αποκαλυπτικός στην επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης. Παραδέχθηκε πως θα κάνει χρήση της συγκεκριμένης διάταξης. Ούτε καν το δημοσίευμα των Financial Times πτοεί την κυβέρνηση, κι ας διασύρει διεθνώς τη χώρα και εκθέτει ανεπανόρθωτα όχι μόνο τη Νέα Δημοκρατία και το ΚΙΝΑΛ, αλλά, δυστυχώς, ολόκληρο το ελληνικό πολιτικό σύστημα». «Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετατρέπει την Ελλάδα σε “πλυντήριο” βρώμικου χρήματος», έγραψαν χαρακτηριστικά οι Financial Times.
«Και τώρα έρχεται η αναιτιολόγητη απόρριψη της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 86», αναφέρουν οι ίδιες πηγές και συνεχίζουν: «Σχετικά με αυτό, ο Αλέξης Τσίπρας έχει υποβάλει επίκαιρη ερώτηση στον κ. Μητσοτάκη. Ελπίζουμε, όταν το πρόγραμμά του το επιτρέψει, να έρθει στην Βουλή και να απαντήσει. Μέχρι τότε θα παραμένει αμήχανος και εκτεθειμένος. Η Νέα Δημοκρατία θεωρεί “ανούσια και νομικά ανυπόστατη ερμηνευτική πρόταση” του ΣΥΡΙΖΑ, διότι, “είναι νομικά αδύνατον να αποκτήσει αναδρομική ισχύ οποιαδήποτε ποινική διάταξη, ακόμη και μέσω του Συντάγματος (…)”».
Στην επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Αναθεώρησης ο Αλέξης Τσίπρας σημείωνε: «Δεδομένου ότι η ειδική ποινική μεταχείριση των υπουργικών αδικημάτων πρέπει να ερμηνεύεται στενά, ως εξαίρεση από την κοινή δικαιοδοσία, στο άρθρο 86 υπάγονται μόνο τα υπουργικά αδικήματα με τη στενή έννοια του όρου, κι όχι όσα τελούνται απλώς επ’ ευκαιρία της άσκησης υπουργικών καθηκόντων. Γι’ αυτά διευκρινίζεται και επιβεβαιώνεται με την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης ότι διώκονται κατά την κοινή νομοθεσία, δηλαδή με τον ίδιο τρόπο όπως για όλους τους πολίτες.
Αυτή η απλώς επιβεβαιωτική, από τυπική-νομική άποψη, ερμηνευτική δήλωση έχει μέγιστη σημασία από πολιτική άποψη, καθώς αποτυπώνει τη βούληση του πολιτικού συστήματος να ανακτήσει την αξιοπιστία του, ανταποκρινόμενο σε ένα πάνδημο κοινωνικό αίτημα, στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και στη θεμελιώδη αρχή της ισονομίας των πολιτών. Αντιθέτως, η άρνηση της Βουλής να ενσωματώσει την αυτονόητη αυτή ρήτρα στο συνταγματικό κείμενο θα αποτελέσει, με ευθύνη των βουλευτών της συμπολίτευσης, βαρύ πλήγμα για το πολιτικό σύστημα, καθώς θα εμπεδώσει στην κοινή γνώμη την υπόνοια της διατήρησης αδικαιολόγητων προνομίων για το πολιτικό προσωπικό της χώρας.».
Ένα τέτοιο βαρύ πλήγμα έλαβε χώρα με τη δικαστική απόφαση για την Siemens με την οποία απαλλάχθηκε ο Θόδωρος Τσουκάτος λόγω παραγραφής του αδικήματος, παρά το γεγονός πως παραδέχτηκε στην κατάθεσή του πως είχαν δοθεί μίζες στον ΠΑΣΟΚ. Σε σχετικό σχόλιο του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνεται, ότι «την ώρα που ο κ. Τσουκάτος, που ομολόγησε ότι πήγε ένα εκατ. μάρκα από μίζα της Siemens στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ – ενώ άλλοι έπαιρναν ως δωρεές τηλεφωνικά κέντρα από τον καταδικασθέντα κ. Χριστοφοράκο – απηλλάγη λόγω παραγραφής, ΝΔ και ΚΙΝΑΛ αρνούνται να ψηφίσουν την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ με την οποία κλείνει κάθε ερμηνευτικό παράθυρο για παραγραφή του αδικήματος της δωροδοκίας για υπουργούς».
ΚΚΕ: Να καταργηθεί το Άρθρο 86 – Ποια η θέση του ΜΕΡΑ25
Για το ΚΚΕ, το οποίο είναι επίσης υπέρ της κατάργησης της αποσβεστικής προθεσμίας παραγραφής των αδικημάτων είναι «υπερώριμο το αίτημα για κατάργηση του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών, διότι δεν θα πρέπει να υπάρχει ανισότιμη μεταχείριση ενός υπουργού από έναν απλό πολίτη σε ό,τι αφορά ποινικές υποθέσεις». Όπως σημείωσαν οι βουλευτές στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος της Βουλής ήδη από πέρυσι η ανισότιμη μεταχείριση δεν έχει να κάνει μόνο με την αποσβεστική προθεσμία, αλλά και με το ρόλο της Βουλής, δηλαδή της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, που μπορεί να ασκεί ποινική δίωξη ή να ανακαλεί δίωξη.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο ΓΓ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας σημείωσε ότι «δεν έχει καμιά δουλειά η Βουλή να γίνεται προανακριτική επιτροπή, να γίνεται δικαστήριο, να ρυθμίζει όλα τα ζητήματα, τα οποία πρέπει να φύγουν απ’ την αρμοδιότητα της Βουλής. Οι υπουργοί πρέπει να ελέγχονται και να λογοδοτούν απ’ τη Δικαιοσύνη όπως και ο κάθε Ελληνας πολίτης, δεν έχουν τίποτα παραπάνω οι υπουργοί (…) Στην ουσία, η μικρή υποτίθεται βελτίωση, που εμπεριέχει η πρόταση των άλλων κομμάτων, δεν λύνει το βασικό πρόβλημα ότι πρέπει να τελειώσει, να καταργηθεί αυτό το άρθρο».
Το ΜΕΡΑ25 είναι υπέρ της κατάργησης της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας της παραγραφής των αδικημάτων των υπουργών, «και η δίωξη και οι λοιπές δικαστικές διαδικασίες που τους αφορούν υπάγονται στην τακτική δικαιοσύνη χωρίς άδεια της Βουλής».