Η πρόθεση της κυβέρνησης και του Αλέξη Τσίπρα να προχωρήσει με τον τερματισμό του μνημονίου τον Αύγουστο στην επαναφορά του κατώτατου μισθού προχώρησε σήμερα η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, προαναγγέλλοντας τη σχετική πρωτοβουλία.
Η στοχοθεσία για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ μνημονίων επίπεδα, που αποτελούσε εκ των ων ουκ άνευ στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης αλλά ανακόπηκε από τον μνημονιακό συμβιβασμό της κυβέρνησης το καλοκαίρι του 2015, δεν είναι ούτε τυχαία ούτε έωλη.
Ήδη ο Αλέξης Τσίπρας από τη Λισαβόνα είχε κάνει εκτενή αναφορά στο «δεδικασμένο» της Πορτογαλίας, που με την έξοδό της από το Μνημόνιο είχε προχωρήσει στην επαναφορά του κατώτατου μισθού, ξηλώνοντας έναν από τους πρώτους μνημονιακούς νόμους που οι δεξιές κυβερνήσεις με το πρόσχημα των δανειστών επέβαλαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Πορτογαλία.
Στο πλαίσιο αυτό αποκτά ειδική βαρύτητα η αναφορά του κυβερνητικού εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, ο οποίος έχει τονίσει πως όσο η χώρα βαδίζει εκτός προγραμμάτων προσαρμογής, τόσο πιο ευδιάκριτες θα είναι και οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, καθώς εκπροσωπούν δύο εντελώς διαφορετικά παραγωγικά μοντέλα, δύο διαφορετικούς κόσμους.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τον τομεα των εργασιακών δεν θα μπορούσε να υπάρξει για το Μέγαρο Μαξίμου, κάτι το οποίο γνωρίζουν όλοι πολύ καλά στο κυβερνητικό επιτελείο, καθώς εκεί αποτυπώνεται η βάση πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί η «δίκαιη ανάπτυξη προς όφελος των πολλών» δηλαδή η βελτίωση της διαπραγματευτικής δυνατότητας των εργαζομένων.
Ως εκ τούτου, ο Αύγουστος του 2018 δεν θα σημάνει μονάχα τον τερματισμό του Μνημονίου αλλά και το σημείο καμπής, πάνω στο οποίο η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να δώσει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική στην αποκλιμάκωση της ψαλίδας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.
Με τον τρόπο αυτό το Μέγαρο Μαξίμου σταδιακά αρχίζει να ξεδιπλώνει πτυχές της post memorandum περιόδου διακυβέρνησης και των προτεραιοτήτων του σε αυτή τη μεταμνημονιακή εποχή.
Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων από το Σεπτέμβρη του 2018, την οποία καταψήφισε η ΝΔ συστοιχιζόμενη με την ελίτ των βιομηχάνων σε συνδυασμό με την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ μνημονίων επίπδα – με την ταυτόχρονη κατάργηση του υπερκατώτατου μισθού για τους νεοεισερχόμενους ως 25 ετών που άφησε να εννοηθεί ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας κατά την ομιλία του στη Βουλή για τον προϋπολογισμό – και με δεδομένη τη διαρκή αποκλιμάκωση της ανεργίας που σπάει καθοδικά το 20% από το 27% του 2015 συνθέτουν το κυβερνητικό αφήγημα πάνω στο οποίο στοχεύει να στηριχθεί ο Αλέξης Τσίπρας στην τελική ευθεία για τις κάλπες του 2019.
Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν αναμένεται να έρθει ως μάννα εξ ουρανού και επ’ ουδενί χωρίς αντιδράσεις τόσο από τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα στο εσωτερικό όσο και από τις τάξεις των δανειστών στο εξωτερικό.
Με λίγα λόγια ο κ. Τσίπρας εισέρχεται στην τελική ευθεία μίας διαπραγμάτευσης, όπου εκτός από τους εξωγενείς παράγοντες των δανειστών και ο ίδιος θα βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του του πρώτου εξαμήνου διακυβέρνησης. Δεν είναι τυχαία η αναφορά κορυφαίου κυβερνητικού αξιωματούχου ο ο οποίος τόνιζε πως «ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συγκριθεί και να «μετρηθεί» μονάχα με τον εαυτό του», παραπέμποντας έτσι στις προοδευτικές εκείνες πολιτικές που οφείλει να υλοποιήσει απαγκιστρωμένος πλέον από τα σκληρά μνημονιακά δεσμά.
Η έκβαση της πολυπαραγοντικής διαπραγμάτευσης στην οποία εισέρχεται το Μέγαρο Μαξίμου είναι εν πολλοίς και αυτή που θα κρίνει τόσο το χρόνο όσο και το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών, τις οποίες ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να παραπέμψει στο Σεπτέμβρη του 2019 με τη λήξη της θητείας της κυβέρνησης και με τη χώρα εκτός μνημονίου για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια.
Και τούτο γιατί από την επίμαχη διαπραγμάτευση και τη στάση του Ταμείου εξαρτάται όχι μόνο η υλοποίηση ή μη των ψηφισμένων μέτρων μείωσης συνταξιοδοτικής δαπάνης για το 2019, τα οποία σύμφωνα με πληροφορίες τελούν υπό αίρεση εάν αποσυρθεί το ΔΝΤ, αλλά και το περιθώριο ανάληψης των πολιτικών και κοινωνικών εκείνων πρωτοβουλιών που θα μπορέσουν να εντείνουν τη δυναμική μείωσης της δημοσκοπικής ψαλίδας που καταγράφεται σε όλες τις σφυγμομετρήσεις.
Τροχάδην για την τελική μάχη
Η επιστροφή από την ολιγοήμερη ανάπαυλα των Χριστουγέννων θα βρει το σύνολο της κυβέρνησης σε συναγερμό προκειμένου να ολοκληρωθούν όλα τα προαπαιτούμενα για το τυπικό κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, μία εβδομάδα πριν το πρώτο προγραμματισμένο Eurogroup του έτους στις 22 του μήνα.
Τούτων δοθέντων η κυβέρνηση είναι έτοιμη να φέρει το σύνολο των προαπαιτουμένων σε ένα πολυνομοσχέδιο, προκειμένου αυτό να έχει ψηφιστεί μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Γενάρη. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν πως πιθανότατα ακόμα και την εβδομάδα των Θεοφανείων να ανοίξει η Βουλή προκειμένου να ξεκινήσει η συζήτηση του πολυνομοσχεδίου στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές.
Η απουσία – για πρώτη φορά – επιπρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων στη διαδικασία ολοκλήρωσης αξιολόγησης προϊδεάζει για ομαλή ψήφιση χωρίς φόβο για τυχόν διαφοροποιήσεις για την κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία μετά και την ψήφιση του προϋπολογισμού και από την ανεξάρτητη Θ. Μεγαλοοικονόμου βρίσκεται σε… αυξητική πορεία.
Η σπουδή του Αλέξη Τσίπρα και του οικονομικού επιτελείο για την τάχιστη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης ωστόσο δεν αφορά την αξιολόγηση καθαυτή όσο τη μεγάλη συζήτηση που θα εντατικοποιηθεί την επομένη και θα αφορά στη μεταμνημονιακή πορεία της χώρας μετά τον Αύγουστο του 2018 και τη λήξη του μνημονίου.
Τα σενάρια για νέα προγράμματα δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται από πουθενά, τόσο στις τάξεις των δανειστών όσο και εντός της κυβέρνησης, με μοναδική παραφωνία να παραμένει ο «χρησμός» του κεντρικού τραπεζίτη, Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος τάχθηκε ανοιχτά υπέρ ενός… προληπτικού μνημονίου σε γραμμή πολιτικής στήριξης του Κυριάκου Μητσοτάκη, προκαλώντας την πρωτοφανούς έντασης αντίδραση του Μεγάρου Μαξίμου.
Με τον τρόπο αυτό το κυβερνητικό επιτελείο, προσδοκώντας – με τη αναπάντεχα θετική ανταπόκριση των αγορών – σε καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα τον ερχόμενο Αύγουστο, εισέρχεται στη μητέρα των μαχών που δεν είναι άλλη από τη διαπραγμάτευση για την περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, το ρόλο του ΔΝΤ στο πρόγραμμα και την περαιτέρω ομαλοποίηση του προφίλ του ελληνικού χρέους, μέσα από νέα ομόλογα, ώστε μέχρι τον Αύγουστο να διασφαλιστεί η αυτοδύναμη και απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές χρήματος και ο τερματισμός του δανεισμού από τον επίσημο τομέα.