ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗ επίθεση στη Βιέννη τα Χριστούγεννα

Τέλη Ιουλίου 2018. Μόλις είχα ολοκληρώσει τη συγγραφή του βιβλίου «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία – Αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών» που πρόσφατα κυκλοφόρησε με έναν βαρυσήμαντο πρόλογο του Ευάγγελου Βενιζέλου. Ζήτησα τη γνώμη ενός από τους τελευταίους σοφούς των Αθηνών. Τον θεωρώ τον σημαντικότερο εν ζωή εκπρόσωπο της διπλωματικής σχολής ορθολογισμού, γνώσης και σκέψης, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ασφαλώς δεν είναι ο επί παντός επιστητού ακτιβισμός. Ακόμη δε λιγότερο, ο με κάθε τίμημα συμβιβασμός.

Πολλά θα είχαν να ωφεληθούν οι γεμάτοι αυτοπεποίθηση διπλωματικοί/πολιτικοί παντογνώστες αν ζητούσαν τη γνώμη του. Με ενθάρρυνε να προχωρήσω. Κοινή ήταν η διαπίστωσή μας ότι με ή χωρίς συμφωνία οι γείτονές μας δύσκολα θα απαρνηθούν τον μακεδονισμό και τα θεμελιώδη συστατικά του (γλώσσα, εθνότητα).

Ο χθεσινός τίτλος της «Κ» είναι αναμφίβολα ορθός. Με μία ίσως παρατήρηση. Το πρόβλημα δεν αναδύθηκε τώρα, ούτε καν περιορίζεται μόνο στις δηλώσεις του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ και του πολύπειρου υπουργού Εξωτερικών Νίκολα Ντιμιτρόφ. Ο κ. Ζάεφ επανέλαβε με ενοχλητικότερα, με πλέον άμεσα και επιτέλους από όλους κατανοητά λόγια και έργα αυτά που συνόψισε με τις δηλώσεις του, που έμειναν έκτοτε αναπάντητες, στις 17 Ιουνίου στην Πρέσπα (Οτέσεβο).

Η γενεσιουργός αιτία είναι η ίδια η συμφωνία των Πρεσπών. Τα όσα σήμερα ανακαλύπτουμε, μόνο έκπληξη δεν αποτελούν. Ειδικά σε σχέση με τη μακεδονική (macedonian) γλώσσα και ιθαγένεια/εθνότητα/υπηκοότητα, που αποτελούν την «αχίλλειο πτέρνα» της συμφωνίας, όπως σημειώνω στο επίμετρο του βιβλίου.

Ειδικότερα, ότι: «…Μείζονος σημασίας είναι η διεθνής πτυχή της συμφωνίας. Αφορά στη θεμελιωδώς διαφορετική ερμηνεία των συστατικών της μακεδονικής ταυτότητας όρων (γλώσσα, ιθαγένεια/ υπηκοότητα/εθνικότητα) μεταξύ των δύο συμβαλλομένων στην συμφωνία μερών. Υπάρχει τη στιγμή αυτή σαφής ως προς την ερμηνεία διαφορά μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, της Ελλάδος και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η εκ διαμέτρου αντίθετη πλέον επίσημη και δημόσια ερμηνεία φοβούμαι ότι ενισχύει και εμβαθύνει τις εκτιμήσεις και φόβους εκείνων που αμφισβητούν τη βιωσιμότητα της συμφωνίας. Κυρίως όμως αποδυναμώνει την εμβέλειά της. …Στην καλύτερη περίπτωση θα πορευόμαστε με μία συμφωνία η οποία, ας το ομολογήσουμε, με την επιτυχή επίλυση του ονοματολογικού ελαφρύνει μεν τα βάρη και της ελληνικής πολιτικής, μεταφέρει όμως ταυτόχρονα στις επόμενες γενιές τις σύγχρονες βασικές γενεσιουργές προκλήσεις του μακεδονικού ζητήματος. Εύχομαι και ελπίζω να κάνω λάθος…».

Από το 1991 μέχρι και τον Ιούνιο του 2018 είναι δημόσια και επίσημα καταγεγραμμένες οι θέσεις όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων, όλων ανεξαιρέτως των πρωθυπουργών, υπουργών Εξωτερικών και διπλωματών. Αυτούς που κάποιοι σήμερα με καιροσκοπική επιπολαιότητα και ιδιοτελή πολιτικά/κομματικά κίνητρα χαρακτηρίζουν εθνικιστές, ακροδεξιούς, δειλούς, ανίκανους, ανήμπορους κ.λπ. Με θλίψη βλέπουμε οι ίδιοι χαρακτηρισμοί να απευθύνονται τώρα στα παιδιά και εγγόνια μας. Ειδικότερα, γράφω στο βιβλίο ότι «…από το 1991 μέχρι και την υπογραφή της συμφωνίας, ουδέποτε η Ελλάδα, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, είχε δεχθεί, με διμερή δεσμευτική συμφωνία μάλιστα, τη χρήση του όρου Macedonian προκειμένου για την ιθαγένεια/εθνότητα/εθνικότητα των Σλαβομακεδόνων. Αντιθέτως, συνεχείς ήσαν οι οδηγίες, τα διαβήματα και οι ενέργειες προκειμένου να μην περιλαμβάνεται σε κείμενα, εκθέσεις και ανακοινώσεις κρατών, οργανισμών και διασκέψεων όπου ήταν δυνατόν να προληφθεί, αποσοβηθεί ή διορθωθεί. Χωρίς να έχουμε πάντοτε κατανόηση, επιτυχία και ανταπόκριση. Αυτή είναι η αλήθεια…».

Ως βασική μου επιφύλαξη που αφορά τη συμφωνία (μακεδονική γλώσσα και μακεδονική ιθαγένεια/εθνικότητα) παρ’ όλες τις ρήτρες ασφαλείας του άρθρου 7 σημειώνω και τα εξής: Εδώ και 25 χρόνια, η θέση των Σκοπίων, ανεξαρτήτως κυβέρνησης και διαπραγματευτών, καθώς και του ιδίου του κ. Μάθιου Νίμιτς, όπως επιβεβαιώνεται από τις διαχρονικές του δημόσιες θέσεις και ανακοινώσεις, ήταν ότι «τα ζητήματα ταυτότητας (γλώσσα και εθνότητα) δεν αποτελούν αντικείμενο της διαπραγμάτευσης». Με άλλα λόγια, δεν επρόκειτο να κληθεί η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας/Βόρεια Μακεδονία να προβεί εν προκειμένω σε αλλαγές προκειμένου να ικανοποιηθεί η Ελλάδα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί τελικά συνομολογήσαμε μία συμφωνία η οποία περιέχει/επιβάλλει στην Ελλάδα τη ρητή αναγνώριση δύο θεμελιωδών συστατικών της μακεδονικής ταυτότητας;

Υπό ομαλές συνθήκες, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, η συμφωνία των Πρεσπών με τη σημερινή της τουλάχιστον μορφή δεν είναι δυνατόν να υποβληθεί προς κύρωση στη Βουλή των Ελλήνων. Αν παρά ταύτα έλθει, τότε θα ερμηνευθεί τόσο από την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας όσο και από τη διεθνή κοινότητα ότι η Ελλάδα, και μάλιστα η κυβέρνηση που τη συνομολόγησε, αποδέχεται και συμφωνεί με τη συνταγματική, πολιτική και νομική ερμηνεία που δίνει η γειτονική μας χώρα. Τυχόν μονομερείς ερμηνείες μας ουδεμία αξία…

Πηγή: http://www.kathimerini.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.