Με τις «Επιμέρους επείγουσες παρεμβάσεις» που κατέθεσε το υπουργείο Παιδείας στα ψηφισμένα πλέον νομοσχέδια του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και του υπουργείου Υγείας, εκτός από την τροπολογία για «εξπρές» αναγνώριση των πτυχίων Κολεγίων και ξένων Πανεπιστημίων (μια ιδιωτικοποίηση από το «παράθυρο», που βγάζει τη γλώσσα της στο Αρθρο 16 του Συντάγματος), περιλαμβάνεται και μια τροπολογία για τα μεταπτυχιακά προγράμματα.
Συγκεκριμένα, «με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επιδιώκεται η απλούστευση των διαδικασιών διαχείρισης των μεταπτυχιακών προγραμμάτων των Πανεπιστημίων, όπως αυτά προβλέπονται στον Ν. 4485/2017 προς τον σκοπό της προώθησης και διευκόλυνσης της έρευνας και της διδασκαλίας και της ενίσχυσης της αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων στο πλαίσιο της κατοχυρούμενης στο άρθρο 16 του Συντάγματος ακαδημαϊκής ελευθερίας.
»Ειδικότερα, καταργούνται διατάξεις που αφορούν θέματα αμοιβών των μελών ΔΕΠ και εν γένει του διδακτικού προσωπικού των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών, οι οποίες δημιουργούν υπέρμετρο διοικητικό φόρτο στις υπηρεσίες των Πανεπιστημίων και, ενίοτε, αποτρέπουν ικανούς επιστήμονες από τη διδασκαλία και την παροχή εξειδικευμένης γνώσης στους μεταπτυχιακούς φοιτητές. Περαιτέρω, διευκολύνεται η προσέλκυση καταξιωμένων επιστημόνων στα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, με την απαλλαγή από τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που έθετε το μέχρι σήμερα ισχύον πλαίσιο. Τέλος, καθίσταται ευέλικτο και πιο λειτουργικό το πλαίσιο τροποποίησης των προϋπολογισμών των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών, σε περίπτωση που η τροποποίηση αφορά ήσσονος σημασίας αναμόρφωση του προϋπολογισμού του ΠΜΣ».
Είναι σαφές ότι η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης και συρρίκνωσης του δημόσιου Πανεπιστημίου εντείνεται ταυτόχρονα και με την παραπάνω τροπολογία που αφορά την πλήρη απελευθέρωση της αμοιβής των διδασκόντων στα μεταπτυχιακά προγράμματα, που θα οδηγήσει στην επιβολή και αύξηση των διδάκτρων.
Η κατάσταση σήμερα
Κατακόρυφη αύξηση παρατηρείται στη ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές τα τελευταία χρόνια, με τους πτυχιούχους των ΑΕΙ να επιλέγουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, αφού, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές έχουν αυξηθεί κατά 25% σε σχέση με το 2016.
Το 2016 οι μεταπτυχιακοί φοιτητές ήταν 52.946, ενώ το 2012 σχεδόν ο μισός αριθμός (32.255). Η έκρηξη στη ζήτηση των μεταπτυχιακών άρχισε να φαίνεται σε εντυπωσιακό βαθμό από το 2016-17, όπου τα στατιστικά στοιχεία για το 2017 ανέφεραν ότι οι εγγεγραμμένοι μεταπτυχιακοί φοιτητές ήταν 66.295, αριθμός ο οποίος κατά το 2019 αυξήθηκε σημαντικά.
Παράλληλα, οι εγγεγραμμένοι μεταπτυχιακοί φοιτητές που πήραν πτυχίο, σε σχέση με το 2017, έφτασαν τους 15.292, όταν ο αντίστοιχος αριθμός πέντε χρόνια νωρίτερα ήταν 9.695.
Σήμερα λειτουργούν στα ΑΕΙ περισσότερα από 1.140 μεταπτυχιακά προγράμματα, εκ των οποίων μόνο 273 δεν έχουν δίδακτρα. Οσο για τον «τζίρο» των μεταπτυχιακών πανελλαδικά, υπολογίζεται ότι ξεπερνά τον χρόνο τα 40-45 εκατομμύρια ευρώ. Για να πάρει κανείς μόνο μια «γεύση» της εξέλιξης του μεταπτυχιακού πληθυσμού των ελληνικών Πανεπιστημίων, αρκεί να πούμε ότι μέσα σε μια εικοσαετία είχαμε πενταπλασιασμό των μεταπτυχιακών φοιτητών, ενώ την ίδια περίοδο οι προπτυχιακοί φοιτητές των ΑΕΙ-ΤΕΙ έμειναν περίπου οι ίδιοι.
Μια σημαντική πλευρά αυτής της «μεγαλόπνοης» αναδιάρθρωσης στο τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό τοπίο μένει στο περιθώριο της δημόσιας συζήτησης, αν και αποτελεί έναν από τους βασικούς πυρήνες των αλλαγών. Αναφερόμαστε στην αλλοίωση των ακαδημαϊκών χαρακτηριστικών της ανώτατης εκπαίδευσης.
Είναι πλέον ορατό διά γυμνού οφθαλμού ότι ένα νέο τοπίο έχει συγκροτηθεί στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση, μια νέα οροφή, που η μαζικότητα των «στηριγμάτων» της και το γεωγραφικό άπλωμά της οικοδομεί σταθερά έναν δεύτερο κύκλο σπουδών.
Bρισκόμαστε στα φύτρα μιας αναδυόμενης πραγματικότητας, όπου οι προπτυχιακές σπουδές, σε αρκετές περιπτώσεις, αποτελούν πλέον τον πρώτο κύκλο σπουδών στον οποίο συσσωρεύεται μια χαμηλής ποιότητας μαζική εκπαίδευση, χωρίς πόρους και υποδομές, αποκομμένη αναγκαστικά από το οξυγόνο της βασικής έρευνας και λειτουργικά προσαρμοσμένη στις φθηνότερες και προφανώς αναποτελεσματικότερες μορφές διδασκαλίας. Πάνω από τον πρώτο κύκλο έχει ήδη συγκροτηθεί (και δυναμώνει με ταχύτητα) ο δεύτερος κύκλος σπουδών, που δεν είναι άλλος από τον «γαλαξία» των μεταπτυχιακών προγραμμάτων με δίδακτρα.
Ουσιαστικά έχουν καθιερωθεί δύο Πανεπιστήμια: ένα προπτυχιακό και ένα Πανεπιστήμιο… μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Η απογείωση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων πριμοδοτείται από την προσπάθεια των πτυχιούχων να αυξήσουν το αντίκρισμα των τίτλων τους στην αγορά εργασίας, κοντολογίς, για καλύτερο «πλασάρισμα» στην αγορά εργασίας, καθώς το «εφόδιο» του μεταπτυχιακού τίτλου έρχεται να «ξαναμοιράσει την τράπουλα» στον χώρο της επαγγελματικής απόδοσης των τίτλων.
Εδώ και αρκετά χρόνια, σε πολλά πανεπιστημιακά Τμήματα, για να φτιαχτεί μεταπτυχιακό πρόγραμμα αφαιρέθηκαν μαθήματα από τον προπτυχιακό κύκλο (δηλαδή μαθήματα που παλαιότερα οι φοιτητές διδάσκονταν πριν από το πτυχίο τους) και μεταφέρθηκαν στο μεταπτυχιακό! Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, αντιγράφτηκαν μαθήματα του προπτυχιακού κύκλου για να διδάσκονται στον μεταπτυχιακό, με περισσότερες λεπτομέρειες και διαφορετικά συγγράμματα απ’ ό,τι πριν από το πτυχίο.
Και είναι βέβαια θλιβερή η διαπίστωση ότι πολλά από τα μεταπτυχιακά προγράμματα προσφέρουν μαθήματα τα οποία όχι μόνο υπάρχουν στο κανονικό πρόγραμμα των σπουδών, αλλά μερικές φορές κατά τη μετάλλαξή τους σε μεταπτυχιακά «ελαφραίνουν» και το επιστημονικό τους υπόβαθρο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις επιλέγεται συχνά η εύκολη αλλά αντιεπιστημονική λύση της ατελούς συρραφής ρηχών γνώσεων, ευρέος και αδιαβάθμητου φάσματος!
Κόστος σε χρόνο και χρήμα
Αυτή η μοιρολατρική αποδοχή της άδικης υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών δημιούργησε μια «ελληνική τεταρτοβάθμια εκπαίδευση» με δυσανάλογη για τις πραγματικές ανάγκες της χώρας έκταση και –συνακόλουθο– υπέρογκο κόστος σε χρόνο και χρήμα για τους Ελληνες πτυχιούχους.
Την τελευταία δεκαετία είναι ήδη εμφανής μια τάση αποποίησης της ευθύνης του κράτους για την εξασφάλιση της δημόσιας χρηματοδότησης των μεταπτυχιακών σπουδών και μια προσπάθεια λειτουργίας των μεταπτυχιακών με τη λογική της ανταποδοτικότητας.
Παράλληλα, τα δίδακτρα που υπάρχουν στη συντριπτική πλειονότητα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων προδιαγράφουν με σαφήνεια τον ρητά ιδιωτικό χαρακτήρα που έχουν αποκτήσει οι σπουδές που ακολουθούν τον πρώτο κύκλο, ως δεύτερο, μεταπτυχιακό, κύκλο σπουδών, όπως προβλέπει η «διαδικασία της Μπολόνια».
Είναι φανερό ότι το κόστος του εισιτηρίου για την είσοδο στον κόσμο της ειδίκευσης και επανειδίκευσης μετακυλίεται στην ευθύνη του εκπαιδευόμενου και ουσιαστικά έχει δημιουργηθεί μια νέα κάθετη τομή διάκρισης ανάμεσα σε εκείνους που έχουν και σε εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν, ενώ την ίδια στιγμή ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για μια συνολική εισβολή του «ιδιωτικού» στο μέλλον της δημόσιας και δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.