Το θέμα της ύπαρξης ή μη μακεδονικής εθνοτικής ταυτότητας και μιας εν Ελλάδι μειονότητας που αυτοπροσδιορίζεται σε αυτή, δεν προέκυψε, ως πραγματικό ζήτημα, με αφορμή την συμφωνία των Πρεσπών και τις δηλώσεις του Ζόραν Ζάεφ που προκαλούν αναστάτωση στην αντιπολίτευση. Είναι είναι θέμα που κατά κάποιο τρόπο απασχολεί τα δικαστήρια, ελληνικά και ευρωπαϊκά σχεδόν 30 χρόνια, με την υπόθεση της Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού.
Η ιστορία ξεκινά το 1990 όταν 55 Έλληνες πολίτες από τη Φλώρινα, που αυτοπροσδιορίζονται ως έχοντες «μακεδονική εθνική συνείδηση» και μιλούν τη γλώσσα, αποφάσισαν ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο. Μετά από μια πρώτη προσπάθεια κατάθεσης αίτησης άδειας που απερρίφθη και αφού διόρθωσαν στο καταστατικό και την αίτηση αυτά τα οποία προβλήθηκαν ως λόγοι απόρριψης, στις 12 Ιουνίου του ίδιου έτους έκαναν μια νέα αίτηση άδειας ιδρύσεως στο πρωτοδικείο της Φλώρινας. Στις 9 Αυγούστου το δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του που ήταν η απόρριψη του αίτηματος για χορήγηση άδειας, όχι γιατί το σωματείο δεν πληρούσε τις τυπικές προυποθέσεις του αστικού κώδικα, αλλά για εθνικούς λόγους.
Συγκεκριμένα, το πρωτοδικείο της Φλώρινας αναφέρεται στην απόφαση του σε δημοσιεύματα εφημερίδων όπως ο «Μαχητής», ο «Ελληνικός Βορράς» και ο «Στόχος» (ο εκδότης του οποίου παρέστη στην ακροαματική διαδικασία) τα οποία τους παρουσιάζουν ως ανθέλληνες ύποπτων προθέσεων, με βασικό επιχείρημα την παρουσία των αιτούντων στην Κοπεγχάγη, στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, στην οποία είχαν συμμετοχή και μίλησαν ως μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα. Το σκεπτικό κατέληγε πως «πραγματικός σκοπός του συλλόγου είναι η επιδίωξη της καλλιέργειας εντυπώσεων περί υπάρξεως μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, πράγμα το οποίο αντιβαίνει το εθνικό συμφέρον αυτής και εντεύθεν ευθέως στο νόμο».
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που δεν σημειώνεται είναι ότι από τη Διάσκεψη αυτή προέκυψε ένα σημαντικό κείμενο αρχών (βλ. Αρχές της Κοπεγχάγης) και, μετά από μερικές ακόμη διεργασίες, ένας ολόκληρος οργανισμός, ο ΟΑΣΕ. Στις αρχές που υπεγράφησαν τα μέλη του οργανισμού συμφώνησαν πως θα επιτρέπουν «την ίδρυση σωματείων από άτομα που έχουν μειονοτική συνείδηση». Μεταξύ των κρατών που δεσμεύτηκαν είναι και η Ελλάδα.
Οι ενάγοντες άσκησαν έφεση στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία εξετάστηκε στη Θεσσαλονίκη. Το εφετείο, σε απόφαση που εξέδωσε στις 6 Μαίου το 1991, επικύρωσε την απορρίπτικη απόφαση με ένα μακροσκελές σκεπτικό, στο οποίο καταγράφουν, με αναφορά σε διάφορες πηγές (συμβατές, προφανώς, με την εθνική αφήγηση) την ιστορία της περιοχής από την αρχαία Μακεδονία ως και δηλώσεις πολιτικών της προηγούμενης χρονιάς. Μετά από την ιστορική αναδρομή καταλήγει ότι «ο μακροπρόθεσμος στόχος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ήταν να επανιδρύσει ένα σλαβομακεδονικό κράτος με πρόσβαση στο Αιγαίο. Ένας από τα μέσα για να το πετύχει αυτό ήταν να “στρατολογήσει”, με διάφορους τρόπους, δίγλωσσους έλληνες από την Μακεδονία της Ελλάδας.
Η ίδρυση μιας ένωσης με το όνομα “Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού” είναι μέρος αυτής της προσπάθειας και τελεί υπό τις εντολές των σλαβικών οργανώσεων του εξωτερικού. Ο σκοπός τους είναι να δημιουργήσουν ένα Μακεδονικό Ζήτημα με διεθνείς συνέπειες. Οι αιτούμενοι αναγνώρισης της παραπάνω ενώσεως είναι εκτελεστικά όργανα αυτού του εγχειρήματος».
H πρώτη σελίδα της απόφασης του ΕΔΔΑ για την υπόθεση Σιδηρόπουλου
Ως απόδειξη του συγκεκριμένου – βαρύτατου – ισχυρισμού, το εφετείο προέβαλε και πάλι την παρουσία των εναγοντων στη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης. Χαρακτήρισε «νομικοφανείς» τους όρους του καταστατικού του και εκτίμησε πως «υφίσταται κίνδυνος εκμεταλλεύσεως της ανωριμότητας νεαρών ατόμων και παγιδεύσεως αυτών στην εθνολογικά ανύπαρκτη και ιστορικά αποκρουστέα σλαβομακεδονική μειονότητα»
Οι ενάγοντες κατέθεσαν αίτηση αναίρεσης της απόφασης του εφετείου στον Άρειο Πάγο η οποία απερρίφθη το 1994, οπότε αποφάσισαν να πάνε την υπόθεση τους στο Στρασβούργο, στο Ευρωπαικό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΔΔΑ). Η υπόθεση τιτλοφορείται Σιδηρόπουλος και Λοιποί κατά Ελλάδας και η απόφαση εκδόθηκε στις 10 Ιουλίου του 1998. Η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση του άρθρου 11 της Ευρωπαικής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δηλαδή για παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, καθώς το δικαστήριο έκρινε πως «προληπτική» στέρηση του δικαιώματος δεν μπορεί να υφίσταται και πως τα ελληνικά δικαστήρια δεν τεκμηρίωσαν τις προθέσεις που καταλόγισαν τους ιδρυτές του σωματείου στις αποφάσεις τους. Στους ενάγοντες επιδικάστηκαν αποζημιώσεις συν το ποσό των νομικών τους εξόδων, συνολικά 4.000.000 δραχμές.
Η ιστορία σε λούπα
Της δικαίωσης τους αυτής ακολούθησε ένα ατελείωτο μπρος πίσω στη Φλώρινα, με την άρνηση…
Πηγή: https://www.tanea.gr