Στο https://www.in.gr διαβάσαμε:
Η μετάβαση σε μια «μεταμνημονιακή κανονικότητα», που όμως εμπεριέχει πολλά από τα γνωρίσματα της προηγούμενης μνημονιακής περιόδου (επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δημοσιονομική πειθαρχία, υψηλά πλεονάσματα), διαμορφώνει ένα πεδίο αχαρτογράφητο, στο οποίο οι πεπατημένες προηγούμενων όρων της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν έχουν την ίδια εφαρμογή.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και ορισμένες από τις παλινωδίες στις οποίες υποπίπτει κάποιες στιγμές και η Νέα Δημοκρατία, με αποκορύφωμα την υπερψήφιση των τροπολογιών της κυβέρνησης, παρότι σε μια προηγούμενη φάση είχε τοποθετηθεί εναντίον τους.Η διαρκής επένδυση στην αποτυχία
Η πρώτη αντίφαση είναι η διαρκής επένδυση στο ότι η κυβέρνηση δεν θα υλοποιήσει αυτά που λέει. Αυτό φάνηκε στην υπόθεση των συντάξεων, όπου για ένα μεγάλο διάστημα η ΝΔ είχε επενδύσει στο ότι η κυβέρνηση δεν θα τα κατάφερνε, πριν αλλάξει τη γραμμή και υποστηρίξει ότι «εμείς ούτως ή άλλως ήμασταν κατά του Νόμου Κατρούγκαλου».
Αυτή η στάση παράβλεπε δύο παραμέτρους. Η πρώτη ήταν ότι η κυβέρνηση απέκτησε μια «τεχνογνωσία» στην εφαρμογή σκληρής λιτότητας με τέτοιους όρους ώστε να μπορεί να έχει τον «δημοσιονομικό χώρο» για να κάνει την «παροχή» της.
Έτσι για τις συντάξεις επέλεξε να εφαρμόσει πλήρως τις μειώσεις για τις «νέες» συντάξεις, να περικόψει άλλες κοινωνικές δαπάνες που η ίδια είχε εξαγγείλει και μειώσει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Η δεύτερη παράμετρος ήταν ότι οι ευρωπαίοι, αντιμέτωποι με σημαντικές δυναμικές πολιτικής κρίσης στις χώρες του «πυρήνα» δεν είχαν την ίδια διάθεση να συντηρούν την εικόνα μιας «ελληνικής ανοιχτής πληγής» και άρα ήταν πιο διατεθειμένοι να δουν τέτοιες ελαφρές τροποποιήσεις ως προς τα συμφωνηθέντα. Ούτε ήταν τυχαία η επιλογή Σεντένο για τη θέση του επικεφαλής του Eurogroup.
Όμως, στο βαθμό που κυβέρνηση και αντιπολίτευση είχαν επικεντρώσει το «τί θα γίνει με τις συντάξεις;» και όχι στο ότι η λιτότητα παραμένει, το αποτέλεσμα ήταν η κυβέρνηση να εμφανιστεί δικαιωμένη και η αντιπολίτευση ως διαρκώς διαψευδόμενος «μάντης κακών».Η πολεμική περί «παροχολογίας»
Η δεύτερη αντίφαση της αντιπολιτευτικής τακτικής της ΝΔ είναι η πολεμική περί «παροχολογίας». Σύμφωνα με αυτή τη ρητορική, που έχει ακουστεί αρκετές φορές τις τελευταίες δεκαετίες, η κυβέρνηση μπροστά στην προεκλογική περίοδο δίνει ή τάζει μαζικούς διορισμούς στο δημόσιο, αυξάνει τις παροχές προς τους δημοσίους υπαλλήλους και δίνει αφειδώς επιδόματα, απειλώντας έτσι με δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Η κριτική αυτή μπορεί να εντοπίζει ορισμένες πλευρές του κυβερνητικού σχεδιασμού, που όντως θα ήθελε να πάει στις εκλογές με τον «αέρα» ότι κάνει παροχές και δίνει διορισμούς. Μόνο που ταυτόχρονα ενισχύει αντί να αποδομεί τον ισχυρισμό της κυβέρνησης που μπορεί στο δικό της ακροατήριο να λέει «ορίστε κάνω παροχές και γι’ αυτό με καταγγέλλει η αντιπολίτευση».
Όμως, την ίδια στιγμή, εάν δούμε τους πραγματικούς όρους της άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής, απέχουμε από το να μιλάμε για κύμα «παροχών».
Η κυβέρνηση δίνει ορισμένα κοινωνικά επιδόματα, που σε κανένα βαθμό δεν ανατρέπουν τον πυρήνα της πολιτικής λιτότητας και απλώς αναπληρώνει κάποιες από τις κενές θέσεις του δημοσίου (ή απλώς αλλάζει σε μόνιμη την εργασιακή σχέση των ήδη απασχολούμενων σε χώρου χώρους όπως η ειδική αγωγή ή το «Βοήθεια στο σπίτι»), χωρίς σε κανένα βαθμό να καλύπτει τα τεράστια κενά που υπάρχουν σε χώρους όπως η υγεία ή η εκπαίδευση.
Προφανώς και η ΝΔ μπορεί να υποστηρίξει, με βάση και τις ιδεολογικές αφετηρίες της, ότι σήμερα δεν χρειαζόμαστε τόσο ενίσχυση του δημοσίου όσο κίνητρα για ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να υποστηριχτεί ως αντίβαρο απέναντι σε μικρής κλίμακας διορισμούς και μικρά επιδόματα ή ελάφρυνσης.
Το αποτέλεσμα είναι όταν έρχονται αυτά τα μέτρα να μην είναι εύκολο να τεκμηριωθεί η μη υπερψήφιση.
Σε όλα αυτά έπαιξε αναμφίβολα ρόλο και η λογική του «ώριμου φρούτου» που είχε για ένα σημαντικό διάστημα κυριαρχήσει στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η οποία παρέβλεπε τη δυνατότητα της κυβέρνησης να «κάνει πολιτική» και να πάρει πρωτοβουλίες.Συγκεκριμένη στρατηγική ή απλές ιδεολογικές εγκλήσεις;
Αυτό αναδεικνύει ένα ευρύτερο πρόβλημα που αφορά την απουσία στρατηγικών τοποθετήσεων, από το σύνολο του πολιτικού κόσμου.
Προφανώς και σε ένα τοπίο που είναι έντονα (και περιοριστικά) οριοθετημένο από τις πολιτικές του «μνημονιακού κεκτημένου» και την αυξημένη επιτήρηση δεν υπάρχουν τα ίδια περιθώρια άσκησης πολιτικής.
Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που και το «κοινωνικό πρόσωπο» του ΣΥΡΙΖΑ είναι περισσότερο επικοινωνιακό κατασκεύασμα, καθώς η πολιτική της κυβέρνησης παραμένει πολιτική λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων.
Μόνο που αυτό απαιτεί στην πραγματικότητα κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων και επεξεργασιών και όχι γενικών τοποθετήσεων.
Η ΝΔ έχει κάθε δικαίωμα να υποστηρίζει π.χ. ότι σήμερα μπορούν μειώσεις(Πηγή)