Ο Άδωνις Γεωργιάδης λέει ότι «εάν παραβιαστεί η Συμφωνία των Πρεσπών από τα Σκόπια, τότε αυτό είναι λόγος καταγγελίας της Συμφωνίας και, άρα τότε παύει να ισχύει με ευθύνη της άλλης πλευράς». Ο Κωστής Χατζηδάκης δηλώνει ότι «οι διεθνείς συμφωνίες είναι διεθνείς συμφωνίες και η ισχύς τους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης λέει από τις Βρυξέλλες ότι η Ελλάδα «στηρίζει διαχρονικά την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων», άρα και την ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας – έστω, κι εάν δεν τολμά ο έλληνας πρωθυπουργός να προφέρει ούτε το όνομά της. Ο Μάριος Σαλμάς δηλώνει, στη δημόσια τηλεόραση, ότι «η διπλωματία ασκείται πίσω από κλειστές πόρτες» και πως «το βέτο που δεσμεύτηκε προεκλογικά ότι θα ασκήσει η Ν.Δ. στην πορεία ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. ικανοποιήθηκε τώρα από το βέτο της Γαλλίας».
«Τα… επιτεύγματα των 100 ημερών»
Εν μέσω όλων αυτών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας ενημερώνει, με οργή, το πανελλήνιο ότι «η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός επιχειρούν να μαζέψουν τα σπασμένα της εξωτερικής πολιτικής του Αλέξη Τσίπρα και του θιάσου Κοτζιά – Καμμένου». Και ότι όπως προκύπτει «από τα επιτεύγματα των πρώτων εκατό ημερών στα εξωτερικά θέματα, από τη συμπεριφορά των εταίρων μας κι από τα δημοσιεύματα στα ξένα ΜΜΕ, η Ελλάδα ξαναγίνεται πρωταγωνίστρια». Ενδεχομένως σ’ αυτά τα επιτεύγματα των 100 ημερών να συγκαταλέγεται και η… εκ βάθρων αναθεώρηση του διεθνούς δικαίου, καθ’ ότι παραπλεύρως του κ. Πέτσα κυβερνητικές πηγές διαρρέουν από το πρωί ότι η πολιτική κρίση στην Βόρεια Μακεδονία αποκαλύπτει «τα κενά που άφησε στην Συμφωνία των Πρεσπών η κυβέρνηση Τσίπρα».
Και εντοπίζουν τα εν λόγω «κενά» στο ότι «η Συμφωνία δεν δεσμεύει τη γειτονική χώρα ότι οι αλλαγές που έγιναν στο Σύνταγμα της θα είναι αμετάβλητες και δεν θα μπορεί να αλλάζει ανάλογα με τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που διαμορφώνονται». Όπερ, και με βάση την κυβερνητική… ανάγνωση του διεθνούς δικαίου οι διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες μπορούν να αλλάζουν μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση – άρα, γιατί δεν αλλάζει και η ΝΔ, ως νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, την «κακή», έως και «προδοτική» Συμφωνία των Πρεσπών;
Η εκδίκηση… Σαμαρά
Θα μπορούσε να είναι ιλαροτραγωδία ή και η… εκδίκηση Σαμαρά προς τον Μητσοτάκη. Επί του παρόντος όμως είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη για τη χώρα κατάσταση, την οποία διαμορφώνουν δύο εγγενείς παθογένειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη: Η εμφανής προσήλωσή της από την πρώτη στιγμή – είτε λόγω επιλογής, είτε λόγω αδυναμίας – στην εξωτερική πολιτική της αδράνειας και ο εγκλωβισμός της στον εσωκομματικό διχασμό της ΝΔ ακόμη και σε μείζονα εθνικά θέματα.
Κρεμασμένη σ’ αυτές τις δύο αγκυλώσεις, η κυβέρνηση εμφανίζεται δραματικά αμήχανη και αδύναμη μπροστά σε δύο δύσκολες πραγματικότητες που ανοίγει η πολιτική κρίση στα Σκόπια: Η πρώτη είναι πως η προκήρυξη πρόωρων εκλογών στις 12 Απριλίου από τον Ζάεφ σημαίνει ότι από τις 3 Ιανουαρίου και μετά η Βόρεια Μακεδονία θα έχει υπηρεσιακή κυβέρνηση, άρα ντε φάκτο η σταδιακή εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών παγώνει τουλάχιστον για ένα εξάμηνο. Η δεύτερη είναι πως σε περίπτωση – της ιδιαιτέρως πιθανής σήμερα –εκλογικής νίκης του VMRO η νέα, εθνικιστική κυβέρνηση δεν θα μπορεί μεν να ακυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά θεωρείται βέβαιο πως θα κάνει ό,τι μπορεί για να καθυστερεί και για να την υπονομεύσει.
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Το Μέγαρο Μαξίμου ουδεμία απάντηση δίνει μέχρι στιγμής – ούτε φαίνεται ότι επιθυμεί να δώσει – επ’ αυτών των δύο προκλήσεων. Σκοπεύει ή δεν σκοπεύει να στηρίξει σθενάρα και μέχρι τέλους την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών; Θεωρεί ή όχι πως η Συμφωνία είναι η μοναδική «ασπίδα» της Ελλάδας μπροστά στην επαπειλούμενη αποσταθεροποίηση στα Βαλκάνια; Και με ποιους τρόπους θα στηρίξει εμπράκτως την ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας, όπως διαβεβαίωσε ο πρωθυπουργός;
Ουδεμία απάντηση δίνεται επίσης και στα ερωτήματα που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ: Γιατί ο κ. Μητσοτάκης αποδέχθηκε στην σύνοδο κορυφής τη μοιραία για τη Βόρεια Μακεδονία, σύνδεση της ενταξιακής της πορείας με αυτήν της Αλβανίας και δεν πίεσε υπέρ του decoupling ; Γιατί δεν πήρε θέση στην διάρκεια της συνόδου και άφησε την όλη διαπραγμάτευση στα χέρια της Γαλλίας και της Ολλανδίας; Και γιατί μετά το γαλλικό βέτο στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας δεν πήρε καμία διπλωματική πρωτοβουλία, όπως αυτή της Ιταλίας που ζήτησε επανεκκίνηση του διαλόγου και για τη Βόρεια Μακεδονία και για την Αλβανία τον Νοέμβριο σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών;
Αντί απαντήσεων σε όλα αυτά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει ρόλο θεατή στην Ευρώπη και εσωκομματικού τροχονόμου στην Ελλάδα. Βλέποντας από τη μια την ομάδα Σαμαρά-Άδωνι να προσδοκά ανοιχτά κατάρρευση της Συμφωνίας των Πρεσπών με ευθύνη της Βόρειας Μακεδονίας και προσδοκώντας σιωπηλά , από την άλλη, να ηττηθεί στις εκλογές το VMRO με το οποίο ταυτίστηκε προεκλογικά σε πλειοδοσία εθνολαϊκισμού.
Έως ότου πάρει πάντως – εάν πάρει – θέση ο πρωθυπουργός ίσως του φανεί χρήσιμο το μήνυμα του Αλέξη Τσίπρα. Ο οποίος είπε πως «η Ελλάδα ξαναγυρνάει, δυστυχώς, σε ρόλο κομπάρσου στην περιοχή των Βαλκανίων» και προειδοποίησε ότι «η εξωτερική πολιτική δεν γίνεται υπό τον φόβο των εσωκομματικών συσχετισμών».