Η αναμενόμενη νίκη των Σοσιαλιστών του Αντόνιο Κόστα «σφραγίζει» τα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα στην Πορτογαλία.
Το κυβερνών κόμμα βρήκε σημαντικά ενισχυμένο από τις κάλπες 36,69% των ψήφων από 32,31% που είχε πάρει τον Οκτώβριο του 2015, καταφέρνοντας να εκλέξει 106 βουλευτές, 20 περισσότερους. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατόρθωσε να πάρει την απόλυτη πλειοψηφία στην πορτογαλική Βουλή, προκειμένου να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, με αποτέλεσμα ο Πορτογάλος πρωθυπουργός να στέφεται για μια ακόμη φορά προς την Αριστερά.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Κόστα τόνισε, μετά την επικράτησή του, πως θα συνεχίσει την προηγούμενη κομματική συνεργασία που αρέσει τόσο στους Πορτογάλους. Σε κάθε περίπτωση όμως αναμένεται όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές να μπουν πάλι σε διαδικασία διαπραγματεύσεων. Ο καθένας άλλωστε έχει ήδη βάλει ήδη τις προτεραιότητές τους.
Επανάληψη της προοδευτικής συγκυβέρνησης υπό όρους
Από τη μεριά του το Μπλοκ της Αριστεράς (ΒΕ) δεν είδε να σημειώνεται κάποια σημαντική αλλαγή στα ποσοστά του σε σχέση με το 2015, παίρνοντας 9,68% από το 10,19% στις προηγούμενες εκλογές, επανεκλέγοντας 19 βουλευτές.
Σε κάθε περίπτωση όμως παγιώνεται ως τρίτη δύναμη στην πολιτική σκηνή της χώρας, αντέχοντας στην πίεση των Σοσιαλιστών και την τακτική τους της «ωφέλιμης ψήφου».
Και παρά το γεγονός ότι η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο κόμματα ήταν σκληρή, καθώς απευθύνονταν στα ίδια στρώματα των ψηφοφόρων, τόσο ο Αντόνιο Κόστα όσο και η επικεφαλής του αριστερού κόμματος, Καταρίνα Μάρτινς, διαβεβαίωσαν πως θα συνεχίσουν την κυβερνητική συμμαχία. Κάπως έτσι το Μπλοκ της Αριστεράς δείχνει να εξελίσσεται σε έναν πολύ σημαντικό παίκτη στο παιχνίδι της εξουσίας κάτι όμως, που παγιώνει και τις αξιώσεις του για να συμμετέχει σε αυτό το παιχνίδι.
Το Μπλοκ θέτει ως προϋποθέσεις την ανατροπή της εργατικής μεταρρύθμισης (αναπλήρωση των αργιών, των υπερωριών και της αποζημίωσης για απόλυση). Και πάνω απ’ όλα σαφή συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης, είτε για το σύνολο της θητείας, είτε σε ετήσια ανανεώσιμη βάση.
Μικρή πτώση σημείωσε ο συνασπισμός του Κομμουνιστικού Κόμματος και των Πρασίνων, το CDU, το οποίο έλαβε 6,47% από το 8,25% των προηγούμενων εκλογών κι εκλέγοντας 12 βουλευτές. Πολιτικοί αναλυτές θεωρούν πως χτυπήθηκε από τη λογική της «ωφέλιμης ψήφου» που προέταξαν οι Σοσιαλιστές. Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται δεδομένη η στήριξή του σε μια κυβέρνηση Σοσιαλιστών, με δεδομένες τις εξαιρετικές σχέσεις που διατηρεί ο Αντόνιο Κόστα με τον γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος, Τζερόνιμου Ντε Σόουζα. Και αυτή θα γίνει υπό όρους βέβαια, οι οποίοι προβλέπουν αύξηση του βασικού μισθού στα 850 ευρώ, πραγματική αύξηση στις συντάξεις, θέση στα κρατικά νηπιαγωγεία σε όλα τα παιδιά έως 3 ετών και επενδύσεις στην Υγεία.
Στον κυβερνητικό συνασπισμό αναμένεται να συμμετάσχει και πάλι το οικολογικό κόμμα PAN του Αντρέ Σίλβα, το οποίο ξεπέρασε τις προσδοκίες, λαμβάνοντας 3,28% κι εκλέγοντας 4 βουλευτές αντί του ενός που είχε εκλέξει το 2015.
«Τραυματισμένη» η κεντροδεξιά
Από την άλλη, η μεγάλη ηττημένη της κάλπης είναι η κεντροδεξιά. Πιο βαριά «τραυματισμένη» είναι η κεντρώα παράταξη CDS, που έλαβε 4,25% κι εξέλεξε 5 βουλευτές, χάνοντας 13 από τις έδρες που είχε καταφέρει να λάβει το 2015 σε συνεργασία με το επίσης δεξιό PSD.Η ηγέτιδα του CDS Ασουνσάο Κρίστας ήδη ανακοίνωσε την είσοδο του κόμματός της «σε έναν νέο κύκλο», με τη διενέργεια συνεδρίου και την εκλογή νέου ηγέτη. Η Κρίστας χρεώνεται τα μεγάλα σφάλματα στην προεκλογική περίοδο,ιδίως την εμμονή της στη σκανδαλολογία γύρω από την υπόθεση του κλεμμένου πολεμικού υλικού από τη βάση Τάνκους, που δεν απέδωσε.
Σε αντίθεση με την Κρίστας, η ήττα του Ρούι Ρίο του PSD, που έπεσε 27,9% από το 36,86% που είχε μαζί με το επίσης δεξιό CDS – PP το 2015 εκλέγοντας 77 βουλευτές, δεν ήταν τόσο ηχηρή όσο αναμενόταν. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, που επικαλείται το πρακτορείο LUSA, ο Ρίο κατόρθωσε, παρά τη μεγάλη γενικευμένη αποχή των ψηφοφόρων, να αποτρέψει κάποιους από τους ψηφοφόρους του κόμματός τους να απέχουν από τις κάλπες και να «κάνει ένα βήμα μπροστά», σύμφωνα με τη δική του ανάλυση.
Τα μικρότερα κόμματα
Παράλληλα, υπήρξαν και τρία νέα κόμματα που καταφέρνουν να εκλέξουν από έναν βουλευτή. Η σημασία της εισόδου στη Βουλή βέβαια της Φιλελεύθερης Πρωτοβουλίας (IL) του Κάρλους Γκιμαράς Πίντου, του Αριστερού «Ελεύθερου» (Livre) του Ρούι Ταβάρες και του ακροδεξιού «Αρκετά!» (Chega!), του Αντρέ Βεντούρα, είναι διαφορετική.
Σύμφωνα με τους πολιτικούς αναλυτές, η είσοδός τους στη Βουλή καταδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη δυσφορία του εκλογικού σώματος προς τις παραδοσιακές πολιτικές παρατάξεις.
Το νεοσύστατο ακροδεξιό «Φθάνει» (CH – Chega) με το 1,3% κατάφερε να εκλέξει βουλευτή, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά στην ιστορία της Πορτογαλικής Δημοκρατίας η ακροδεξιά να εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο. Η είσοδος του Βεντούρα στη Βουλή, που απέδειξε ότι γνωρίζει πώς να εκμεταλλεύεται τη δυσφορία του εκλογικού σώματος, με την εξτρεμιστική του κριτική, που όπως φαίνεται διαπερνά τις συνειδήσεις κάποιου ακροατηρίου, οδηγώντας στην ραγδαία άνοδο του Chega! Όπως δήλωσε ο ίδιος ο Βεντούρα «μέσα σε 8 χρόνια θα είμαστε το πιο μεγάλο κόμμα της Πορτογαλίας».
Με τη Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία (IL) και τον Κάρλους Γκιμαράες – έλαβε 1,29%- η Πορτογαλία έχει τον πρώτο βουλευτή που εκλέγεται χάρις στη δύναμη και την εμβέλεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Το 1,09% του αριστερού κόμματος «Ελεύθερος» (L – Livre) και η περίπτωση του Ταβάρες αποτελεί την απόδειξη της επίμονης εργασίας στη βάση.