Η χαρακτηριστικότερη ίσως συμπύκνωση αυτής της εικόνας προέρχεται από ένα πρόσφατο άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη στην «Καθημερινή» (21/6), με το οποίο δικαιολογείται η άρνηση του αρχηγού της Ν.Δ. για προσωπικό ντιμπέιτ με τον αντίπαλό του: «Εν αντιθέσει με τον Τσίπρα», διαβάζουμε, «ο οποίος είναι φανερό ότι χαράμισε τη ζωή του στον χαβαλέ μέχρι να γίνει πρωθυπουργός, ο Μητσοτάκης αξιοποίησε τον χρόνο του ώστε να φθάσει εκεί όπου βρίσκεται σήμερα».
Δεν πρόκειται για γλείψιμο της τελευταίας στιγμής. Ενα ολόκληρο τέταρτο του αιώνα νωρίτερα, όταν ο νεαρός Μητσοτάκης δεν ήταν ακόμη παρά ο μοναχογιός τού εν ενεργεία πρωθυπουργού, ο ίδιος δημοσιογράφος είχε προαναγγείλει το ίδιο ακριβώς πράγμα από άλλο μετερίζι: το περιοδικό «Εψιλον» της αντιπολιτευόμενης αλλά πολυφωνικής «Ελευθεροτυπίας», στις σελίδες του οποίου φιλοξενήθηκε (17/1/1993) ένας ακατάσχετος ύμνος προς τον βενιαμίν της πρωθυπουργικής οικογένειας με τη μορφή συνέντευξης.
«Οσοι νόμιζαν ότι είχαν σχεδόν γλιτώσει [από την οικογένεια Μητσοτάκη] κι ότι αρκεί λίγη υπομονή (μέχρι η κ. Μπακογιάννη να φτάσει τα ογδόντα)», αποφαίνεται εκεί με το ιδιότυπο χιούμορ του ο κ. Κασιμάτης, «έχουν πλανηθεί: ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι μόλις είκοσι πέντε! Και, ασφαλώς, είναι κι αυτός φορέας του μικροβίου της οικογένειας – δεν το κρύβει άλλωστε. Γνωρίζει, ωστόσο, καλά ότι είναι νωρίς ακόμα για να ασχοληθεί με την πολιτική. Αλλωστε, αν το έκανε, θα χαράμιζε τα εφόδιά του: το άριστα στις Κοινωνικές Επιστήμες από το Χάρβαρντ, το Μάστερ στις Διεθνείς Σχέσεις και τη Διεθνή Οικονομία (για το οποίο σπουδάζει τώρα στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ των ΗΠΑ) και το Μάστερ στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (το οποίο σκοπεύει να πάρει από το Χάρβαρντ)».
Ακολουθεί μία άκρως αντικειμενική σκιαγράφηση του πρωθυπουργικού γόνου: «Προσηνής, ευχάριστος και διαρκώς χαμογελαστός, όπως ο πατέρας του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης –το τελειότερο ίσως δημιούργημα της οικογένειας– έχει τις απολύτως φυσιολογικές τάσεις ενός νεαρού της ηλικίας του: πηγαίνει στο “Μερσέντες” και στο “Ροκ εν Ρολ Καφέ”».
Φροντίζοντας ταυτόχρονα, συμπληρώνουμε εμείς, να οικοδομήσει εξ απαλών ονύχων το πολιτικό προφίλ του μέσω του κατάλληλου ξεσκονίσματος. Σε αντίθεση με τον μελλοντικό αντίπαλό του από το δημόσιο σχολείο των Αμπελοκήπων, που έχτισε τη δική του πολιτική καριέρα μέσα από δεκαπενταμελή, καταλήψεις και σταδιακή ανέλιξη στη σκληρή πιάτσα της αντίπερα όχθης, εδώ το όνομα και οι συνακόλουθες οικογενειακές άκρες εγγυούνταν αυτόματα την επιτυχία.
Το διαπιστώνουμε ήδη από το εναρκτήριο λάκτισμα που εγκαινίασε την παρουσία του μικρού Κυριάκου στη δημόσια ζωή της χώρας: τα δημοσιογραφικά ωσαννά που επένδυσαν την τελετή της αποφοίτησής του από το Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών τον Ιούνιο του 1986, με όρους που προδιέγραφαν σαφώς το μέλλον – και, κυρίως, δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία για το πραγματικό υπόβαθρο των σχετικών υμνολογίων.
Σαν προσωπική «επιτυχία» του 18χρονου μαθητή περιγράφεται εκεί ακόμη και η συγκίνηση των… γονιών του: «Ο νεαρός Μητσοτάκης ανέβηκε στο βήμα και εντυπωσίασε με την προσφώνησή του», διαβάζουμε π.χ. στον «Ελεύθερο Τύπο» (18/6/1986). «Το λογύδριό του ήταν σύντομο και… θύμισε τον πατέρα του. Χωρίς λεκτικές εξάρσεις, χάριν εντυπωσιασμού, σεμνός, κατάφερε όχι μόνο να χειροκροτηθεί και από το ζεύγος Μητσοτάκη, που καθόταν ανάμεσα στους καλεσμένους γονείς, αλλά να αποσπάσει και ένα δάκρυ συγκίνησης από την κ. Μαρίκα Μητσοτάκη».
Η λεζάντα του δημοσιεύματος μας πληροφορεί πάλι πως ο νεαρός απόφοιτος αναφώνησε την παρακάτω σοφία, που η ναυαρχίδα της παράταξης θεώρησε αξιομνημόνευτη είδηση: «Ημασταν μια καλή τάξη που έκανε αγαπημένα και ενωμένα την παρουσία της σε όλους τους τομείς των κολλεγιακών δραστηριοτήτων».
Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά με μια τουλάχιστον πραγματική είδηση, κινήθηκε η κάλυψη του συμβάντος από την «Καθημερινή» (19/6/1986). «Από τους απόφοιτους», μας πληροφορεί η στήλη «Τήλεφος» της Ελένης Μπίστικα, «τα μεγάλα βραβεία μοιράσθηκαν φέτος οι Γ.Τ. και Κυριάκος Μητσοτάκης του Οικονομικού Τμήματος, στους οποίους απενεμήθη, αντίστοιχα, το VALEDICTORIAN και το SALUTATORIAN, “όχι μόνο για την επίδοσή τους στα μαθήματα αλλά και για το ήθος, την πολύπλευρη δράση στο Κολλέγιο και την πολυμελή ανάπτυξη της προσωπικότητός τους”. Ενα ακόμη βραβείο, “Ομηρος Νταίηβις”, απενεμήθη στον Γιώργο Βαρδή Βαρδινογιάννη, αρχισυντάκτη επί δύο χρόνια της εφημερίδας “Τα Νέα του Κολλεγίου”, “επειδή ενστερνίσθηκε το πνεύμα που καλλιεργεί το Κολλέγιο”».
Την εκπληκτική αυτή σύμπτωση επωνυμίας και αριστείας επισφραγίζει η περιγραφή της ομιλίας του μικρού Κυριάκου, επενδυμένη με όλα τα γνωστά πλέον κλισέ, αλλά και με την είδηση που λέγαμε – την αποκάλυψη πως ο υιός Μητσοτάκης σπούδασε στο Κολλέγιο χάρη στη βοήθεια ενός από τους εμβληματικότερους καπιταλιστές της εποχής: «Γεννημένος στον καιρό της δικτατορίας, τον Μάρτη του ’68 με πεντάχρονη εξορία στο Παρίσι, ο μοναχογιός και στερνοπαίδι δεν ξέχασε να αποτίσει φόρο τιμής “στον μεγάλο ευεργέτη του Κολλεγίου Μποδοσάκη–Αθανασιάδη, που επέτρεψε την εισαγωγή μου στο Κολλέγιο. Αυτή τη στιγμή”, είπε, “τον ενθυμούμαι με σεβασμό και ευγνωμοσύνη και πιστεύω ότι στάθηκα αντάξιος της επιλογής και της εμπιστοσύνης του”».
Το μάθημα εμπεδώνει κι εδώ η κατάλληλη λεζάντα: «Κυριάκος Μητσοτάκης, του Κώστα και της Μαρίκας. Ενας σεμνός και βραβευμένος ομιλητής, στο βήμα του Κολλεγίου Αθηνών».
Περιττό ν’ αναφέρουμε ότι κανείς άλλος απόφοιτος της συγκεκριμένης τελετής, ούτε καν ο πρωτεύσας Γ.Τ., δεν αξιώθηκε παρόμοια προβολή.
Τα κλειδιά του Χάρβαρντ
Βαρύ πυροβολικό της νεοδημοκρατικής προπαγάνδας, από τις μέρες εκείνες ώς τις δικές μας, αποτελούν φυσικά οι περίφημες σπουδές του Κυριάκου στο Χάρβαρντ. Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτές οι τελευταίες υστερούν αισθητά σε σχέση μ’ εκείνες π.χ. του Κώστα Καραμανλή στο γειτονικό Ταφτς: ο Κυριάκος έχει απλώς δύο μεταπτυχιακά, έναντι ενός του Τσίπρα, ενώ ο Κωστάκης κοτζάμ διδακτορικό – έστω κι αν κάτι τέτοιο δεν πολυφαινόταν στη δημόσια εικόνα του, ούτε βοήθησε ιδιαίτερα τη διακυβέρνηση της χώρας από τον κάτοχό του…
Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται όμως αλλού: πώς σπουδάζει κάποιος στο Χάρβαρντ; Τα πανύψηλα δίδακτρα αποτελούν ένα πρώτο αντικειμενικό κριτήριο και φραγμό: σύμφωνα με το Business Insider (10/6/2019), την τετραετία 1986–1990 της φοίτησης του νεαρού Μητσοτάκη απαιτούνταν 66.555 δολάρια, ποσό ισοδύναμο με 220 κατώτερους μισθούς της εποχής.
Ακόμη καθοριστικότερη είναι όμως η αυστηρή και απόλυτα αδιαφανής διαδικασία επιλογής μεταξύ των υποψηφίων, που την εποχή εκείνη γίνονταν δεκτοί σε ποσοστό 16% (Harvard Magazine, 9/2011).
Για τα κριτήρια που επικρατούν εκεί, διαφωτιστικό είναι ένα πρόσφατο σχετικό άρθρο της Wall Street Journal (11/10/2018). Αρχικά οι υποψήφιοι βαθμολογούνται σε περιφερειακό επίπεδο, από «στελέχη υποδοχής» εγκαταστημένα στην ευρύτερη περιοχή τους, τα οποία γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, βάσει ευρύτατης γκάμας κριτηρίων που δεν περιορίζεται στις γνώσεις και την αντιληπτική ικανότητά τους, αλλά επεκτείνεται σε «προσωπικά χαρακτηριστικά όπως το χιούμορ, το κουράγιο και η ευγένεια»· εξίσου καθοριστικά προσόντα θεωρούνται το «κοινωνικοοικονομικό στάτους και οικογενειακό ιστορικό» του υποψηφίου, η «επιδιωκόμενη ειδικότητα και καριέρα» του, καθώς και ενδεχόμενες υποστηρικτικές παρεμβάσεις αποφοίτων ή χορηγών του ιδρύματος.
Την πρώτη αυτή βαθμολόγηση ακολουθούν δύο διαδοχικές διαχωριστικές κρησάρες, με τον «κοσμήτορα αποδοχής» να έχει τον τελικό λόγο. Τα πρακτικά όλων των βαθμίδων της διαλογής θεωρούνται άκρως απόρρητα, όπως πληροφορούμαστε από την εξέλιξη μιας δικαστικής προσφυγής που δρομολογήθηκε πέρυσι με στόχο τη δημοσιοποίησή τους.
Μετά την επιλογή τους, οι επιτυχόντες υποβάλλουν έκθεση ιδεών βάσει τριών πηγών συνολικής έκτασης 50 σελίδων, την οποία προσκομίζουν εντός τριημέρου, δίνοντας γραπτά τον λόγο της τιμής τους πως είναι οι πραγματικοί συντάκτες της.
Οχι μόνο η ταξικότητα αλλά και οι κερκόπορτες ενός τέτοιου συστήματος είναι φυσικά ορατές διά γυμνού οφθαλμού· ήρθαν δε πανηγυρικά στο φως τον περασμένο Μάρτιο, με την αποκάλυψη από το FBI ενός εκτεταμένου κυκλώματος πλαστογραφιών και δωροδοκιών, χάρη στο οποίο εκατοντάδες γόνοι πλούσιων οικογενειών εισήλθαν από την πίσω πόρτα στα εκλεκτότερα αμερικανικά ΑΕΙ, του Χάρβαρντ και του Στάνφορντ συμπεριλαμβανομένων («Επιχείρηση Varsity Blues»).
Η αποκάλυψη αυτή ουδόλως υπονοεί, φυσικά, πως ο Κυριάκος μπήκε εκεί με παρόμοια μέσα. Στο κάτω κάτω, διέθετε οικογενειακές περγαμηνές κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες: γιος του ηγέτη της φιλοαμερικανικής αντιπολίτευσης (και πιθανότατα μελλοντικού πρωθυπουργού) μιας ΝΑΤΟϊκής χώρας, δεν είναι γαρ όποιος κι όποιος!
Αν κάτι αξίζει να κρατήσουμε από τις εκεί σπουδές του, αυτό είναι πάντως η διαπίστωσή του για τις αρετές και τη λειτουργικότητα δύο μοχλών: του εθνικισμού και της διγλωσσίας των πολιτικών ηγετών.
«Η εντύπωση που δημιουργήθηκε στον κόσμο, ότι ο Αντρέας άλλα έλεγε στην εξωτερική πολιτική κι άλλα έκανε, ήταν εσφαλμένη κατά την εκτίμησή μου», τόνισε π.χ. το 1993 στον Κασιμάτη. «Γιατί ήταν αδύνατο να απεμπλακεί το λαϊκιστικό εσωτερικό επίπεδο της πολιτικής από το ορθολογικό της εξωτερικής».
Εξίσου σαφής ήταν και για τον «σημαντικότατο και περιοριστικό» ρόλο που η κοινή γνώμη διαδραματίζει στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής: «Η κυβέρνηση παίρνει μια στάση που ανταποκρίνεται στις επιταγές της κοινής γνώμης. Είμαι απόλυτος στο ζήτημα αυτό! Η ύπαρξη ενός ρεύματος εθνικισμού (και δεν χρησιμοποιώ τον όρο αξιολογικά) είναι περιοριστική για μια κυβέρνηση. Και τούτο, διότι γνωρίζει ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα διαφορετικό από κείνο που προσδοκά η κοινή γνώμη δεν θα γίνει αποδεκτό».
Η υπόκλιση αυτή δεν σημαίνει, βέβαια, πως ο Κυριάκος θεωρούσε τις απόψεις της «κοινής γνώμης» ορθές. Απλώς συμπλέει μαζί τους, έχοντας πλήρη επίγνωση πως «αυτό είναι προβληματικό, διότι η Ελλάδα ξεκινά διαπραγματευτικά με μια απόλυτη θέση» που «δεν γίνεται αποδεκτή χωρίς κόστος. Αποσπούμε τώρα κάτι που ίσως στο μέλλον να έχει μικρότερη σημασία από κάτι άλλο που τότε δεν θα μας δίνεται».
Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η άποψή του για την ουσία του επίμαχου –τότε και τώρα– εθνικού ζητήματος: «Η δική μου εντύπωση (και το λέω με βαριά καρδιά) είναι ότι το Μακεδονικό δεν μπορεί να είναι το πρώτο θέμα της εξωτερικής πολιτικής μας. Είναι σημαντικό όχι καθεαυτό, αλλά για τη συμβολικότητά του. Δεν μπορώ να δω τη Δημοκρατία των Σκοπίων να αποτελεί ουσιαστικό κίνδυνο για την Ελλάδα».
Αντιγράφοντας τον πατέρα
Η σκιά της οικογενειακής παράδοσης επικαθόρισε, τέλος, τον τρόπο που ο Κυριάκος πολιτεύθηκε τα τελευταία χρόνια ως αρχηγός της Ν.Δ. Παρά τις χαώδεις διαφορές ανάμεσα στις δύο εποχές, η αντιπολίτευσή του προς την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε κατά γράμμα την πατρική καμπάνια του 1984–1989 κατά των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ.
Οπως συμβαίνει δε κατά κανόνα με τα αντίγραφα, αυτό που ζήσαμε δεν ήταν παρά ένα κακοστημένο ριμέικ της δεκαετίας του 1980:
● Κομβικό στοιχείο της τότε νεοδημοκρατικής προπαγάνδας ήταν η ταύτιση της «17Ν» με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Ελλείψει κάποιας αξιόλογης τρομοκρατικής οργάνωσης στις μέρες μας, ο Κυριάκος κατέφυγε στην ταύτιση του ΣΥΡΙΖΑ με τον (νομιμότατο) «Ρουβίκωνα» και τις καθαρά συμβολικές ενέργειές του.
● Σε αντίπαλο δέος αναδείχθηκαν τη δεκαετία του 1980 οι περίφημοι «αυριανιστές» και ειδεχθή ΠΑΣΟΚικά στελέχη προερχόμενα από το προδικτατορικό βαθύ κράτος, όπως ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο Θεοφάνης Τόμπρας κ.λπ. Ο Κυριάκος δεν κατάφερε να βρει παρά τον Πολάκη – κι αυτόν, όχι για κάποια πτυχή της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων του, αλλά για προβληματική χρήση του… τουίτερ.
● Η μομφή της εθνοπροδοσίας ήταν φυσικά πάντα πρόσφορη, όπως ο Κυριάκος φρόντισε έγκαιρα να μας προειδοποιήσει. Το 1987 η άρση της «εμπόλεμης κατάστασης» με την Αλβανία (με την οποία είχαμε ανταλλάξει πρέσβεις –παρότι «εχθροί»– από το 1971) τροφοδότησε φασίζοντα νεοδημοκρατικά συλλαλητήρια με την κραυγή «Παπούλια, προδότη, Αλβανέ!». Επί Κυριάκου, η Συμφωνία των Πρεσπών έγινε δεκτή με την ιαχή «Τσίπρα, προδότη, κομιτατζή!»
● Προσχηματική επίκληση της ανεργίας (ιδίως των νέων) και λαγούς με πετραχήλια για την καταπολέμησή της μέσω καταιγίδας επενδύσεων που θα επιβράβευαν τη νεοφιλελεύθερη «κανονικότητα» είχαμε και το 1986–1989. Τελικά, βέβαια, όταν ο Μητσοτάκης πατήρ έγινε πρωθυπουργός, η ανεργία αυξήθηκε κατά 30% μέσα σε τρία χρόνια.
Κακέκτυπα της δεκαετίας του 1980 συναντάμε και στους μοχλούς που χρησιμοποιήθηκαν για την υπονόμευση των αριστερών κυβερνήσεων, όπως η αξιοποίηση της υψηλόβαθμης δικαστικής εξουσίας για την κήρυξη κομβικών μεταρρυθμίσεων σαν αντισυνταγματικών: του «νόμου-πλαισίου» για τα ΑΕΙ τότε, της απόπειρας ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου τώρα. Ακόμη και ο προσεταιρισμός του πάλαι ποτέ ανεξάρτητου αριστερού περιοδικού «Αντί» από τη νεοδημοκρατική προπαγάνδα επιχειρήθηκε να επαναληφθεί, τούτη τη φορά μέσω του (πολύ υποδεέστερου) «Unfollow».
Οι ομοιότητες αυτές δεν είναι ωστόσο δυνατό να επισκιάσουν τις κρίσιμες δομικές διαφορές των δύο εποχών, ιδίως όσον αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αντιπάλου:
● Ο ανύπαρκτος κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ, που αδυνατούσε να προστατεύσει ακόμη και τις περιοδείες ηγετικών στελεχών του από λίγες δεκάδες ακροδεξιών χουλιγκάνων, είναι αδύνατο να συγκριθεί με τις δυνατότητες μαζικής κινητοποίησης του ΠΑΣΟΚ – που, ακόμη και στις χειρότερες τότε στιγμές του, διέθετε ένα 38–40% του εκλογικού σώματος κι εκατοντάδες χιλιάδες οργανωμένα, μαχητικά μέλη.
● Καμιά απολύτως σύγκριση δεν ευσταθεί και στο τοπίο των ΜΜΕ: η σημερινή ΕΡΤ είναι αδύνατο να συγκριθεί με το αντίστοιχο κυβερνητικό προπαγανδιστικό μονοπώλιο ώς το 1989. Αλλά και στην αντίπερα όχθη, τα πανίσχυρα ιδιωτικά κανάλια απέχουν έτη φωτός από την αυτοσχέδια αντικυβερνητική βιντεοκασέτα του Γιώργου Καρατζαφέρη.
Τάξη εναντίον τάξης
Παρά τη σχετική αυτοτέλειά τους, στην πολιτική τα πρόσωπα λειτουργούν ωστόσο πάνω απ’ όλα ως ενσαρκώσεις κοινωνικών συμμαχιών και στρατηγικών. Η άνοδος του Κυριάκου Μητσοτάκη, ανθρώπου με οφθαλμοφανώς πεπερασμένες δεξιότητες, θα ήταν αδιανόητη έξω από τη συγκεκριμένη συγκυρία της οξύτατης ταξικής πόλωσης που σημάδεψε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015.
Οπως είχαμε αποδείξει τότε, η επικράτηση του σημερινού αρχηγού της Ν.Δ. στις εσωκομματικές εκλογές του 2016 υπήρξε ακόμη μία αποτύπωση εκείνης της πόλωσης, με τους νεοδημοκράτες των λαϊκών συνοικιών να ψηφίζουν ομαδικά Μεϊμαράκη και τις (πολυπληθέστερες) οργανώσεις των πλουσιότερων προαστίων τον Κυριάκο («Εφ.Συν.» 15/1/2016).
Ούτε κι εδώ, πάντως, πρόκειται για πρωτόγνωρη εξέλιξη. Η μαζική ένταξη των μεσοαστικών στρωμάτων στα κόμματα της Δεξιάς, ως απάντηση στην απομάκρυνση των φυσικών εκπροσώπων τους από τα κυβερνητικά πόστα, σημάδεψε σε μεγάλο βαθμό και τη δεκαετία του 1980, όταν η Ν.Δ. εκτοξεύθηκε από 130.000 αδρανή μέλη το 1979 σε 400.000 ενεργά το 1986 και η ΟΝΝΕΔ από μόλις 5.000 το 1981 σε 115.000 το 1984.
Η ταξική υπεροψία των ημερών μας απέναντι στους παρά φύσιν «σκαφάτους» ΣΥΡΙΖΑίους βρίσκει το ισοδύναμό της στα αντίστοιχα μπινελίκια που κοσμούσαν καθημερινά στήλες όπως «Το Καρφί» του Δημήτρη Ρίζου, σε βάρος των άξεστων, μαλλιαρών κ.λπ. ΠΑΣΟΚων της εποχής – τότε που ακόμη και το (άκρως φιλο–ΠΑΣΟΚικό) «Ποντίκι» σχολίαζε χαριτωμένα πως «έφυγαν οι δεξιοί και μας ήρθαν οι αδέξιοι». Ακόμη κι οι «Ελεύθεροι μαθητές» του Βορίδη, η πρώτη απόπειρα οικοδόμησης μιας «πεζοδρομιακής» ακροδεξιάς νεολαίας, στο Κολλέγιο Αθηνών πρωτοφύτρωσε για ν’ απλωθεί στα λοιπά καθωσπρέπει σχολεία.
Η ταξική αυτή αποστροφή θα προστατεύσει, τέλος, τον σκληρό πυρήνα των προοδευτικών αστών μας από τη γοητεία του δυναμικού Αλέξη, κατά την άνοδό του στην εξουσία. Σε αυτήν ακριβώς θ’ απευθυνθεί ένας άλλος απόφοιτος του Κολλεγίου, ο Αλέξης Παπαχελάς, προειδοποιώντας τους αναγνώστες της «Καθημερινής» (26/2/2014) για το εγγενές λάθος κάθε ταύτισης του (μικροαστού) προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με τον (φύσει αστό) ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ:
«Ακούω πολλούς να συγκρίνουν τον Αλέξη Τσίπρα με τον Ανδρέα Παπανδρέου, υπονοώντας πως αν έλθει στην εξουσία θα μετασχηματισθεί σε έναν πολύ πιο συστημικό, προσαρμοστικό πολιτικό από αυτό που δείχνει σήμερα.Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω με την πρόβλεψη και τη σύγκριση. Ο Ανδρέας, όσο και αν καλλιεργούσε το προφίλ του αντισυστημικού, ήταν “παίκτης” του διεθνούς συστήματος. Μπορούσε να σηκώσει το τηλέφωνο και να μιλήσει στον Μιτεράν ή σε κάποιον άλλον έμπειρο πολιτικό που τον βοηθούσε να διαβάσει σωστά την παγκόσμια συγκυρία. Ο κ. Τσίπρας δεν έχει δείξει τέτοιες δυνατότητες και οι διεθνείς επαφές του εξαντλούνται στην ευρωπαϊκή Αριστερά που βρίσκεται μακριά από τα κέντρα εξουσίας.Μια δεύτερη, βασική, διαφορά είναι το πώς βλέπει το κόμμα του τον κ. Τσίπρα και πώς έβλεπε το ΠΑΣΟΚ του 1981 τον Ανδρέα. Ο κ. Τσίπρας αντιμετωπίζεται ως πρώτος μεταξύ ίσων από πολλές συνιστώσες και ιδιαίτερα από το 3% που έχει μια ιδιοκτησιακή σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ήταν εκεί από την αρχή… Στην πλειονότητά τους οι άνθρωποι αυτοί δεν συμφωνούν με τη στροφή προς τον ρεαλισμό και ούτε θέλγονται τόσο πολύ από την προοπτική της εξουσίας, ή τουλάχιστον δεν το δείχνουν. Ακόμη, δηλαδή, και αν ο κ. Τσίπρας έκανε έναν “έντιμο συμβιβασμό” με τους δανειστές είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον θα μπορούσε να πείσει τους “δικούς του” να συμφωνήσουν στις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων ή ό,τι άλλο θα του έθεταν ως όρο».
Πεντέμισι χρόνια μετά, ο Αλέξης μπορεί να έχει πατάξει κάθε εσωκομματική διαφωνία με τη στρατηγική συνθηκολόγηση του 2015 και να μιλά τακτικά στο τηλέφωνο με τους «έμπειρους πολιτικούς» της Εσπερίας· σε αντίθεση με τον πορφυρογέννητο αντίπαλό του, δεν πρόκειται ωστόσο να γίνει ποτέ αποδεκτός στους κύκλους της εγχώριας Ivy League.
Οσα μνημόνια κι αν εφαρμόσει, σε όσα κότερα κι αν ανέβει, όσες ομολογίες πίστης στο «παραγωγικό» κεφάλαιο κι αν εκφωνήσει, το πεντιγκρί του παραμένει αμετάκλητα αυτό ενός παρείσακτου καταληψία από τους Αμπελόκηπους.
Η σκέψη Βελόπουλου ποιον είχε πατέρα;
Ακόμη και οι σκληρότεροι επικριτές της κυβερνητικής του θητείας αποδίδουν συνήθως στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ρεαλισμό και μετριοπάθεια κατά τη διαχείριση του «Σκοπιανού» – του ζητήματος που φούντωσε κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του και επιστρατεύθηκε ως πρόσχημα για την τελική ανατροπή του το 1993.
Ακόμη κι ο Αλέξης Τσίπρας, κατά την προεκλογική συνέντευξή του στον Σρόιτερ του ALPHA (1/5), φρόντισε ν’ αντιδιαστείλει τη στάση πατέρα και γιου στο επίμαχο ζήτημα: «Σε ό,τι αφορά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη», δήλωσε, «έχω τιμήσει τη θέση και τη στάση του στο Μακεδονικό, για παράδειγμα, που ήταν από τις πιο θετικές παρακαταθήκες στην πολιτική του διαδρομή. Ο γιος του δεν το έχει κάνει».
Πρόκειται για μεγάλη παρεξήγηση, απόρροια του γεγονότος πως οι περισσότεροι άργησαν να πάρουν είδηση την αναβίωση του Μακεδονικού και στη συνέχεια «διάβασαν» το όλο ζήτημα μέσα από το πρίσμα της διαφωνίας Μητσοτάκη – Σαμαρά και την εικόνα (περί ενδοτικού πρωθυπουργού») που ο δεύτερος καλλιεργούσε μέσω των φιλικών του ΜΜΕ, με τη συνδρομή των διαβόητων μυστικών κονδυλίων.
Στην πραγματικότητα, ο Μητσοτάκης πατήρ συνέβαλε όσο κανείς άλλος στην ανάδειξη του Μακεδονικού ως μείζονος –τάχα μου– εθνικού θέματος, προκειμένου ν’ αναδιατάξει την πολιτική ατζέντα σε βάρος του («φιλογιουγκοσλαβικού») ΠΑΣΟΚ και της («εθνοπροδοτικής») Αριστεράς, με μια ψυχροπολεμική κι ανορθολογική συλλογιστική που δεν απέχει και πολύ από τα κηρύγματα του Βελόπουλου. Δικός του σύμβουλος –ο Νίκος Μέρτζος– οργάνωσε το πρώτο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης το 1992 και δικοί του άνθρωποι πρωτοστάτησαν στο κυνήγι των «ανθελλήνων» αντιφρονούντων εκείνα τα χρόνια. Ο ίδιος έδωσε δε αυτοπροσώπως το εναρκτήριο λάκτισμα για την έξοδο της παραληρηματικής μακεδονολογίας από το γκέτο του ακροδεξιού περιθωρίου. Οχι το 1991-1992, κατά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά τρία χρόνια νωρίτερα, ως ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ηταν 24 Ιανουαρίου 1988, όταν το «ειρηνιστικό» παράρτημα της Ν.Δ., η «Κίνηση για τον Πολυμερή Αφοπλισμό, την Ελευθερία και την Ασφάλεια» (ΚΙΠΑΕΑ), μ’ επικεφαλής τον φιλελεύθερο Ανδρέα Ανδριανόπουλο και τον Κώστα Καραμανλή, οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη ειδικό συμπόσιο περί Μακεδονικού – ουσιαστικά, το πρώτο βήμα για τη μεταβάπτιση της ψυχροπολεμικής εθνικοφροσύνης σε πανεθνική θέση.
Σε χτυπητή αντίθεση με τα τότε πολιτικά ήθη, την εκδήλωση χαιρέτισε ο υπουργός Βόρειας Ελλάδας του ΠΑΣΟΚ, Στέλιος Παπαθεμελής, συστήνοντας μάλιστα σαν πρότυπα «ενημερωτικά βοηθήματα» τα σχετικά βιβλία των νεοδημοκρατών Μάρτη και Μέρτζου. Ο δε Μητσοτάκης κήρυξε την έναρξη των εργασιών, με μια ομιλία που φέρει ευδιάκριτο το στίγμα του συμβούλου του –αντιπροέδρου της παπαδοπουλικής «Συμβουλευτικής» επί χούντας– και δημοσιεύθηκε αυτούσια στη «Μακεδονία» (26/1/1988) με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Η Μακεδονία δεν θα μπορούσε να επιτελέσει παγκόσμιο ρόλο αν δεν ήταν πάντοτε ελληνική».
«Η Μακεδονία», διακήρυξε ο αρχηγός της Ν.Δ., «δεν είναι μόνον ο γεωπολιτικός εκείνος στρατηγικός χώρος που απετέλεσε, ως γέφυρα του κόσμου, την σπονδυλική στήλη τριών αλληλοδιαδόχων αυτοκρατοριών επί δύο χιλιάδες χρόνια. Είναι και χώρος κοσμοϊστορικός, γιατί από εδώ εκπορεύθηκαν όλα όσα διαμόρφωσαν τον κόσμο και την συνείδηση του ανθρώπου γενικώτερα: ο ελληνικός πολιτισμός και ο χριστιανισμός. Και αν η Ευρώπη σφραγίσθηκε από την Αριστοτελική σκέψη είναι επειδή εδώ γεννήθηκε ο Μακεδών φιλόσοφος Αριστοτέλης, ο διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένα από τα εκπληκτικότερα και πιο σύνθετα, αλλά και πιο αναλυτικά και εποπτικά πνεύματα της παγκόσμιας Ιστορίας. Δεν θα μπορούσε όμως η Μακεδονία να επιτελέσει τον παγκόσμιο ρόλο της αν δεν ήταν ελληνική από την χαραυγή της Ιστορίας και δεν παρέμενε ελληνική έως σήμερα».
Η συνέχεια θα μπορούσε να βγει από το στόμα ενός τυπικού γυμνασιάρχη της βορειοελλαδικής ενδοχώρας σε κάποια τελετή της εθνοσωτηρίου:
«Οι δώδεκα Θεοί της Αρχαιότητας εδρεύουν εδώ αντίκρυ μας, στον Ολυμπο, κέντρο του ελληνισμού, και λατρεύονται στο Δίον, την ιερή πόλη των Μακεδόνων. Και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος έρχεται πρώτα στην Μακεδονία και από δω φέρνει στην Ευρώπη και μέσω αυτής σε όλον τον κόσμο το μήνυμα και την αγάπη τού ενός και αληθινού Θεού. “Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια”, είπε ο Χριστός. Και η οδός διέρχεται από την Μακεδονία. Η αλήθεια επίσης. Το κοσμοσωτήριο μήνυμα κηρύσσεται προς την ανθρωπότητα στην ελληνική γλώσσα, την οποία προηγουμένως ανοίγοντας την οδό είχε καταστήσει γλώσσα της οικουμένης ο μέγιστος των εκπολιτιστών και στρατηλατών Αλέξανδρος ο Μέγας. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι εδώ αντίκρυ μας στον Αθω λάμπει επί χίλια και περισσότερα χρόνια συνεχώς από το Αγιο Ορος το φως της Ορθοδοξίας και ότι η “Ορθόδοξος ευδαίμων πολυάνθρωπος συμβασιλεύουσα” Θεσσαλονίκη εκπέμπει τους Ελληνες ισαποστόλους αδελφούς Κύριλλον και Μεθόδιον που εκπολιτίζουν τους Σλάβους».
Την ελληνοχριστιανική Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση επισφράγισαν, τέλος, οι συνήθεις κολακείες προς τους εθνικόφρονες της συμπρωτεύουσας, με διατυπώσεις και σε τόνο αρκούντως προβληματικά για την αξιοπρέπεια του ίδιου του ομιλητή:
«Αν κάθε πεπαιδευμένος άνθρωπος αισθάνεται Ελλην επειδή άφευκτα μετέχει της ελληνικής παιδείας, εμείς όλοι οι άλλοι Ελληνες αισθανόμεθα Μακεδόνες διότι, όπως έγραφε πριν από δύο χιλιάδες εκατό χρόνια ο Αχαιός ιστορικός Πολύβιος, “οι Μακεδόνες στάθηκαν το πρόφραγμα της Ελλάδος αγωνιζόμενοι κατά βαρβάρων”. Δεν έπαψαν να το κάνουν από τότε και στις επόμενες δύο χιλιετίες. Γι’ αυτό, καθώς σημειώνει ο ίδιος ιστορικός, “τους ανήκει η τιμή και η ευγνωμοσύνη όλων των Ελλήνων”.Δεν έρχομαι όμως για να σας διδάξω, αλλά για να διδαχθώ. Και συγχωρήσατέ με ότι θαυμασμός και αγάπη, ευγνωμοσύνη και υπερηφάνεια με παρέσυραν σε ατραπούς που οι επαΐοντες ομιλητές πρόκειται σήμερα να αναπτύξουν καλύτερα και εγκυρότερα από τούτο το βήμα».
Φως φανάρι πως η μακεδονική πολιτική του Κυριάκου, η εργαλειοποίηση δηλαδή του εθνικισμού και της ακροδεξιάς ως βοηθητικών οχημάτων για την κατάκτηση της εξουσίας, αντιγράφει απλώς –και εδώ– τα πατρικά βήματα. Αυτό που δεν ξέρουμε ακόμη είναι αν (και σε ποιο βαθμό) θα πληρώσει μεσοπρόθεσμα, όπως ο μπαμπάς του, αυτήν την καβάλα στην πλάτη του θηρίου.