Απλή αναλογική και κυβερνησιμότητα

Στο δημοκρατικό μας πολίτευμα όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό. Ωστόσο, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, το μόνο πολιτειακό όργανο που χαίρει άμεσης λαϊκής νομιμοποίησης είναι η Βουλή, καθόσον οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα. Από την άλλη μεριά, οι υποψήφιοι βουλευτές προεπιλέγονται σχεδόν αποκλειστικά από τα πολιτικά κόμματα και οι πολίτες που προσέρχονται στις κάλπες είναι υποχρεωμένοι να ψηφίσουν το ψηφοδέλτιο κάποιου κόμματος ή λευκό και μόνο σε περίπτωση που προβλέπεται σταυροδοσία μπορούν να εκδηλώσουν την προτίμησή τους για συγκεκριμένους υποψήφιους.

Τελικά, επομένως, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, η λαϊκή θέληση εκφράζεται με την κατανομή του συνόλου των βουλευτικών εδρών στα διάφορα κόμματα σύμφωνα με το ποσοστό έγκυρων ψήφων που λαμβάνει το καθένα από αυτά. Και αναμφίβολα το μόνο εκλογικό σύστημα που διασφαλίζει την πιστότερη έκφραση της λαϊκής θέλησης είναι το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο, σεβόμενο την ισοδυναμία των ψήφων, επιτρέπει την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ακόμη και μικρών κομμάτων, αν το ποσοστό ψήφων που συγκέντρωσαν τους παρέχει τη δυνατότητα να εκλέξουν έστω και έναν βουλευτή.

Εντούτοις, η πλειονότητα των πολιτευομένων και των πολιτικών επιστημόνων υπήρξε και εξακολουθεί να είναι αντίθετη με την καθιέρωση της απλής αναλογικής με το ομολογουμένως βάσιμο επιχείρημα ότι η εφαρμογή της ευνοεί τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων και, συνακόλουθα, δυσχεραίνει τον σχηματισμό σταθερών κυβερνήσεων.

Ετσι, προτάθηκαν ή/και εφαρμόστηκαν κατά καιρούς συστήματα «ενισχυμένης αναλογικής» τα οποία, χωρίς να παραβιάζουν την αρχή της αναλογικής εκπροσώπησης, ενισχύουν κυρίως το πρώτο σε ψήφους κόμμα για να επαυξήσουν την ικανότητά του να σχηματίσει κυβέρνηση. Κατά τη γνώμη μου, εγείρονται εν προκειμένω δύο βασικά ζητήματα. Το πρώτο είναι κατά πόσο η ενίσχυση αυτή μπορεί να φτάσει σε μορφή ή μέγεθος που παραποιεί κατάφωρα τη λαϊκή ετυμηγορία. Το δεύτερο είναι κατά πόσο το πολίτευμά μας παρέχει δυνατότητες ικανές να καταστήσουν το σύστημα της απλής αναλογικής συμβατό με την απαίτηση της κυβερνησιμότητας.

Ως προς το πρώτο ζήτημα, αρκούμαι να χαρακτηρίσω πολιτικά απαράδεκτη την εκδοχή ενισχυμένης αναλογικής που θεσπίστηκε με τον Ν.3231/2004 και αργότερα με τον Ν. 3636/2008, σύμφωνα με τους οποίους το πρώτο σε ψήφους κόμμα προικοδοτείται αντίστοιχα με 40 και με 50 έδρες εξαιρούμενες από την αναλογική κατανομή. Οι έδρες της Βουλής ανήκουν καταρχάς και καταρχήν στο εκλογικό σώμα, το μόνο εξουσιοδοτημένο να τις διαθέτει με την ψήφο του.

Θεωρώ αδιανόητο ένα σημαντικό μέρος τους να απαλλοτριώνεται και να χαρίζεται στο πρώτο κόμμα, αλλοιώνοντας υπέρμετρα τη σύνθεση της λαϊκής αντιπροσωπείας που αντιστοιχεί στο εκλογικό αποτέλεσμα. Αλλοίωση βέβαια, αλλά πολύ μικρότερης σημασίας, επιφέρει και ο αποκλεισμός από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση όσων κομμάτων δεν κατορθώνουν να συγκεντρώσουν ποσοστό ψήφων ανώτερο του 3%. Πρόκειται όμως για ένα μέτρο προ πολλού καθιερωμένο και όχι εντελώς αδικαιολόγητο. Γι’ αυτό και περιορίζομαι απλώς να επισημάνω το εξής παράδοξο. Για πέντε δέκα ψήφους κάτω ή πάνω από αυτό το κατώφλι, ένα κόμμα μπορεί είτε να μείνει εκτός Βουλής είτε να εκλέξει εννέα τουλάχιστον βουλευτές.

Ως προς το δεύτερο ζήτημα, τίθεται πριν απ’ όλα το ερώτημα κατά πόσο είναι αναγκαίο ή, έστω, επιθυμητό το κυβερνών κόμμα να διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών. Είναι, πιστεύω, φανερό πως η αυτοδυναμία καθιστά μια κυβέρνηση πρακτικά ανεξέλεγκτη από την αντιπολίτευση και, κατά συνέπεια, επιρρεπή στην αυταρχικότητα. Της παρέχει βέβαια την ευχέρεια να ασκεί απρόσκοπτα την πολιτική της και να νομοθετεί σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του κόμματος που τη στηρίζει. Είναι όμως πολύ πιθανό αρκετά νομοθετήματά της και άλλες επιλογές της να ανατραπούν από μια επόμενη κυβέρνηση αντίπαλου κόμματος. Εν ολίγοις, η διαδοχή αυτοδύναμων κυβερνήσεων έχει συχνά ως αποτέλεσμα τη θεσμική ρευστότητα.

Ενα κόμμα που διαθέτει σχετική μόνο πλειοψηφία μπορεί εν πρώτοις να κυβερνήσει σε συνεργασία με κάποιο άλλο κόμμα. Μπορεί επίσης να κυβερνήσει και μόνο του με την ανοχή της αντιπολίτευσης, κινδυνεύοντας βέβαια να εκπέσει έπειτα από μια πρόταση δυσπιστίας που θα γίνει δεκτή με απόλυτη πλειοψηφία.

Η αστάθεια μιας κυβέρνησης ανοχής και η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες μπορούν ωστόσο να αποφευχθούν αν θεσπιστεί συνταγματικά η λεγόμενη «εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας» βάσει της οποίας η αντιπολίτευση μπορεί να ρίξει την κυβέρνηση μόνο αν είναι σε θέση να προτείνει και να στηρίξει νέα. Ιδιαίτερη πάντως σημασία έχει η διαπίστωση ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας ή ανοχής, σε αντίθεση με τις αυτοδύναμες, είναι υποχρεωμένες να ασκούν τις νομοθετικές και διοικητικές τους αρμοδιότητες με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Και το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώνεται με διαβουλεύσεις και συναινέσεις είναι κατά κανόνα ανθεκτικότερο και δημοκρατικότερο από εκείνο που προωθούν συνήθως οι κατασκευασμένες απόλυτες πλειοψηφίες.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.