«…Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας…», έλεγε η Μελίνα Μερκούρη το 1982, στην ιστορική ομιλία της στην Διάσκεψη των υπουργών Πολιτισμού της UNESCO, όταν έθεσε για πρώτη φορά το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα. Η ίδια δύο χρόνια μετά, όταν το 1984 η Ελλάδα υπέβαλλε επίσημο αίτημα επιστροφής των Μαρμάρων, μιλούσε για «λεηλασία» και «κλοπή» του Μνημείου.
Παραμένει άγνωστο εάν και το όραμα και το πλαίσιο διεκδίκησης που έθεσε η Μελίνα λέει ο,τιδήποτε στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το βέβαιο είναι πως το πλαίσιο αυτό αποτέλεσε και την εθνική γραμμή της χώρας στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα επί τέσσερις δεκαετίες – ένα πλαίσιο, που ο πρωθυπουργός επέλεξε, αυτοβούλως, να αμφισβητήσει θέτοντας στην επίμαχη πλέον συνέντευξή του στον Observer ζήτημα «δανεισμού» των Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο. Πρόκειται για μια θέση που, αυτομάτως, ακυρώνει την εν λόγω εθνική γραμμή και αναγνωρίζει «ιδιοκτησία» των Γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο, όπως – ακόμη και για τους πλέον αδαείς– έσπευσε να σημειώσει με δηλώσεις της στα «ΝΕΑ» η ίδια η εκπρόσωπος του Μουσείου.
Ο Αλέξης Τσίπρας διέγνωσε «αφέλεια» στην πρωθυπουργική πρόταση και η Φώφη Γεννηματά μίλησε για «φιάσκο», πίσω από αυτή την αντιπαράθεση όμως, επανέρχεται στο προσκήνιο μια παλαιά, και αδιέξοδη όπως ιστορικά αποδείχθηκε, συζήτηση περί «δανεισμού» των Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο στην Ελλάδα.
Ο πρώτος που είχε συζητήσει, σε σοβαρό επίπεδο, ζήτημα «δανεισμού» των Γλυπτών αλλάζοντας εθνική στρατηγική ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος, το 2002 ως υπουργός Πολιτισμού και εν όψει τότε των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Τότε είχε προτείνει τον «δανεισμό για 100 χρόνια» των Μαρμάρων στην Αθήνα και την μεταφορά της έκθεσης των Μαρμάρων του Παρθενώνα, από το Βρετανικό Μουσείο στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Το επιχείρημά του ήταν πως η νέα αυτή στρατηγική θα βοηθούσε το Μουσείο να απεγκλωβιστεί από την λογική μιας δικαστικής ή εθνικής αντιπαράθεσης γύρω από το θέμα των Γλυπτών. Και αυτό το επιχείρημα όμως δεν λειτούργησε καθώς, πέραν των αντιδράσεων εντός συνόρων, το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο απέρριψε την συζήτηση.
Μια άλλη «ιδέα», που συζητήθηκε επανειλημμένα αργότερα ήταν εκείνη της «ανταλλαγής και της διαπραγμάτευσης» – ήτοι η σύνδεση του αιτήματος για επιστροφή των Γλυπτών με την παραχώρηση, εν είδει μακροπρόθεσμου δανεισμού, στο Βρετανικό Μουσείο άλλων εμβληματικών ελληνικών αρχαιοτήτων. Χαρακτηριστική ήταν η συζήτηση του 2009, όταν η διευθύντρια Επικοινωνίας του Βρετανικού Μουσείου Χάνα Μπόλτον είχε προτείνει τρίμηνο δανεισμό των Γλυπτών στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση και πάλι της αναγνώρισης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς είχε απορρίψει την πρόταση λέγοντας «πως η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με τη νομιμοποίηση της υφαρπαγής των Γλυπτών και τον τεμαχισμό του μνημείου πριν από 207 χρόνια». Είχε όμως προσθέσει ότι «είμαστε έτοιμοι έτοιμοι να ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις ώστε, μέσα από προγράμματα δανεισμού αρχαιοτήτων, να καλυφθεί το κενό που θα αφήσει στο Βρετανικό Μουσείο η οριστική επιστροφή των Γλυπτών στο χώρο που ανήκουν».
Και αυτή η συζήτηση ωστόσο δεν προχώρησε καθώς γρήγορα έγινε αντιληπτό πως είτε μέσω «δανεισμού», είτε μέσω διαπραγμάτευσης για «ανταλλάγματα» ακύρωνε την ελληνική θέση υπέρ του αναπόσπαστου των Μαρμάρων από το κύριο Μνημείο, τον Παρθενώνα και άφηνε ανοιχτά «δικαιώματα ιδιοκτησίας» του Βρετανικού Μουσείου στα Γλυπτά. Και ήταν ο ίδιο ο Αντώνης Σαμαράς που το 2014, ως πρωθυπουργός πλέον, δήλωνε ότι «ο Παρθενώνας και τα Γλυπτά του υπήρξαν αντικείμενο λεηλασίας. Η αξία των Γλυπτών είναι ανεκτίμητη. Οι Έλληνες είμαστε ταυτισμένοι με την Ιστορία και τον πολιτισμό μας! Τα οποία δεν τεμαχίζονται, δεν δανείζονται και δεν παραχωρούνται!».
Πολύ πιο πρόσφατα δε, μόλις τον Ιανουάριο του 2019 ο διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης Δημήτρης Παντερμαλής τόνισε στο γερμανικό ραδιόφωνο Deutshclandfunk ότι «το Βρετανικό Μουσείο δεν είναι ο ιδιοκτήτης των Γλυπτών. Γι’ αυτό δεν τίθεται θέμα δανεισμού τους, αλλά επιστροφής τους».
Το πρώτο ερώτημα, βάσει αυτού του ιστορικού, είναι πως και με ποίου πρωτοβουλία προέκυψε η… έμπνευση Μητσοτάκη να θέσει – χωρίς κανείς να του το ζητήσει καν – ζήτημα δανεισμού και ανταλλαγής των Γλυπτών εν όψει των εορτασμών του 2021.: «Μπόρις, σαν πρώτη κίνηση, δάνεισέ μου τα Γλυπτά του Παρθενώνα για μία συγκεκριμένη περίοδο και θα σου στείλω πολύ σημαντικά τεχνουργήματα που δεν έχουν βγει ποτέ από την Ελλάδα, προκειμένου να εκτεθούν στο Βρετανικό Μουσείο» ήταν η χαρακτηριστική πρόταση του, μέσω Observer στον βρετανό πρωθυπουργό.
Το δεύτερο και ακόμη πιο καίριο ερώτημα είναι εάν, παρά της ανάδειξης της μείζονος πρωθυπουργικής γκάφας, η κυβέρνηση θα επιμείνει στην πρόταση για δανεισμό των Γλυπτών. Η δήλωση, μετά την θύελλα, της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη πως «η πρόταση δανεισμού που θα καταθέσει η Αθήνα θα θέτει σαφές πλαίσιο που θα διασφαλίζει τις ελληνικές διεκδικήσεις» δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση. Και δείχνει επίσης ότι η κυβέρνηση των «αρίστων και των τεχνοκρατών» αντιμετωπίζει ακόμη και τα πλέον εμβληματικά στοιχεία του πολιτισμού ως προϊόν εμπορικού μάρκετινγκ και διαπραγμάτευσης με τον κάθε – απρόβλεπτο και επικίνδυνο – Μπόρις Τζόνσον.