Στη συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου υπάρχει ένα εξαιρετικά ενοχλητικό στοιχείο. Γίνεται με βάση τις ανάγκες του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού και ουχί για το μέλλον της χώρας. Οι δύο που πρόκειται να υπερψηφίσουν τον νέο νόμο, Νέα Δημοκρατία και Κίνημα Αλλαγής, επικεντρώνονται στο μπόνους του πρώτου κόμματος, έτσι ώστε «το σύστημα να είναι αναλογικότερο και να υπάρχει κυβερνησιμότητα».
Βεβαίως είναι πολύ χρήσιμο για τη χώρα να μην επαναληφθεί η θλιβερή εμπειρία της περιόδου 1989-1990, όταν χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις για να σχηματιστεί η οριακή πλειοψηφία των 150 (αρχικώς) βουλευτών της Ν.Δ., που συγκέντρωσε 46,89% του εκλογικού σώματος! Αλλά η ανάγκη δημιουργίας σταθερών κυβερνήσεων δεν είναι το άπαν της πολιτικής. Υπάρχει και η διαφθορά του πολιτικού συστήματος, που ξεκινά από τους οικονομικούς πάτρονες των βουλευτών, όπως και η στρέβλωση να πλημμυρίζει η Βουλή από ποδοσφαιριστές, μοντέλα, σταρ της τηλεόρασης και λοιπούς γνωστούς. Αυτή η βασική παθογένεια του πολιτικού συστήματος είναι αποτέλεσμα του σταυρού προτίμησης στις υπάρχουσες εκλογικές περιφέρειες. Για να εκλεγεί κάποιος πρέπει να έχει «χορηγό» (προφανώς με το αζημίωτο, κάτι που κάποιες φορές υπέσκαψε την «κυβερνησιμότητα») ή να είναι γνωστός από την TV· όσο πιο trash τόσο καλύτερα, γιατί έχει και μεγάλο κοινό. Σε αυτή τη βασική (ξανατονίζουμε) παθογένεια του πολιτικού συστήματος υπάρχει η απάντηση του αποκαλούμενου «γερμανικού εκλογικού συστήματος» με τις μικρές μονοεδρικές περιφέρειες, που εφαρμόζεται σε όλες τις προηγμένες δημοκρατίες της Δύσης (Γαλλία, Βρετανία, ΗΠΑ κ.λπ.). Σχετική προεργασία είχε γίνει την εποχή της κυβέρνησης του κ. Γιώργου Παπανδρέου από μια εμβληματική σε πρόσωπα νομοπαρασκευαστική επιτροπή (Ν. Αλιβιζάτος, Α. Διαμαντόπουλος, Σ. Δώδος, Η. Νικολακόπουλος, Λ. Παπαδοπούλου, Φ. Σπυρόπουλος), αλλά ο νόμος δεν προχώρησε, ίσως επειδή μπήκαμε στη θύελλα των μνημονίων.
Τώρα η συζήτηση παρεκτρέπεται από τα ουσιαστικά και περιορίζεται στις ανάγκες του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού και των πατρόνων του. Παρά την κατηγορηματική υποστήριξη του γερμανικού μοντέλου από τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη το 2007 (αλλά και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος είχε δηλώσει: «Ο νόμος τον οποίο προτείνει το ΠΑΣΟΚ –ο γερμανικός νόμος– είναι δική μας προτίμηση. Εγώ ο ίδιος, επί δεκαετίες, τον υποστηρίζω»), διαβάζουμε ότι από την κυβέρνηση «μετά από ώριμη σκέψη απορρίφθηκε το λεγόμενο γερμανικό μοντέλο, καθώς οι μονοεδρικές στις οποίες βασίζεται θα μετέτρεπαν τους βουλευτές σε ανταγωνιστές των δημάρχων» (Θέμα, 25.8.2019). Φιλελεύθερο κόμμα που δεν θέλει τον ανταγωνισμό; Δημοκρατική κυβέρνηση να φοβάται τα check and balances της τοπικής εξουσίας; Τι άλλο θα ακούσουμε σε αυτή τη χώρα;
Η μεγάλη έκπληξη όμως προέρχεται από το ΚΙΝΑΛ, το οποίο –χωρίς να φοβάται τη διάχυτη μουρμούρα περί των μεγάλων πατρόνων της ελληνικής πολιτικής σκηνής– «προειδοποιεί αρμοδίως πως το “γερμανικό μοντέλο” δεν μπορεί να αποτελέσει βάση συζήτησης για συναίνεση σε εκλογικό νόμο που θα ακολουθήσει» (news24|7, 23.8.2018) αδιαφορώντας για το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ το είχε προτείνει από το 2007 και κορυφαίες προσωπικότητες του χώρου έχουν ταχθεί υπέρ.
Τα στερνά ατιμάζουν τα πρώτα, και η χώρα χρειάζεται βαθιές μεταρρυθμίσεις. Διότι με τα ντοσιέ μόνο, και μπαλώματα στις λακκούβες που άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ, το καλύτερο που μπορεί να πετύχει είναι να φέρει τη χώρα στην προ χρεοκοπίας κατάσταση. Οχι πολύ πριν, αλλά στο 2007, τότε που χάθηκε η ευκαιρία για τη μεγάλη τομή…