Μάρτιος 1989, ο Μένιος Κουτσόγιωργας αλλάζει τον εκλογικό νόμο. Καθιερώνει το πλησιέστερο σε απλή αναλογική σύστημα που έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα στη χώρα. Αποτέλεσμα; Η ΝΔ χρειάζεται να κερδίσει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις στη σειρά ώσπου να κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση το 1990 πια.
Με μόλις 152 βουλευτές και τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα τρία χρόνια αργότερα. Το παράδειγμα είναι το πιο ακραίο, αλλά δεν είναι το μοναδικό στη νεότερη πολιτική ιστορία. Εξού και σχεδόν από αυτοματισμό όποτε ανοίγει η κουβέντα περί αλλαγής εκλογικού νόμου άπαντες στο πολιτικό σύστημα ψάχνουν να βρουν που, πώς και γιατί στήνεται η παγίδα. Σε μια τέτοια φάση βρίσκονται και τώρα, παρότι ακόμη δεν έχει ξεκινήσει επισήμως ο διάλογος.
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2016 θα βρίσκεται μέσα στις νομοθετικές πρωτοβουλίες του φθινοπώρου.
Τόσο η Πειραιώς όσο κι η Χαριλάου Τρικούπη, άλλωστε, μόνο ως άδολη δεν είχαν εκλάβει την απλή αναλογική που θέσπισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Πίσω από το «πάγιο αίτημα της Αριστεράς», έβλεπαν απλά την ανάγκη της Κουμουνδούρου να προκαλέσει παρατεταμένη ακυβερνησία και αστάθεια. Οχι άδικα. Οι συριζαίοι απέδειξαν αρκετές φορές πόσο τους αρέσει το μαοϊκό τσιτάτο για τη μεγάλη αναταραχή. Οι δε γαλάζιοι μιλούσαν και για έναν απώτερο τσιπρικό στόχο, την – κατά το κλισέ – «δεξιά παρένθεση».
Ετσι θα είναι ο εκλογικός νόμος
Ο αρμόδιος υπουργός Τάκης Θεοδωρικάκος έχει περιγράψει σε αδρές γραμμές την πρόταση που επεξεργάζεται η κυβέρνηση: «Ενας εκλογικός νόμος αναλογικός, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να διευκολύνει τον σχηματισμό κυβερνήσεων».
Εχει επίσης δηλώσει ότι είναι «ξεκάθαρη η δέσμευσή μας για κατάργηση της απλής αναλογικής». Σύμφωνοι. Προς το παρόν ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει πράξη η δέσμευση δεν είναι ξεκάθαρος. Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να διαβάσει κανείς την παρέμβαση του γραμματέα του ΚΙΝΑΛ την προηγούμενη Κυριακή, στην οποία υπενθύμισε ότι η κεντροαριστερή πρόταση για τον εκλογικό νόμο «λέει το προφανές.
Αναλογικότερος από το µπόνους των 50 εδρών (…), αλλά παράλληλα και µε συγκεκριμένα εχέγγυα για τη διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας».
Για να το πούμε πιο ωμά, ο υπουργός Εσωτερικών μπορεί να εξέφρασε δημοσίως την ανάγκη συναινέσεων, υποστηρίζοντας πως «θα τον συζητήσουμε (σ.σ.: τον εκλογικό νόμο) με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις», ωστόσο η εκτίμηση που επικρατεί σε κάποια κομματικά επιτελεία – του ΚΙΝΑΛ προεξάρχοντος – είναι ότι «η κυβέρνηση θα ακολουθήσει «τακτική ασύλου» και σε αυτό το ζήτημα».
Εννοούν οι πηγές που το αναφέρουν ότι «θα προτιμήσει να πορευθεί μόνη, δεν θα κάνει τους απαραίτητους για τη συναίνεση συμβιβασμούς». Δεδομένων των συσχετισμών, πάντως, η πολιτική δύναμη με την οποία δύναται να συζητήσει η ΝΔ δεν είναι άλλη από το ΚΙΝΑΛ.
Τα τρία σενάρια
Η σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει ακατόρθωτη κι οι υπόλοιποι παίκτες δεν αρκούν αριθμητικά. Μόνο που οι κεντροαριστεροί πλέον ψυχανεμίζονται «μεθοδεύσεις».
Τα σενάρια που κυκλοφορούν προς το παρόν για όσα μελετά η νέα κυβέρνηση είναι τρία.
Σενάριο πρώτο
Ενα σύστημα που βασίζεται στο γερμανικό μοντέλο. Οι μικρότερες περιφέρειες μετατρέπονται σε μονοεδρικές – όπου υποτίθεται ότι οι ψηφοφόροι θα καλούνται να ψηφίσουν πρόσωπα κι όχι κόμματα – και στις μεγάλες καθιερώνεται η εκλογή με λίστα – ο εκάστοτε αρχηγός κόμματος επομένως επιλέγει ποιοι θα είναι υποψήφιοι.
Σενάριο δεύτερο
Θεσπίζεται κατώτατο όριο στο μπόνους των εδρών του πρώτου κόμματος και κλιμακωτή αύξησή του μέχρι ένα συμφωνημένο ταβάνι, ανά μονάδα και έδρα.
Σενάριο τρίτο
Η επαναφορά του νόμου Σκανδαλίδη με μπόνους 40 εδρών στον νικητή των εκλογών – η επαναφορά του νόμου Παυλόπουλου που έδινε το μπόνους των 50 εδρών μέχρι και τις εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν φαντάζει εξαιρετικά πιθανή στους γνωρίζοντες.
Αν σε κάτι διαφέρει η επικείμενη αλλαγή εκλογικού συστήματος από τις οκτώ προηγούμενες από το 1974 κι έπειτα, αυτό είναι πως η παρούσα κυβέρνηση έχει ένα παραπάνω εργαλείο στα χέρια της, τη συνταγματική αναθεώρηση.
Η προτείνουσα Βουλή έστειλε στην παρούσα και αναθεωρητική το άρθρο 54 του Συντάγματος. Το άρθρο, δηλαδή, που ορίζει πως απαιτούνται 200 ψήφοι για την άμεση εφαρμογή – από τις επόμενες κιόλας εκλογές – ενός εκλογικού νόμου. Το 54 κρίθηκε αναθεωρητέο με απλή πλειοψηφία, άρα για να αλλάξει το περιεχόμενό του χρειάζονται 180 βουλευτές.
Οσοι ακριβώς έχει η κυβερνητική πλειοψηφία μαζί με τους 22 του ΚΙΝΑΛ. Εφόσον, λοιπόν, η ΝΔ θέλει να αποφύγει μια εκλογική αναμέτρηση με απλή αναλογική, σημειώνουν πολιτικοί παρατηρητές, πρέπει να εξασφαλίσει τη στήριξη του ΚΙΝΑΛ σε μια αλλαγή του 54 που θα έριχνε τις απαιτούμενες ψήφους από 200 σε 180, και στη συνέχεια να φέρει την πρότασή της για τον εκλογικό νόμο.
Παρεμπιπτόντως, η πρόβλεψη για τις 200 ψήφους θεσπίστηκε στην αναθεώρηση του 2001. Ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε έτσι να αποτρέψει τις εκάστοτε κυβερνήσεις από κάτι που είχε γίνει σχεδόν χόμπι, την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ανάλογα με τις ανάγκες του κυβερνώντος κόμματος. Ή, για να ακριβολογούμε, ανάλογα με το πρόβλημα που εκείνο επιθυμούσε να προκαλέσει στον μεγάλο του αντίπαλο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η προϋπόθεση που θέτουν οι παραπάνω πολιτικοί παρατηρητές ακούγεται απλή, αλλά δεν είναι. Η συναίνεση των κεντροαριστερών θα έχει, λένε οι κονεσέρ των παρασκηνίων, όρους. Για παράδειγμα, δεν μπορούν να δεχθούν ένα μπόνους πάνω από 40 έδρες.
Οι πιο μυημένοι επισημαίνουν και τη δυσκολία που θα έχουν να αποδεχθούν ένα γερμανικό μοντέλο. «Γιατί ένα τέτοιο σύστημα ενισχύει τους δύο εκπροσώπους του δικομματισμού εις βάρος όλων των μικρότερων κομμάτων. Οι πολίτες συνήθως πρώτα ψηφίζουν κόμματα και μετά πρόσωπα στην Ελλάδα» υπογραμμίζει έμπειρη πηγή του χώρου.
Στη λίστα κάποιοι προσθέτουν και την επιθυμία να συμφωνηθούν αρχικά οι αλλαγές στον εκλογικό νόμο και σε δεύτερο χρόνο να έρθει η συνταγματική αναθεώρηση. Κάτι τέτοιο ωστόσο ακούγεται δώρο άδωρο. Αν αλλάξει πρώτα ο νόμος – ακόμη και με την υποστήριξη του ΚΙΝΑΛ – οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική, μιας και δεν θα έχει αλλάξει η συνταγματική επιταγή για πλειοψηφία 2/3, και η όποια αλλαγή του Συντάγματος είναι αδιανόητο να έχει αναδρομική ισχύ.
Μια διαδεδομένη στους κόλπους της ελάσσονος αντιπολίτευσης υπόθεση εργασίας – μετά την εμπειρία των πρώτων κοινοβουλευτικών εμφανίσεων της γαλάζιας κυβέρνησης – είναι πως ο Μητσοτάκης ίσως πάρει το ρίσκο να φέρει έναν εκλογικό νόμο βασισμένο στο γερμανικό μοντέλο, που ορισμένοι βρίσκουν συμβατό με την πολιτική του κοσμοθεωρία.
Το υποθέτουν διατεινόμενοι ότι ενδέχεται να επικρατήσουν στο κόμμα του οι φωνές που έχουν πάψει να αντιμετωπίζουν τις κάλπες με απλή αναλογική ως μια μάχη επικίνδυνη. Επειδή θα προσέλθουν σε αυτή με όπλο την βελτίωση της οικονομίας. Εκείνοι που το σκέφτονται κι άλλοι που εικάζουν πως σκέφτονται, βέβαια, παραβλέπουν τα σημάδια μιας παγκόσμιας ύφεσης που έχουν ήδη εμφανιστεί, καθώς και τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης.
Ο Πρωθυπουργός έχει θέσει με διάφορους τρόπους ως νούμερο ένα στόχο του την ανάκαμψη του μεγάλου ασθενούς, της ελληνικής οικονομίας. Οπως, όμως, ξέρουν όσοι κρατούν νυστέρι, ο πρώτος κανόνας για να πάει καλά ένα χειρουργείο είναι να έχουν προβλεφθεί και εκ των πρότερων περιοριστεί – στο μέτρο του δυνατού – όλα τα ρίσκα.