Σημειολογικά, η πιο «δυνατή» ίσως στιγμή της χθεσινής εκδήλωσης του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για τα 44 χρόνια από την διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη ήταν ο θερμός εναγκαλισμός της Φώφης Γεννηματά με τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Και πολιτικά, η πιο ηχηρή στιγμή για την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και του Κινήματος Αλλαγής ήταν όταν έθεσε ως πρωταρχικό στόχο την «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ στις επικείμενες εκλογές – «να πάνε από εκεί που ήρθαν», όπως επανέλαβε χαρακτηριστικά.
Βεβαίως, η Φώφη Γεννηματά δεν παρέλειψε να θυμηθεί και την γραμμή των ίσων αποστάσεων, δείχνοντας ως ιστορικό αντίπαλο του κόμματός της την ΝΔ: «Ο δικός μας στρατηγικός, ιδεολογικός αντίπαλος είναι ο νεοφιλελευθερισμός και ο πολιτικός εκφραστής του, η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας», είπε ενθυμούμενη, προφανώς, και την αντί-δεξιά πολιτική κληρονομιά του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η κατανομή χρόνου και πάθους όμως στην ομιλία της ήταν εν συνόλω, και για μια ακόμη φορά, απολύτως ετεροβαρής. Απέρριψε οποιαδήποτε σχέση του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ με τον προοδευτικό χώρο, απέδωσε στην κυβέρνηση χαρακτηριστικά «ομάδας καιροσκόπων» και αποκήρυξε κάθε γέφυρα με τους «τυχοδιώκτες» που «κινούνται χωρίς ιδεολογική ταυτότητα».
Εν ολίγοις, η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής υιοθέτησε πλήρως την ατζέντα Βενιζέλου, δεν μίλησε μεν για «μέτωπα» αλλά έκανε την «αντί-ΣΥΡΙΖΑ» στρατηγική αιχμή της ομιλίας της, και έκλεισε όλες τις πόρτες και τις γέφυρες διαλόγου μεταξύ αριστεράς και κεντροαριστεράς.
Πίσω από αυτή την επιλογή, οι πλέον «υποψιασμένοι» του πολιτικού παιχνιδιού διακρίνουν έναν πρώτο – θεμιτό – στόχο και μια δεύτερη – ανομολόγητη – επιθυμία.
Ο θεμιτός στόχος είναι να επαναπατρίσει το Κίνημα Αλλαγής τους ψηφοφόρους που έχασε μαζικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και να ανακτήσει την κυριαρχία στον προοδευτικό και κεντροαριστερό χώρο. Αποτελεί ανοιχτό ερώτημα ωστόσο εάν η υπερβολική δόση αντιΣΥΡΙΖΑ ρητορητικής μπορεί όντως να υπηρετήσει αυτόν τον στόχο και να δελεάσει τους αποστασιοποιημένους προοδευτικούς, και παραδοσιακά αντιδεξιούς, ψηφοφόρους. Πόσο μάλλον όταν η εν λόγω «υπερβολική δόση» συνοδεύεται από τα σταθερά ανοίγματα κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Ανδρέας Λοβερδος, προς την ΝΔ και την προοπτική συνεργασίας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η ανομολόγητη επιθυμία είναι η αυτοδυναμία της Νεας Δημοκρατίας στις εκλογές όποτε κι αν γίνουν αυτές. «Η πριμοδότηση του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου είναι, στην πράξη, πριμοδότηση της αυτοδυναμίας του Κυριάκου», λέει χαρακτηριστικά παλαιό και έμπειρο κοινοβουλευτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Και το ίδιο στέλεχος επισημαίνει πως η ανάδειξη μέσα από τος κάλπες μιας αυτοδύναμης ΝΔ θα απεγκλωβίσει αυτομάτως το Κίνημα Αλλαγής και από το καταλυτικό δίλημμα «με ποιον θα πάει και ποιον θ’ αφήσει».
Στην Χαριλάου Τρικούπη γνωρίζουν καλά πως σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, οι πιέσεις που θα δεχθεί το Κίνηνα Αλλαγής θα είναι ασφυκτικές. Κι όσο κι εάν ο Ευάγγελος Βενιζέλος οραματίζεται επανάληψη της συγκυβέρνησης Σαμαρά, οι περισσότεροι στο ηγετικό επιτελείο του Κινήματος Αλλαγής έχουν πλήρη συναίσθηση ότι μια νέα κυβερνητική συγκατοίκηση με την δεξιά μπορεί να οδηγήσει στον πλήρη αφανισμό το ήδη συρρικνωμένο κόμμα που ίδρυσε πριν από 44 χρόνια ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Η προβολή της επιθυμίας στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν συνιστά πολιτική στρατηγική. Και η αποφυγή των υπαρκτών και μεγάλων ιδεολογικών διλημμάτων δεν είθισται να παράγει πολιτικές ανατροπές και «αναγεννήσεις». Το δίλημμα, άλλωστε, τίθεται ντε φάκτο πλέον σε όλη την Ευρώπη, όπου η ακροδεξιά επέλαση ανοίγει σταθερά νέους διαύλους διαλόγου και προσεγγισης μεταξύ αριστεράς και κεντροαριστεράς. Ισως η άρνηση της εγχώριας κεντροαριστεράς να ακολουθήσει αυτή την τάση να αποτελεί «φωτεινή» πολιτική διαφοροποίηση.
Ισως όμως να οδηγεί κι εκεί που προέβλεψε ένα στέλεχος του ίδιου του ΠΑΣΟΚ, ο Νίκος Μπίστης – ένα από τα αρκετά πλέον στελέχη του κόμματος που τάσσονται σταθερά υπέρ της σύγκλισης των προοδευτικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου βεβαίως και του ΣΥΡΙΖΑ:
«Κάποιοι στην ελληνική κεντροαριστερά», έγραψε στο ΕΘΝΟΣ ο Νικος Μπίστης, «που μπορούν να δουν πέρα από την μύτη τους και τα σύνορα της χώρας αντιλαμβάνονται το αναπόδραστο αυτής της διαδικασίας( της σύγκλισης με την αριστερά). Την παραπέμπουν όμως μετά την «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ. Μακάρι να βγω ψεύτης αλλά φοβάμαι ότι τότε θα είναι πολύ αργά για την κεντροαριστερά που κινδυνεύει μέσα στις συνθήκες της πόλωσης να υποστεί η ίδια στρατηγική ήττα»…