Μας άφησε χτες ένας «ευγενής» της Αριστεράς, ο Τάκης Μπενάς. Ήταν ο τελευταίος ίσως μιας ιδιαίτερης γενιάς, που είχε στις τάξεις της τον Μπάμπη Δρακόπουλο, τον Γρηγόρη Γιάνναρο, τον Άγγελο Ελεφάντη. Ίσως όχι τυχαία, ο Μπενάς φεύγει σε μια εποχή που περισσεύουν οι αριθμοί και λείπουν τα πρόσωπα. Εις μνήμην λοιπόν, αν όχι προς γνώσιν, έχω να πω τα εξής:
Με κάθε μέτρο κι από κάθε άποψη, ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Εμένα μάλιστα μου είναι μάλλον συμπαθής. Πολλοί επικρίνουν την αυταρέσκεια και τη ναρκισσιστική συμπεριφορά του. Αλλ’ η πικρή αλήθεια είναι ότι το είδος ευδοκιμεί σε όλους τους πολιτικούς χώρους και ιδιαίτερα στη (μεταμοντέρνα) Αριστερά.
Για όσους γνωρίζουν τον «τύπο» απ’ τα ταξίδια τους, ο Βαρουφάκης είναι το συγγενέστερο που διαθέτουμε προς τον κλασσικό, αμερικανικής καταγωγής και φιλελεύθερης (liberal) κοπής, διανοούμενο. Κοσμοπολίτης και κοσμογυρισμένος, διαβασμένος, ευφραδής, πνευματώδης, εφευρετικός, αντισυμβατικός, είρων και καυστικός με τους αντιπάλους, αλλά πάντοτε εντός ορισμένων ορίων. Με αστική ευγένεια, εισόδημα και μόνιμη δουλειά στο Πανεπιστήμιο. Τηρουμένων των αναλογιών και των σχετικών μεγεθών, κάτι σαν τον αμερικανό Νόαμ Τσόμσκι (αν και αυτό μπορεί ν’ ακούγεται βλάσφημο στ’ αυτιά ορισμένων).
Αν το ερώτημα ήταν ποιον προτιμάμε ως βουλευτή Ηρακλείου, τον Βαρουφάκη ή τον Μιχελογιαννάκη, η απάντηση θα ήταν εύκολη. Αν συζητούσαμε για τον εκατοστό πεντηκοστό πρώτο βουλευτή, που θα ανέβαζε ή θα κατέβαζε κυβερνήσεις, το ζήτημα θα δυσκόλευε λίγο. Και αν το πρόβλημα ήταν ποιον επιλέγουμε ως υπουργό Οικονομικών, οι επιφυλάξεις ήταν θα σοβαρές. Για να μην παρεξηγηθούμε όμως, βάλτε στη θέση του Βαρουφάκη τον Χ, τον Ψ, τον Ζ. Τί κάνει έναν καλό επιστήμονα, έναν πολλά υποσχόμενο καλλιτέχνη, μια συμπαθητική –ή και προκλητική- φυσιογνωμία της δημόσιας ζωής, ακατάλληλους για μια θέση ευθύνης; Όχι πάντως το στυλ ή η φιλοδοξία τους (που δεν είναι εξ αρχής δεδομένη και που, ούτως ή άλλως περισσεύει, όπως είπαμε, στην Αριστερά).
Αν και αργότερα το ανακάλεσε, είχε εν μέρει δίκιο ο Αλέξης Τσίπρας όταν είπε ότι ο Βαρουφάκης ήταν «asset» (κεφάλαιο) για την ομάδα του. Γιατί ο τέως υπουργός μπορούσε να σκέφεται, δεν ήταν ατάλαντος κι είχε πάρει ένα σωρό ψήφους. Δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις με κάτι «κεφάλαια» του τύπου «Λαφαζάνης», αλλά μέσα στο υπουργικό συμβούλιο του 2015, ο Βαρουφάκης είχε μια ιδιαίτερη ακτινοβολία, που, όπως και να το κάνουμε, κολάκευε την περηφάνεια μας ως «πρώτη φορά Αριστερά».
Στην πραγματικότητα, η περίπτωση Βαρουφάκη είναι ακόμα πιο δύσκολη απ’ ό,τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Από συναισθηματικής απόψεως και από ηθικής πλευράς, ο Βαρουφάκης έχει κάτι επιπλέον με το μέρος του: όταν το ΟΧΙ παίρνει 60% στο δημοψήφισμα και μετά λες «τώρα κάνουμε πίσω», ανεξάρτητα από το πόσο σωστό ή λάθος είναι, ο άλλος αισθάνεται ριγμένος. Βγαίνει λοιπόν στη συνέχεια μ’ ένα βιβλίο, περιγράφει του Βαραβά τα βάσανα και του Χριστού τα πάθη και γίνεται θρύλος και ταινία. Συνάδελφος πανεπιστημιακός από την Ελβετία μου έγραφε προ καιρού ότι το βιβλίο του Βαρουφάκη του άνοιξε τα μάτια και πως αισθάνεται πολύ καλά που η χώρα του δεν μπήκε ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ένωση!
Παρ’ όλη τη συμπάθεια κα τα χίλια δίκια που θα του έδινα σε ορισμένα πράγματα, συνειδητά και μετά λόγου γνώσεως, δεν θα ψηφίσω τον Γιάνη Βαρουφάκη στις εκλογές. Η πρώτη μου ένσταση είναι αμιγώς πολιτική. Ο Βαρουφάκης μας λέει ότι ε ά ν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) αποφάσιζε να εκδώσει ομόλογα και να χρηματοδοτήσει με 500 δι ετησίως, για μια πενταετία, «πράσινες» επενδύσεις, θα έφευγε απ’ τη μέση ο βραχνάς της στασιμότητας και θα μπορούσε να υιοθετηθεί ένα μοντέλο ανάπτυξης, που θα έβαζε τέλος στη φτώχεια και στις ολέθριες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Η πρόταση είναι πράγματι άμεσα υλοποιήσιμη, χωρίς ν’ αλλάξουν οι δεδομένες ευρωπαϊκές δομές, γιατί η EIB είναι βραχίονας (ιδιοκτησία) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρα, το μόνο που θα χρειαζόταν είναι να βάλει μυαλό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και να υπάρξει πολιτική βούληση στο Στρασβούργο και τις Βρυξέλλες.
Η πρόταση Βαρουφάκη έχει όμως μια βασική προϋπόθεση: την εκ θεμελίων ανατροπή των πολιτικών προτεραιοτήτων που έχουν οι ευρωπαϊκές ελίτ, δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, την ανατροπή του καπιταλισμού. Όπερ έδει δείξαι. Διότι, αν αυτο-ανατραπεί το σύστημα, όλα τα άλλα είναι ευκόλως εννοούμενα!
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ένσταση, που η απώλεια του Τάκη Μπενά την υπογραμμίζει με μάλλον επώδυνο τρόπο. Στον δρόμο της, η κυβερνώσα Αριστερά επιστράτευσε, εκτός από τον Γιάνη Βαρούφάκη, ένα σωρό «έξυπνους» τεχνοκράτες, «λαμπερά ονόματα» της δημόσιας ζωής, κινηματικές «φίρμες» και πρόσωπα με αδιαβάθμητα προσόντα. Αρκεί να πω ότι στις διαπραγματεύσεις με την Τρόϊκα για την Παιδεία δίπλα μου καθόταν κάποτε η νυν εκπρόσωπος τύπου της Νέας Δημοκρατίας Σοφία Ζαχαράκη, η οποία υπηρετούσε τότε (ως ειδική σύμβουλος;) στον Τομέα της Δια Βίου Μάθησης του Υπουργείου Παιδείας.
Είμαι ο τελευταίος που θα διαμαρτυρόταν για την πρόσληψη ενός «δεξιού» σε κρατική υπηρεσία που διαχειρίζεται η Αριστερά (σε μερικές περιπτώσεις το είχα προτείνει άλλωστε ο ίδιος). Ένας τέτοιος πολιτικός ρατσισμός θα ήταν όχι μόνο αντιπαραγωγικός, αλλά και κάτι εξόχως αντιδημοκρατικό. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως υπήρχε ένα πρόβλημα: το βιογραφικό. Προς τιμήν της, η κα Ζαχαράκη δεν υποκρίθηκε ποτέ κάτι άλλο από αυτό που ήταν, ήξερε και υπηρετούσε. Τώρα, τί σχέση μπορεί να έχουν η «τεχνογνωσία», η προηγούμενη εμπειρία και η δεδηλωμένη θέση και στάση του συγκεκριμένου στελέχους της Νέας Δημοκρατίας με τον αγώνα που έκανε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι κάτι που ειλικρινά με ξεπερνά.
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα. Μάθαμε από την εμπειρία του 2015-2019 ότι τα πρόσωπα έχουν περισσότερη σημασία απ’ ό,τι είχαμε αρχικά θεωρήσει από τη λανθασμένη ανάγνωση των «κλασσικών». Ο Αλέξης Τσίπρας είπε προ καιρού ότι τα κύρια λάθη που καταλογίζει στον εαυτό του είναι οι επιλογές προσώπων. Αμφιβάλλω αν το εννοεί, αλλά αυτό δεν έχει την παραμικρή σημασία. Σημασία έχει ότι ζούμε εδώ, στον πλανήτη γη, με το μπουλντόγκ Ερντοργάν στην αυλή μας και μια λυκοφωλιά ακραίων νεοφιλελεύθερων καλά εγκατεστημένη στις Βρυξέλλες (και σύντομα, πιθανόν, στην Αθήνα). Δεν μας παίρνει να έχουμε άλλες αυταπάτες. Ούτε σε πολιτικές, ούτε σε πρόσωπα. Γιατί κάποτε πρέπει να βγούμε απ’ το καβούκι μας, να πάμε όλοι μαζί να θερίσουμε και ν’ απολαύσουμε επιτέλους τους καρπούς της σποράς μας.