Το οικονομικό μοντέλο της «πολιτικής αλλαγής» που επαγγέλεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης βασίζεται στον διπλό άξονα μείωσης της φορολογίας και στήριξης της επιχειρηματικότητας. Είναι ο άξονας λιγότερων φόρων – λιγότερων δαπανών – περισσότερων επενδύσεων, πάνω στον οποίο η ΝΔ έχει χτίσει το βασικό προεκλογικό της αφήγημα στοχεύοντας στην εμπιστοσύνη της μεσαίας τάξης.
Απέναντι στο εν λόγω αφήγημα, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος διαμήνυσε χθες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκχωρεί τη μεσαία τάξη στην ΝΔ – «η ταξική μας μεροληψία επεκτείνεται και στη μεσαία τάξη», είπε χαρακτηριστικά. Και η Εφη Αχτσιόγλου υπενθύμισε οτι το 83% των μνημονιακών φόρων στη μεσαία τάξη επιβλήθηκαν στο διάστημα από το 2010 έως το 2014 και το υπόλοιπο 17% από το 2015 και έπειτα». Για να προσθέσει επίσης ότι «δεν θα αφήσουμε την Ελλάδα να μετατραπεί σε έναν παράδεισο off shore και εργοδοτικής αυθαιρεσίας».
Και οι δύο επισημάνσεις δεν είναι τυχαίες, όπως δεν είναι τυχαία και η επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην προγραμματική, σε βάθος αντιπαράθεση με την ΝΔ στην διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. «Εάν συγκρίνουμε σε βάθος και αναλύσουμε τα δύο προγράμματα και τα δυο οικονομικά μοντέλα, ναι, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών μπορεί να ανατραπεί», είναι το χαρακτηριστικό σχόλιο κυβερνητικής πηγής.
Η ίδια πηγή εξηγεί πως οι διαφορές ανάμεσα στα δύο προγράμματα είναι δομικές – από το πως εννοούν και πως προσδιορίζουν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ την μεσαία τάξη έως το πόσο ρεαλιστικές είναι οι εξαγγελίες Μητσοτάκη για «έκρηξη επενδύσεων» και διαμόρφωση περιβάλλοντος «φιλικού προς την επιχειρηματικότητα» χωρίς παράλληλο μαχαίρι στις κοινωνικές δαπάνες και χωρίς να πληγούν τα εργασιακά δικαιώματα.
Ο ίδιος ο πρόεδρος της ΝΔ άλλωστε μάλλον άνοιξε πεδίο για δεύτερη και τρίτη ανάγνωση του προγράμματός του με την χθεσινή του συνέντευξη στον Σκάι: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε χθες πως – εάν εκλεγεί πρωθυπουργός – δεν θα κλείσει την Βουλή για το καλοκαίρι, θα ψηφίσει τον Σεπτέμβριο την φορολογική του μεταρρύθμιση που θα έχει ισχύ από το 2020, θα προχωρήσει σε οριζόντια – και όχι κλιμακωτή και στοχευμένη – μείωση του ΕΝΦΙΑ, και θα προτάξει την μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων – αρχικά από το 28% στο 24% και και στη συνέχεια στο 20%.
Κυβερνητικά στελέχη σημειώνουν πως από τις εξαγγελίες αυτές απουσιάζει τελείως η παράμετρος και η «μεσαία τάξη» των εργαζομένων. Για την ΝΔ, όπως λένε, η αποκλειστική προτεραιότητα της φορολογικής αποσυμπίεσης βρίσκεται στις επιχειρήσεις και στους ελεύθερους επαγγελματίες. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη οι «καλύτερες μέρες» και οι «καλύτερες δουλειές» που υπόσχεται στους εργαζόμενους έρχονται μόνον μέσα από την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς και την λειτουργία του ανεξέλεγκτου νεοφιλελευθερισμού. «Μέσα σε αυτό το άκρως νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν ακούσαμε τίποτα για αύξηση του κατώτατου μισθού, δεν ακούσαμε επίσης τίποτα για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Αντιθέτως, ακούσαμε εργοδότες να ζητούν με θράσος μπροστά στον κ. Μητσοτάκη να σταματήσουν οι έλεγχοι του ΣΔΟΕ και της Επιθεώρησης Εργασίας κι εκείνον να μην προβάλει την παραμικρή αντίδραση», λέει κυβερνητική πηγή.
Στον αντίποδα, όπως τονίζει, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί μια ισορροπημένη ανακούφιση των μεσαίων επιχειρηματιών, που πράγματι σήκωσαν δυσανάλογο βάρος των Μνημονίων, με παράλληλη διατήρηση του κοινωνικού κράτους και διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Το προγραμμα φορολογικών ελαφρύνσεων του ΣΥΡΙΖΑ είναι σταδιακό και στοχευμένο, εστιάζει στις εισοδηματικές τάξεις που κινούνται στην κλίμακα των 25.000 εως 45.000 ευρώ ετησίως και, ταυτόχρονα προβλέπει νέες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και χορήγηση κινήτρων για την απασχόληση νέων επιστημόνων και την αναστροφή του brain drain.
Επιπροσθέτως, όπως σημειώνουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το μίγμα της μεταμνημονιακής οικονομικής αναδιανομής είναι απολύτως κοστολογημένο και ρεαλιστικό και μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς περικοπές στις δαπάνες του κοινωνικού κράτους, όπως στην Υγεία ή στην Παιδεία. Αντιθέτως, υπολογίζουν πως το προγραμμα μείωσης των φόρων της ΝΔ δημιουργεί δημοσιονομικό κενό τουλάχιστον 2 δις ευρώ το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί χωρίς περικοπές κοινωνικών δαπανών.