Η επιβράβευση του Κυριάκου Βελόπουλου και της «Ελληνικής Λύσης» του στις Ευρωεκλογές της 26ης Μαϊου από το εκλογικό -τηλεοπτικό του ακροατήριο, το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στη βόρεια Ελλάδα, με ένα 4,1% των ψήφων και μια θέση στην Ευρωβουλή, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Αποτελεί άλλη μία τρανή απόδειξη πως ο τηλεμάρκετινγκ εθνικισμός, η προώθηση της συνωμοσιοπαράνοιας, της αγοραίας ρωσοφιλίας (το «ξανθό γένος») και των fake news (π.χ. «κείμενα» του Ιησού), χτίζουν κάλλιστα πολιτικές καριέρες, ειδικά σε εποχές κρίσης, ανασφάλειας και διαχείρισης φόβου.
«Σε περιόδους γενικευμένης ανασφάλειας, όταν το μέλλον ορθώνεται σκοτεινό και δυσεντόπιστο, ο ορθός λόγος, η ανεκτικότητα, η επιείκεια και η αλληλεγγύη υποχωρούν. Μεταμορφώνεσαι σε ένα έμφοβο και τρομαγμένο πλάσμα. Ο νόμος και η τάξη προβάλλουν σαν ασπίδα προστασίας, κι εσύ ένα μικρό παιδί που προστρέχει στον πατέρα-νόμο για να σε φροντίσει και να σε περιθάλψει απ’ τους κακούς και το κακό. Ο ξένος και το διαφορετικό ως αποδιοπομπαίοι τράγοι αμβλύνουν τη δυσφορία σου παίρνοντας πάνω τους το βάρος της δικής σου δυστυχίας…», είχε σχολιάσει εύστοχα πριν από δεκαπέντε χρόνια τα αποτελέσματα μιας έρευνας του ΕΚΚΕ η Φωτεινή Τσαλίκογλου, καθηγήτρια τότε στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, όταν το φαινόμενο του τηλεμάρκετινγκ εθνικισμού είχε για τα καλά εγκατασταθεί στο οικοσύστημα των μικρών ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών της χώρας μας.
Η τηλε-«πορεία προς τον λαό»
Οι εγχώριοι τηλεμάρκετινγκ εθνικιστές ακολούθησαν παρόμοιο δρόμο μ’ εκείνον που άνοιξαν οι Αμερικανοί τηλε-ευαγγελιστές της δεκαετίας του 1980, οι περισσότεροι εκ των οποίων κατέληξαν τελικά στη φυλακή για εξαπάτηση, σκάνδαλα και κατάχρηση. Στην Ελλάδα αυτή «η πορεία προς το λαό» των τηλεμάρκετινγκ εθνικιστών ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1990, με την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Κορυφώθηκε κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με την άνθηση των τηλεδιαφημίσεων, του τηλεμάρκετινγκ και την καταναλωτική φούσκα της ελληνικής οικονομίας.
Αρχικά έδρεψε πολιτικούς καρπούς το 2007 με την εκπροσώπηση του ΛΑΟΣ στην ελληνική Βουλή. Ωστόσο μετά το 2010 και την έλευση της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων, σε συνδυασμό με την τάση ανόδου της ακροδεξιάς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το φαινόμενο αυτό έγινε mainstream σε σημείο ώστε, ένας από τους μεγαλύτερους τηλεμάρκετινγκ εθνικιστές της χώρας, ο Άδωνις Γεωργιάδης να γίνει αρχικά βουλευτής, στη συνέχεια υπουργός και τελικά αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
Οι αιτίες του φαινόμενου
Τι οδήγησε όμως ένα τμήμα των Ελλήνων να υποκύψουν στη γοητεία του τηλεμάρκετινγκ εθνικισμού και να εκτοξεύσουν αυτούς τους τηλε-πωλητές στο πολιτικό μας στερέωμα; Η τάση των Ελλήνων να ερμηνεύουν τα γεγονότα μέσα από θεωρίες συνωμοσίας απορρέει τόσο από την αμάθεια τους, όσο και από τις συλλογικές και ατομικές νευρώσεις τους, αλλά κι από την αυτό-καταπίεσή τους. Ένας αυτο-καταπιεζόμενος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που δεν εκφράζει ελεύθερα τον αληθινό του εαυτό, έχει την αίσθηση πως ολόκληρη η κοινωνία συνωμοτεί εναντίον του. Διακατέχεται από μια γενική φοβία και μια έλλειψη εμπιστοσύνης για το περιβάλλον του, που τον οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη συνωμοσιοπαράνοια.
Πιστεύοντας σε θεωρίες συνωμοσίας οι Έλληνες από τη μια παραιτούνται από κάθε προσπάθεια να ελέγξουν την τύχη τους – ό,τι κι αν κάνουμε παντοδύναμα κέντρα αποφασίζουν για τη μοίρα μας! – κι από την άλλη βρίσκουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο (π.χ. τους μετανάστες) για να του φορτώσουν κάθε ευθύνη για κάθε κακό που τους συμβαίνει. Αρνούνται την αυτοκριτική, ενοχοποιώντας τους αθώους και αθωώνοντας τους πραγματικούς ενόχους. Η συνωμοσιολογία δεν τους ταξιδεύει μακριά από την ελληνική «έρημο του πραγματικού», αλλά τους εφησυχάζει και τους προκαλεί διανοητικό λήθαργο: Μια νεφελώδη παραίσθηση μέσα στην οποία απολαμβάνουν να μουλιάζουν…
Η γοητεία του ανορθολογισμού
Η επιτυχία του «τηλεμάρκετινγκ εθνικισμού» αποδεικνύει πως πολλοί Έλληνες πολίτες είναι επιρρεπείς στον ανορθολογισμό. Οι σοφοί, οι άγιοι και οι μεγάλοι ανθρωπιστές δεν κατάφεραν να εξευγενίσουν το ανθρώπινο είδος, να του διδάξουν τη λογική, την αγάπη και τον ανθρωπισμό και να το «εμβολιάσουν» έναντι της βαρβαρότητας. Ο εθνικισμός, ο φανατισμός, η συνωμοσιοπαράνοια, η μισαλλοδοξία και κάθε λογής βαρβαρότητες, αντλούν τη δύναμή τους από το ερπετώδες έρεβος του εγκεφάλου μας, την άβυσσο που κρύβουμε μέσα μας. Γι’ αυτό και οι ανορθολογικές εκφάνσεις του θυμικού μας συντροφεύουν πάντοτε, σε κάθε εποχή και θέλει παιδεία, καλλιέργεια και συνεχή προσπάθεια να μην υποκύπτουμε σε αυτές.
Το παρήγορο πάντως είναι πως αυτά τα φαινόμενα ξεφουσκώνουν συνήθως απότομα, όπως απότομα άλλωστε και φουσκώνουν. Κι αυτό διότι δε διαθέτουν κοινωνική βάση – κυρίως μόνον ψυχολογική – και αντικειμενικούς λόγους ύπαρξης. Ωστόσο, μέχρι να ξεφουσκώσουν, κάνουν πολύ φασαρία και δηλητηριάζουν την πολιτική σκηνή με τοξική προπαγάνδα και μισαλλοδοξία. Ισχύει πάντως γι’ αυτή την περίπτωση πως «οι άδειοι ντενεκέδες κάνουν μεγαλύτερο θόρυβο στην κατηφόρα. Είναι μια πολιτική ηχορύπανση, η οποία θα μας ακολουθεί για αρκετά χρόνια ακόμη, ώσπου ίσως να αποκτήσουμε ένα είδος ανοσίας απέναντί της. Ως τότε, περαστικά μας.