Ο Αλέξης Τσίπρας έχει έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο για την Κυριακή των ευρωεκλογών: Να ακυρώσει την (ήδη θολή πλέον) δημοσκοπική εικόνα της απόλυτης κυριαρχίας της ΝΔ και – με τελικό ορίζοντα τις εθνικές κάλπες – να φέρει το παιχνίδι σε όρους πολιτικής ανατροπής. «Ποιος θα κυβερνά θα το αποφασίσει ο ελληνικός λαός, όχι οι δημοσκόποι», διαμήνυσε χθες το βράδυ από το Πασαλιμάνι, για να προσθέσει ότι «την Ιστορία δεν τη γράφουν οι κονδυλοφόροι της ελίτ».
Για να πετύχει αυτόν τον στόχο βάζει ένα καθαρό ταξικό δίλημμα και είχε, εδώ και καιρό, ένα εξίσου καθαρό σχέδιο: Την διαμόρφωση των συνθηκών εκείνων που θα του επέτρεπαν, στον κρίσιμο πολιτικό χρόνο, να κάνει την πρώτη μεταμνημονιακή αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των «πολλών» και όχι υπέρ των «ελίτ». Κοινώς, η 13η σύνταξη και τα θετικά μέτρα του Ζαππείου δεν ήταν εφεύρημα προεκλογικής απελπισίας – ήταν η κομβική στιγμή μιας μακράς και δομημένης στρατηγικής.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επίσης έναν σαφή στόχο στις ευρωκάλπες της επόμενης Κυριακής: Ένα αποτέλεσμα που θα δείχνει δυναμική αυτοδυναμίας της ΝΔ στις εθνικές εκλογές. Ο,τιδήποτε λιγότερο είναι εξαιρετικά επισφαλές για έναν πολιτικό αρχηγό χωρίς παγιωμένο ηγετικό status τόσο στο κόμμα του όσο και στην κοινωνία. Και είναι επικίνδυνο για μια παράταξη κι ένα πολιτικό σύστημα που η βασική συνεκτική του ύλη είναι η προοπτική ανάκτησης της εξουσίας.
Ατυχώς, το σχέδιο που επελέγη για την επίτευξη του στόχου δεν ήταν εξίσου καθαρό. Ξεκίνησε από την πανστρατιά για την «συντριπτική» και «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ, πέρασε σε μια αμερικανού τύπου προσωποκεντρική καμπάνια με ελλειμματικά όμως ποιοτικά και ηγετικά χαρακτηριστικά, και εμπλουτίστηκε με το αφήγημα της ανόρθωσης της μεσαίας τάξης την οποία «αφαίμαξε η κυβέρνηση Τσίπρα». Ηταν ένα αφήγημα που, ενδεχομένως, θα μπορούσε να λειτουργήσει εάν δεν θόλωνε μέσα στην προγραμματική ασάφεια της ΝΔ – μια ασάφεια, που κατέληξε σε υψηλού ρίσκου φλερτ με τις συνταγές του νεοφιλελευθερισμού 15 ημέρες πριν από τις εκλογές και που, εν τέλει, ανάγκασε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εμφανίζεται απολογούμενος και δεσμευόμενος για μέτρα που είτε έχει εξαγγείλει, είτε έχει ήδη εφαρμόσει ο Αλέξης Τσίπρας.
Στο δια ταύτα, και ένεκα του προεκλογικού μαξιμαλισμού, οποιαδήποτε διαφορά κάτω από τις 5 μονάδες θα μπορούσε πλέον να μετατρέψει ακόμη και μια νίκη της ΝΔ σε προανάκρουσμα ήττας στις εθνικές εκλογές. Στην Πειραιώς το έχουν αντιληφθεί αυτό και τα τελευταία 24ωρα επαναπροσδιορίζεται άρδην η τακτική και επιχειρείται κατέβασμα του πήχη. Ο Αδωνις Γεωργιάδης επαναφέρει τον στόχο του 3,5%, που ήταν και η διαφορά με την οποία κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ τις ευρωεκλογές του 2014, ο Νίκος Δένδιας δηλώνει ότι «σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα που θα είναι δεύτερο το σημερινό κυβερνών κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ηττηθεί και ο πρωθυπουργός οφείλει να παραιτηθεί», και η κεντρική γραμμή αναδιατάσσεται στο μήνυμα ότι «ακόμη και με μία ψήφο διαφορά, η νίκη είναι νίκη και η ήττα είναι ήττα».
Εχει την δική του αξία , δε, το γεγονός ότι τα φιλικά προς την ΝΔ μέσα ενημέρωσης φιλοξένησαν το Σαββατοκύριακο πανομοιότυπες αναλύσεις – και συγκριτικούς πίνακες – σύμφωνα με τις οποίες σε καμία αναμέτρηση ευρωεκλογών, από το 1989 μέχρι σήμερα, ο νικητής δεν επικράτησε του ηττημένου με περισσότερες από 4,4% μονάδες. Και ότι, με εξαίρεση την ανατροπή Σημίτη το 1999-2000, ο νικητής των ευρωεκλογών κέρδιζε πάντοτε και τις επόμενες εθνικές εκλογές με διευρυμένο προβάδισμα.
Στα ίδια μέσα φιλοξενήθηκε ωστόσο και η ανάλυση ενός γνωστού δημοσκόπου, ο οποίος μεταξύ άλλων επισημαίνει: «Για τις ευρωεκλογές διαμορφώνεται το τελευταίο δίμηνο ένα τοπίο που θα επιδέχεται ίσως αρκετές ερμηνείες, μακριά από εικόνες απόλυτης καταστροφής ή απόλυτης επικράτησης». Το γεγονός δε ότι αυτή η ανάλυση προέρχεται από τον Στράτο Φαναρά, διευθύνοντα σύμβουλο της Metron Analysis, της εταιρίας που μέχρι πριν λίγους μήνες έδινε διαφορές έως και 15% υπέρ της ΝΔ, ενδέχεται να έχει συμβάλει σημαντικά στον εντεινόμενο προβληματισμό – και εκνευρισμό – εντός των τάξεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης…