Στην ψυχολογία ο όρος «προβολή» δηλώνει ότι κάποιο πρόσωπο προβάλλει σε άλλους όσα αισθάνεται το ίδιο. Είναι η περίπτωση του Αντώνη Σαμαρά, αν κρίνουμε από τη δήλωση που έκανε με αφορμή την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στους βουλευτές του.
Με το συνηθισμένο κουτσαβάκικο ύφος, ο πρώην πρωθυπουργός είπε τα εξής ακατάληπτα: » Ο Τσίπρας, πλέον, βγάζει φόβο! Φόβο για το μέλλον, γιατί έρχεται η ΝΔ. Φόβο για το χθες, γιατί γίνονται οι συγκρίσεις με το 2014. Ως προς την εμπάθειά του για μένα, με τιμά και τον ευχαριστώ. Και πάντως, θα τον πάω ως το τέλος!«.
Οι πρώτες φράσεις δεν βγάζουν νόημα. Να φοβάται κάποιος που κέρδισε τις εκλογές δυο φορές τη σύγκριση με αυτόν που τις έχασε δεν συνηθίζεται. Αν έχει κάτι ενδιαφέρον είναι η επανάληψη: «θα τον πάω ως το τέλος». Ας προσπαθήσουμε να το δούμε σαν πολιτική δήλωση, προτού περάσει στην αρμοδιότητα άλλων επιστημών.
Όταν λέει ότι θα πάει ως το τέλος» τον Τσίπρα αναφέρεται προφανώς στην υπόθεση Novartis. Σε ένα σκάνδαλο δηλαδή. Στο οποίο όμως, εξ όσων γνωρίζουμε, μπλεγμένος είναι ο ίδιος όχι ο Τσίπρας. Με τι ακριβώς τον απειλεί;
Όλοι ξέρουν πώς εκτυλίσσεται αυτή η υπόθεση. Σε μια νόμιμη δικαστική έρευνα για ένα πανθομολογούμενο σκάνδαλο προστατευόμενοι- νομίμως- μάρτυρες τον κατονόμασαν ως δωροδοκηθέντα. Προφανώς αυτό δεν συνιστά ενοχή. Είναι μια μαρτυρία που πρέπει να αποδειχθεί βέβαια και ως αυτή την ώρα δεν είναι τα στοιχεία που τη συνοδεύουν -αν υπάρχουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση αυτός που κατονομάζεται είναι ο Σαμαράς -και οι άλλοι- όχι ο σημερινός πρωθυπουργός.
Σε οποιοδήποτε κράτος δικαίου είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια μαρτυρία πρέπει να ερευνηθεί. Αυτό ακριβώς συμβαίνει αυτή την περίοδο. Κατ’ εφαρμογή των νόμων. Ό,τι έγινε ως τώρα είναι νόμιμο και προβλεπόμενο. Ακούστηκε το όνομα του Σαμαρά σε μια δικαστική έρευνα και η δικογραφία πήγε στη Βουλή -προτού ολοκληρωθεί η έρευνα.
Έτσι προβλέπεται και με συνταγματική διάταξη μάλιστα που θέσπισε το κόμμα του Σαμαρά και το ΠΑΣΟΚ. Η Βουλή, πάλι, όπως προβλέπεται, επιστρέφει το φάκελο στη Δικαιοσύνη για να συνεχιστεί η έρευνα. Αλλιώς θα είναι σαν να προσυπογράφει την παραγραφή για την οποία επίσης μερίμνησαν τα συγκεκριμένα κόμματα.
Εκεί είμαστε τώρα. Κανείς δεν είναι ένοχος. Δεν έχει απαγγελθεί καν κατηγορία σε κανέναν, ούτε στον πρώην πρωθυπουργό φυσικά. Αυτό θα το κρίνουν οι αρμόδιες εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές. Σ’ αυτή τη διαδικασία ο Σαμαράς αρνήθηκε να συμβάλλει- ως ένα ακόμη δείγμα του σεβασμού του στους θεσμούς και τη Δικαιοσύνη, από τα πολλά που κοσμούν τη διαδρομή του, αλλά έκανε και κάτι «τρελό». Μήνυσε τον πρωθυπουργό ως πρωτεργάτη «σκευωρίας εναντίον του για να αντιμετωπίσει τα…. συλλαλητήρια για το Μακεδονικό για την ευθύνη του στο οποίο δεν χρειάζεται συζήτηση.
Μαζί μήνυσε και τους .. εισαγγελείς διαφθοράς. Δημιουργώντας την πεποίθηση ότι αν τον καταδίκαζε ένα δικαστήριο για ότιδήποτε θα έκανε μήνυση στον πρόεδρο. Πώς δεν είχε σκεφθεί να κάνει μήνυση και στον Κώστα Μητσοτάκη όταν τον κατήγγειλε ότι ανέτρεψε την κυβέρνησή του χάριν των διαπλεκόμενων συμφερόντων και έβλαψε τη χώρα;
Με την ίδια λογική θα μπορεί να κάνει μήνυση στον έφορο, αν τον ελέγξει. Ή στον τροχονόμο αν τον σταματήσει στο δρόμο για έλεγχο. Χρήζει ειδικής αξιολόγησης ότι ένας άνθρωπος που έχει υποτίθεται σώας τας φρένας αρνείται το δικαίωμα της Πολιτείας να ελέγχει οποιονδήποτε, σύμφωνα με τη νομοθεσία και να πράττει ό,τι χρειάζεται, με βάση ό,τι προκύψει.
Οι αθώοι παραδίνονται αθώοι και οι άλλοι αντιμετωπίζουν τη Δικαιοσύνη σε μια αίθουσα δικαστηρίου με πλήρεις δικονομικές εγγυήσεις. Ότι ελεγχόμενος θα έκανε μήνυση στη Δικαιοσύνη δεν το είχε φανταστεί κανείς ως τώρα. Αυτό ενδεχομένως προσπαθεί είτε να αποκρύψει από τους άλλους ή να ξεπεράσει ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός: ότι σ’ αυτή την υπόθεση είναι ελεγχόμενος.
Μακάρι να μην υπάρξει το παραμικρό σε βάρος του. Αλλά αυτό δεν είναι ο ίδιος αρμόδιος να το πει, αν και είναι δικαίωμά του. Θα αποφανθούν οι αρμόδιοι δικαστικοί λειτουργοί. Και αφού αποφανθούν θα υπάρχει προφανώς ένα τέλος. Αλλά θα αφορά τον ίδιο. Αυτά τα περί του «τέλους» στο οποίο θα πάει τον σημερινό πρωθυπουργό, ακούγονται κάπως περίεργα. Κάποιος να του συστήσει να το κοιτάξει.
Πηγή: Ανοιχτό Παράθυρο