«Η σημερινή απόφαση της Ιεραρχίας είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας, εκπροσώπους της Πολιτείας, διανοούμενους και κληρικούς που πιστεύουν στην αναγκαιότητα μιας νέας οριοθέτησης των ρόλων Εκκλησίας – Πολιτείας προς όφελος της ίδιας της Εκκλησίας, της κοινωνίας και του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους».
Αυτό σχολιάζει σε σχετική ανακοίνωση το υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
«Σε μια Δημοκρατία ο διάλογος μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας δεν μπορεί να διεξάγεται με κόκκινες γραμμές και στείρες αρνήσεις», σημειώνεται και σε έντονο τόνο επισημαίνεται ότι «δεν νοείται η απάντηση της Εκκλησίας σε μια ολοκληρωμένη κι αναλυτική πρόταση της Πολιτείας να είναι μία άρνηση χωρίς κανένα επιχείρημα». «Η κυβέρνηση είναι πάντοτε έτοιμη να διεξάγει ειλικρινή κι εξαντλητικό διάλογο εντός του πλαισίου της συμφωνίας της 6/11/2018, χωρίς εξαιρέσεις, επιλεκτικές προτιμήσεις και εκ των υστέρων τελεσίγραφα, όπως αυτά που τέθηκαν με τη σημερινή απόφαση της Ιεραρχίας», επισημαίνεται.
Αναλυτικότερα, το ΥΠΠΕΘ αναφέρει: «Η ιστορική συμφωνία της 6/11/2018, όπως ανακοινώθηκε, από κοινού, από τον πρωθυπουργό και τον αρχιεπίσκοπο είναι η μόνη σοβαρή και υλοποιήσιμη πρόταση για τον εξορθολογισμό των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας που κατατέθηκε δημόσια κι αποτέλεσε τη βάση για τη διαβούλευση που επακολούθησε τους επόμενους μήνες. Η κυβέρνηση επιθυμεί λύσεις, οι οποίες θα ανοίξουν νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας».
Το υπουργείο σημειώνει ότι «αποσπασματικές λύσεις για να κρυφτεί το πρόβλημα κάτω από το χαλί είναι μια μέθοδος του παλιού πολιτικού καθεστώτος που έχει ναυαγήσει μαζί του» και σημειώνει ότι ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος είχαν ξεκαθαρίσει ότι οι άξονες της συμφωνίας συγκροτούν μια ενιαία ολότητα και δεν μπορούν να τεμαχιστούν.
Τέλος, αναφέρει ότι καθ’ όλο το διάστημα διαλόγου των δυο πλευρών, η Εκκλησία δεν έθεσε υπ’ όψιν της κυβέρνησης κάποιο εναλλακτικό σχέδιο ή αντιπρόταση και ότι δεν δέχθηκε να συζητήσει την πρόταση για το μισθολογικό».