Μήνυμα πως η φορολογική μεταρρύθμιση που θα ελαφρύνει τα βάρη για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις θα γίνει νόμος του κράτος, ήδη, μέσα στον πρώτο μήνα της νέας διακυβέρνησης, στέλνει ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο CNBC, ο κ. Μητσοτάκης αναφέρει πως μία ριζική και ολοκληρωμένη φορολογική μεταρρύθμιση θα είναι ένα από τα πρώτα μέτρα της επόμενης κυβέρνησης, ήδη, από τον πρώτο μήνα. «Είναι καιρός να στείλουμε ένα πολύ σαφές μήνυμα στους πολίτες, αλλά και στις διεθνείς αγορές, ότι δεσμευόμαστε για ένα πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων, ότι θέλουμε να απελευθερώσουμε τις δυνάμεις της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα και να στηρίξουμε τις ιδιωτικές επενδύσεις, ενισχύοντας παράλληλα την κοινωνική συνοχή», σημειώνει.
Στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στη δημοσιογράφο Σίλβια Αμάρο, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας προαναγγέλλει πως μετά από τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης της ΝΔ θα διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους εταίρους μας τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε το 80% του επιπλέον δημοσιονομικού χώρου να κατευθυνθεί σε ακόμη μεγαλύτερες μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. «Αν έχουμε ένα πρωτογενές πλεόνασμα το 2021 -για παράδειγμα- στο 3% ή στο 2,5%, αυτό δεν θα διαφοροποιήσει σημαντικά την ευρύτερη βιωσιμότητα του χρέους μας. Αλλά ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο θα ήταν μία ανταμοιβή για μία χώρα που υλοποιεί ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Επίσης, δέσμευσή μου ότι όποιος κι αν είναι ο δημοσιονομικός χώρος που μπορώ να διαπραγματευτώ, το 80% θα κατευθυνθεί σε μειώσεις φόρων» τονίζει ο κ. Μητσοτάκης.
Μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι «τα τελευταία δέκα χρόνια οι Έλληνες υπέφεραν πολύ», ότι έχουν επιβαρυνθεί από την υπερβολική λιτότητα του ΣΥΡΙΖΑ και ότι οι «επόμενες εκλογές θα αφορούν την οικονομία, τις θέσεις εργασίας και το διαθέσιμο εισόδημα».
Σε ερώτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα και αν θεωρεί ότι είναι θετικό το μήνυμα πως η Ελλάδα κατόρθωσε να υπερκαλύψει τους στόχους, ο πρόεδρος της ΝΔ απαντά ότι πιστεύει πως στέλνει το λάθος μήνυμα, υπό την έννοια ότι οι πολίτες έχουν επιβαρυνθεί με υπερβολική λιτότητα: «Ο λόγος που έχουμε υπερβεί τους στόχους είναι ότι η κυβέρνηση υπερφορολόγησε τη μεσαία τάξη γιατί θέλησε να δημιουργήσει μεγαλύτερο πλεόνασμα ακόμη κι από αυτό που της ζητήθηκε, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για προεκλογικές παροχές. Αυτή, όμως, είναι μία εντελώς λανθασμένη πολιτική. Πρέπει να επιμείνουμε στους στόχους μας, αλλά όταν προκύπτει δημοσιονομικός χώρος, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μειώνουμε τους φόρους. Πιστεύω, δε, ότι η μείωση των φόρων θα αυξήσει και τη φορολογική συμμόρφωση σε μία οικονομία, στην οποία παρατηρούνται τάσεις φοροδιαφυγής. Ο κ. Τσίπρας έχει συμφωνήσει σε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Θεωρώ τον στόχο αυτόν υπερβολικά αυστηρό. Έχω εξαρχής δηλώσει ότι θα σεβαστώ τις συμφωνίες που έχει κάνει η παρούσα κυβέρνηση. Ωστόσο, έχω, επίσης, καταστήσει σαφές στους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι -εφόσον κατορθώσουμε να ολοκληρώσουμε πραγματικές μεταρρυθμίσεις- θα πρέπει να λάβουμε ως επιβράβευση τη μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα. Και αυτό πρέπει να γίνει ήδη από το 2021 και το 2022. Δυστυχώς, η κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2020 είναι πολύ κοντά για να αρχίσει να ισχύει κάποια αλλαγή νωρίτερα. Αυτό, επομένως, που ζητώ είναι πολύ συγκεκριμένο: Δώστε μου 12 μήνες να πείσω τους πιστωτές μας και τις διεθνείς αγορές, ότι πραγματικά εννοούμε όσα λέμε. Ότι η Ελλάδα μπορεί στ’ αλήθεια να αλλάξει και να αποκτήσει η ίδια την ιδιοκτησία του μεταρρυθμιστικού της προγράμματος, ώστε οι μεταρρυθμίσεις που κάνουμε να μη γίνονται επειδή κάποιος μας τις επιβάλλει, αλλά επειδή πιστεύουμε στις μεταρρυθμίσεις που εμείς οι ίδιοι έχουμε προτείνει. Μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη, αλλά θα διατηρούν παράλληλα τον κοινωνικό τους χαρακτήρα. Εφόσον, λοιπόν, συμβούν όλα αυτά, θα κάνουμε σε 12 μήνες μία συζήτηση για την επαναδιαπραγμάτευση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα».
Ερωτηθείς, τέλος, για την πρόσφατη έκδοση ομολόγου από την Ελλάδα αλλά και για το ενδιαφέρον που αρχίζουν να δείχνουν θεσμικοί επενδυτές, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπογραμμίζει: «Προφανώς και μας ενδιαφέρει να προσελκύσουμε τους μακροπρόθεσμους επενδυτές. Θα σας έλεγα μάλιστα ότι καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές, οι αγορές θα αρχίσουν να λαμβάνουν υπόψιν τους και την πιθανή πολιτική αλλαγή. Εάν οι αγορές, μάλιστα, πεισθούν από την προοπτική που τους παρουσιάζουμε, είναι πολύ πιθανό ότι τα πράγματα θα αρχίσουν να βελτιώνονται, ήδη, από τώρα ενόψει των εκλογών. Και αυτό θα είναι πολύ καλό για την Ελλάδα. Ουδέποτε υπήρξα αυτός που υπονομεύει τη χώρα του για να κερδίσει οποιουδήποτε είδους πολιτικό όφελος. Θυμάμαι τον κ. Τσίπρα το 2014 να αποθαρρύνει τους επενδυτές για να μην επενδύσουν στην Ελλάδα. Εγώ ποτέ δεν έλεγα κάτι τέτοιο και πάντα θα λέω επενδύστε στην Ελλάδα, επενδύστε στη χώρα μας. Αν θέλετε να το κάνετε, μάλιστα, περιμένοντας μία πολιτική αλλαγή, όχι μόνον είστε ευπρόσδεκτοι, αλλά θα έχετε το πλεονέκτημα να προηγείστε των εξελίξεων. Επομένως, υποστηρίζω πως αν οι αγορές αντιδράσουν θετικά στο διάστημα των επόμενων μηνών, αυτό θα ήταν μία πολύ ευπρόσδεκτη εξέλιξη. Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω λίγο περισσότερο. Σε μία εποχή που μιλάμε πολύ για τους λαϊκιστές, για τις εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις απειλές τής πολιτικής αστάθειας, μπορεί στην Ελλάδα να υπάρξει μία κεντροδεξιά, μετριοπαθής, μεταρρυθμιστική κυβέρνηση με ισχυρή πολιτική εντολή. Αυτό θα σήμαινε ότι δεν υπάρχει πολιτικός κίνδυνος και ότι ο κίνδυνος πολιτικής αβεβαιότητας θα έχει βγει πια από την εξίσωση. Πιστεύω ότι αυτό είναι σημαντικό για τους διεθνείς επενδυτές, καθώς αναλύουν ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ».