Η πειθώ του φασισμού

Για να καταλάβουμε τη δυναμική και «γοητεία» του νέου φασισμού πρέπει να αναρωτηθούμε: «γιατί τον ακολουθούν τα υποκείμενα;», «μήπως εξαπατώνται;»

Ας ξεκινήσουμε από κοινές μας παραδοχές: η κοινωνική, πολιτική μας συνείδηση δεν συγκροτείται και «συγχρονίζεται» μονοσήμαντα με μια λογική, η δράση μας δεν διαμορφώνεται μονοδιάστατα, π.χ. ως «επιβολή» του κυρίαρχου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά αποτελούν πρακτική σύνθεση περισσοτέρων, ενδεχομένως αντιφατικών λογικών.

Υπάρχουν πολλοί «καλοί λόγοι» που παρακινούν την δράση των ανθρώπων οι οποίες δεν ακολουθούν την καπιταλιστική λογική.

Συνεπώς, και οι πολιτικές προτάσεις, τα προτάγματα που καλούν τα υποκείμενα σε δράση δεν (μπορούν να) κάνουν αναφορά μόνο σε μία -έστω κυρίαρχη- λογική για τη δράση των υποκειμένων, χωρίς έτσι να περιορίζουν μηχανιστικά τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της συνείδησής μας.

Η σύνθετη συγκρότηση της συνείδησής μας αναγκάζει και τις πολιτικές δυνάμεις να λάβουν υπόψη τους αυτό το χαρακτηριστικό της.

Ετσι, και στον φασισμό –ως ισχυρό (τουλάχιστον ιστορικά) πολιτικό κίνημα!- πρέπει να αναγνωριστεί η «δημιουργικότητα» του και πρέπει να αναζητούμε τα συνθετικά στοιχεία με τα οποία απευθύνεται στην κοινωνική συνείδησή μας.

Η αναγνώριση της πολιτικής δημιουργικότητας του φασισμού μάς προσφέρει τη δυνατότητα να δούμε επίσης και τα κενά της πολιτικής του αριστερού κινήματος.

Ηχεί ακόμη άκρως επίκαιρη η εκτίμηση του Γερμανού φιλοσόφου Ερνστ Μπλοχ για τον ιστορικό φασισμό: «Οι ναζί μιλούν απατηλά, αλλά σε ανθρώπους, οι κομμουνιστές απολύτως αληθινά, αλλά μόνο για πράγματα».

Ο Μπλοχ προσπαθούσε να κατανοήσει τον γερμανικό ναζισμό όχι μόνο ως «απόρροια» ή ως επιβολή του μονοπωλιακού κεφαλαίου, αλλά αναζητούσε τα «συνθετικά» στοιχεία που του επέτρεψαν να οργανώσει ένα μαζικό κίνημα με ποικίλα, και ως προς τα «συμφέροντα» αντιφατικά μεταξύ τους, κοινωνικά υποκείμενα.

Προσπαθούσε, επίσης, να εντοπίσει τις αδυναμίες της Αριστεράς που συνέβαλαν στην ολέθρια ήττα του εργατικού κινήματος μπροστά στην ιστορική «αποστολή» του – να αποτρέψει τη βαρβαρότητα του ναζισμού.

Οι αποδείξεις που αντέτεινε η Αριστερά στον χιτλερισμό κάθε άλλο παρά λανθασμένες ήταν. Οπως τονίζει με έμφαση ο Μπλοχ, το «λάθος» δεν βρισκόταν σε αυτό που έκανε, π.χ. το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα, αλλά ακριβώς σ’ αυτά που παρέλειψε να κάνει.

Κενό της αριστερής πολιτικής είναι ο περιορισμός της στην αποκάλυψη της δήθεν αντι-καπιταλιστικής ρητορικής του φασισμού.

Ωστόσο το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην εξαπάτηση για τα πραγματικά του συμφέροντα. Για τον Μπλοχ η αποκάλυψη αυτή είναι πάρα πολύ σωστή και χρήσιμη – ωστόσο δεν επαρκεί!

Στις αξιώσεις του φασισμού πρέπει επίσης να αναζητούμε και το «θρύμμα μιας παλαιότερης και ρομαντικής αντίθεσης στον καπιταλισμό» ποτισμένο από «στερήσεις της τωρινής ζωής» και με τη λαχτάρα για ένα θολό, ασαφές «άλλο».

Είναι ευθύνη μας να (δια)σώσουμε τη θετική κληρονομιά μέσα σε μια τέτοια αντίθεση – προκειμένου να την εντάξουμε στο δικό μας πολιτικό πρόταγμα με τις αντίθετες αξίες από αυτές του φασισμού.

Κληρονομιά εδώ, βέβαια, δεν σημαίνει την παράδοση κειμηλίων περασμένων γενεών στις νεότερες. Κληρονομιά δεν είναι κάτι που συσσωρεύτηκε στο παρελθόν, αλλά κάτι που φωτίζει τον ορίζοντα μας και τις δυνατότητες που δεν διακρίνονται (ακόμη) καθαρά.

Η παράδοση μας μιλάει ως το «μέλλον μέσα στο παρελθόν» και μας «παραδίδει αναθέσεις» για το δικό μας συγκεκριμένο μέλλον.

Για την Αριστερά, η ανάδειξη και ενσωμάτωση αυτής της ανεκπλήρωτης κληρονομιάς είναι ένα ισχυρό και οδυνηρό δίδαγμα από τη νίκη του ιστορικού φασισμού.

Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι οι πιο φορτισμένες έννοιες του φασισμού («σπίτι», «γη», «λαός») αποτελούν πολυδιάστατους και αμφίσημους «κωδικούς» για την ανάγκη και την ελπίδα για ασφάλεια στη ζωή μας.

Οι ανάγκες αυτές ως τέτοιες σαφώς και δεν συνιστούν «πρόβλημα». Επικίνδυνη και απατηλή δεν είναι, π.χ., η αναζήτηση μιας αυθεντικής κοινότητας που είναι κρυμμένη μέσα στους φασιστικούς κώδικες.

Απατηλές για τα ίδια τα υποκείμενα και επικίνδυνες για όλο τον κόσμο είναι οι απαντήσεις του φασισμού για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών.

Οι αξιώσεις του φασισμού είναι ψεύτικες και επικίνδυνες, ωστόσο οι «μύθοι» πίσω από αυτές δεν «καλύπτονται» ολοσχερώς από την κατάχρησή τους: «Το θεμέλιο της μη συγχρονισμένης αντίθεσης είναι το ανεκπλήρωτο παραμύθι του καλού παλιού καιρού, ο άλυτος μύθος του σκοτεινού παλιού Είναι ή της Φύσης».

Το παρελθόν που φέρνει μαζί του αυτόν τον μύθο, αυτή την ελπίδα, δεν θα τελειώσει όσο δεν έχει εκπληρωθεί η κληρονομιά του για το παρόν.

Η κληρονομιά συνίσταται στην υπόσχεση για το μέλλον που περιλαμβάνουν στοιχεία τέτοια ενός «ανεκπλήρωτου παρελθόντος», «στοιχεία παλαιάς κοινωνίας που δεν πέθαναν ακόμη» – μπορούν να περιλαμβάνουν προ- ή και αντικαπιταλιστικές υποσχέσεις για το μέλλον μας. Και είναι έτσι ανατρεπτικά, ουτοπικά, υπερβατικά στοιχεία απέναντι στην καπιταλιστική λογική.

Ενας τέτοιος ρομαντικός αντικαπιταλισμός έχει να προτείνει ως καλύτερο μέλλον μόνο μια ωραιοποιημένη εικόνα του παρελθόντος. Οπως τονίζει ο Μπλοχ, oι ναζί είχαν μεγάλη απήχηση επίσης διότι «το ανυπόφορο Τώρα τουλάχιστον λάμπει/φαίνεται διαφορετικό με τον Χίτλερ, που ζωγραφίζει για τον καθένα ωραία παλαιά πράγματα».

Σε ένα τέτοιο ρετουσάρισμα της εικόνας του ένδοξου παρελθόντος με τα περασμένα μεγαλεία τού (κάθε) έθνους έχουν κολλήσει το βλέμμα τους οι κράχτες και κήρυκες του νέου φασισμού.

Και όσο πιο μακριά είναι αυτό το ένδοξο και κίβδηλο παρελθόν, τόσο πιο πολλές και δυνατές φανφάρες χρειάζεται.

Η πολυδιάστατη, συνθετική συγκρότηση της συνείδησής μας και η αντιφατική μας σχέση με το παρελθόν και την κληρονομιά μας μας εξαναγκάζει -όπως λέει ο Μπλοχ- να αναπτύξουμε μια «πολυεπίπεδη επαναστατική διαλεκτική».

Αυτή περιλαμβάνει πολλούς τόπους και χρόνους και συλλαμβάνει περιεχόμενα, τα οποία «δεν ξεπεράστηκαν από την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης».

Ο μύλος μιας τέτοιας επαναστατικής διαλεκτικής μπορεί να αλέσει ακόμη και «ανορθολογικά περιεχόμενα» για να διασώσει από αυτά τον σπόρο για το μέλλον.

Ο ανορθολογισμός μιας ρομαντικής αντίθεσης στον καπιταλισμό δεν πρέπει να εξοστρακιστεί τυφλά, αλλά πρέπει να αναλυθεί στη σχέση του με τον ορθολογισμό του ίδιου του κεφαλαίου – την ορθολογικότατη μετατροπή των πάντων σε εμπόρευμα.

Η Αριστερά πρέπει να (δια)σώσει τα αντικαπιταλιστικά, αντι-εμπορευματικά σημεία και να τα εντάξει στο δικό της πολιτικό πρόταγμα της γενικευμένης αλληλεγγύης για όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο για τους εκάστοτε «δικούς μας».

Οι αναφορές στον Ερνστ Μπλοχ είναι όλες από το βιβλίο του «Erbschaft dieser Zeit» (1935)

* Καθηγητής κλινικής κοινωνικής ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσσαλονίκης – marvakis@eled.auth.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.