Επειδή από τις δίκες προθέσεων προτιμώ την ετυμηγορία των γεγονότων και επειδή όπως συμβαίνει αρκετά συχνά σε αυτή τη χώρα εκ των υστέρων πας ανήρ ξυλεύεται και κομπάζει, είναι καλό να δούμε τα δεδομένα και της συμμαχίας και του διαζυγίου.
Πριν από χρόνια το κόμμα του Πάνου Καμμένου, πήρε την απόφαση να συμπράξει με ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικά κόμμα με το οποίο είχε πολλές διαφορές ιδεολογίας, πολιτικής και κουλτούρας. Επιχειρήθηκε η συμμαχία αυτή να εμφανιστεί υποτιμητικά ως ετερόκλητη ένωση για την καρέκλα, αλλά απ ό,τι προκύπτει ήταν αρκετά μακροχρόνια και ισχυρή για να πραγματοποιήσει τους στόχους του συνεταιρισμού.
Όπως δήλωσαν αμφότεροι οι πολιτικοί εταίροι την ώρα του αποχαιρετισμού, ήταν μια έντιμη συμμαχία στην οποία αναπτύχθηκε εκτός των άλλων και η προσωπική αλληλοεκτίμηση. Οι πικρίες ωστόσο είναι πάντα πικρίες και δεν αφορούν μόνο τους πολιτικούς αποχωρισμούς αλλά ακόμη και τις μεγάλες αγάπες στην καθημερινότητα.
Κατ αρχήν πρέπει να λάβουμε υπόψη, και κυρίως αυτοί που αντιμετωπίζουν υποτιμητικά τον Καμμένο ανακαλύπτοντας τον συντηρητικό του χαρακτήρα και αυτό που χαρακτηρίζουν αστάθεια, πως αν δεν υπήρχε ο Καμμένος, δεν θα υπήρχε αυτή η κυβέρνηση για να κάνει όσα έκανε , αλλά, το πιο σημαντικό, να δείξει πως είναι δυνατόν στην Ελλάδα να υπάρχουν και άλλες κυβερνήσεις από αυτές της διαφθοράς, της ανακύκλωσης της διαπλοκής και της ανατροφοδοσίας της βρομιάς. Η μεγάλη συμβολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προς τους πολίτες είναι η δύναμη της πραγματικότητας και του παραδείγματος. Η εξουσία δεν είναι ιδιοκτησία μαφιόζων και κληρονομιά νταβατζήδων.
Άρα λοιπόν, πριν πιστώσουμε οτιδήποτε αρνητικό ή θετικό στον Πάνο Καμμένο να χωνέψουμε πως ήταν συναίτιος για όσα προέκυψαν και τα οποία είναι δύσκολο να γυρίσουν πίσω.
Η συμμαχία που υπήρξε, σε πολλά πράγματα ξεπέρασε την αυτοτέλεια των συμμετεχόντων. Πολλά από τα νομοσχέδια που ψηφίστηκαν ήταν αποτέλεσμα μιας προοδευτικής ώσμωσης που δημιουργήθηκε η οποία άφησε πίσω πολλές από τις συντηρητικές θέσεις του κόμματος του Καμμένου και του ίδιου. Δεν είναι τυχαίο που σήμερα βουλευτές , στελέχη και φίλοι των ΑΝΕΛ, αισθάνονται πολιτική οικειότητα με τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Η σχέση αυτή δεν αναπτύχθηκε με μοίρασμα θέσεων και αμοιβαίου βολέματος αλλά με διεργασίες που πολλές φορές ήταν και έντονες αλλά για να καταλήξουν σε ένα προοδευτικό αποτέλεσμα.
Η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν έβγαλε μόνο τη χώρα από τα μνημόνια , δεν αποκατέστησε σταδιακά την κανονικότητα, αλλά έδωσε και ένα μάθημα για το ότι μπορούν να υπάρχουν πολιτικές συμμαχίες με δύσκολες αφετηρίες αλλά θετική κατάληξη. Να μην ξεχνάμε, πως ο Πάνος Καμμένος και το κόμμα του, έκαναν πράγματα που δεν έκαναν πιο φίλιες πολιτικά δυνάμεις στο ΣΥΡΙΖΑ οι οποίες ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να ποντάρουν στην οπισθοδρόμηση.
Οι πολιτικές συμμαχίες δεν γίνονται με τον εαυτό μας και αυτό (με εξαίρεση ίσως την εποχή της Αντίστασης) η Αριστερά το ξεχνάει επιζητώντας την ταύτιση και την καθαρότητα ακόμη και αν οδηγεί στην ήττα. Η επιτυχής σύμπραξη ενός Αριστερού και ενός Δεξιού κόμματος σήμερα πάνω σε μια συγκεκριμένη πολιτική βάση, έδειξε πως οι συμφωνίες στην πολιτική είναι μεγάλη υπόθεση που πέρα από θεωρία απαιτεί ηγέτες και πολική πράξη που δεν φοβάται να δοκιμαστεί.
Όσοι σήμερα με ελαφρά τη καρδία περιγράφουν τον Πάνο Καμμένο ως βαρίδι, ξεχνούν και τη συμβολή του αλλά και το γεγονός πως οι συμμαχίες δεν είναι μόνιμες εκτός αν οδηγήσουν σε μια πολιτική συγχώνευση. Η συγκεκριμένη συμμαχία , όπως συνηθίζουμε να λέμε και στις διαπροσωπικές σχέσεις που τελειώνουν, απλώς έκλεισε τον κύκλο της.
Ο Πάνος Καμμένος επέλεξε τη συγκεκριμένη στάση στο θέμα του Μακεδονικού για τους δικούς του λόγους. Είτε πρόκειται για αυτοεγκλωβισμό, λειτουργία του χαρακτήρα του ή έστω πολιτική πίστη και ιδεοληψία έθεσε τον εαυτό του εκτός της συμμαχίας. Το ενδιαφέρον είναι πως ο Καμμένος αντιμετώπισε το θέμα με θέσεις του 1991, δηλαδή οπισθοχωρώντας και από τη θέση της ΝΔ του 2008, της οποίας τότε ήταν μέλος. Η επιμονή του στην άκαμπτη ρητορική του συναισθηματικού πατριωτισμού, μοιραία έφερε σε αδιέξοδο, δίνοντας μάλιστα για τον ίδιο την εικόνα πως βρίσκεται σε πολιτική σύγχυση ως κυβερνητικός εταίρος.
Ενδεχομένως ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ να θεώρησε πως έτσι πλησιάζει το ακροατήριο της ΝΔ και διαφοροποιείται από το ΣΥΡΙΖΑ, εφευρίσκοντας κυριολεκτικά έναν τακτικισμό που τον απομόνωσε. Και τον απομόνωσε γιατί όποιος δεξιός επιλέξει να ψηφίσει στις εκλογές με βάση τη θέση για το Μακεδονικό, θα ψηφίσει Βελόπουλο ο οποίος εκτός των άλλων προσφέρει και επιστολές του Ιησού Χριστού και όχι τον Καμμένο που με τη στάση του αυτή πατούσε εμφανώς σε δύο βάρκες.
Πολύ φοβάμαι πως η συνεχής προσπάθεια του Πάνου Καμμένου να κουβαλήσει δύο καρπούζια στη ίδια μασχάλη του αφαίρεσε την αίγλη του κυβερνητικού εταίρου ο οποίος κατάφερε να πετύχει πάρα πολλά και τον έκανε απλό μεταφορέα απόψεων που ναρκοθέτησαν το ρόλο και την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις.
Η καλύτερη επιλογή για τον Πρόεδρο των ΑΝΕΛ, θα ήταν να αλώσει το κεντροδεξιό ακροατήριο της ΝΔ που νοιώθει ξένο στην πολυκατοικία όπου συνωστίζονται ακροδεξιοί και φασίστες, παρουσιάζοντας το ίδιο του το παράδειγμα ως παράδειγμα επιτυχίας: ένας δεξιός που ξεπερνά τις διαχωριστικές γραμμές για να πάει μπροστά η χώρα. Ίσως ο δεξιός πατριωτισμός παλιάς κοπής σε συνδυασμό με την αμηχανία που προκάλεσε η διαπίστωση πως οι ΑΝΕΛ δεν είναι εκλογικά πλέον αυτό που ήταν, έκανε τον Πάνο Καμμένο να επιλέξει την στάση της περιχαράκωσης την ώρα που αποτελούσε παράδειγμα υγιούς ενότητας.
Φυσικά υπάρχουν και αυτοί που πιστεύουν πως απλώς ο Καμμένος είναι ένας καραδεξιός που επέστρεψε στις ρίζες του. Η οπτική αυτή τον αδικεί αν και περισσότερο από τον ίδιο δεν τον έχει αδικήσει κανένας. Η επικοινωνιακή του τακτική, η εικόνα με την οποία επέλεγε να παρουσιάζεται ως στρατηλάτης ή θρησκευόμενος δεξιός της δεκαετίας του 50, έδωσαν πολλές φορές ευκαιρία για τέτοια σχόλια. Την ίδια ώρα όμως, ο Καμμένος επέλεξε να αποδεχθεί θέσεις που οι αυτοαπακολούμενοι φιλελεύθεροι δεξιοί δεν τολμούν να εκστομίσουν όντας μαντρωμένοι στο μαντρί των Αδώνηδων.
Περισσότερο από την αποδοχή ή την απόρριψή των θέσεών του, η κριτική στον Πάνο Καμμένο πρέπει να κατανοεί πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν τα πάντα ούτε πάντα αυτά που θέλουμε. Κρίνονται όμως από το ρόλο που παίζουν στο να γίνουν αυτά που απαιτούν οι συνθήκες. Για τα υπόλοιπα θα κριθεί στο δεύτερο κομμάτι της ιστορίας του που ξεκινάει από τώρα.