«Καθένας μας θέλει να σταματήσει την κρίση, ωστόσο η Ελλάδα απέχει πολύ από την “κανονικότητα”» αναφέρει σε άρθρο γνώμης του στους New York Times o Νίκος Κωνσταντάρας, δημοσιογράφος στην «Καθημερινή».
Η κυβέρνηση της Ελλάδας, ένας συνασπισμός ενός ριζοσπαστικού αριστερού κινήματος κι ενός εθνικιστικού δεξιού κόμματος που βρίσκονται στην εξουσία από το 2015, γιόρτασε το τέλος του τρίτου μνημονίου τον περασμένο Αύγουστο ως «επιστροφή στην κανονικότητα». Οι εταίροι και οι πιστωτές της Ε.Ε, οι οποίοι μας παραχώρησαν δάνεια, ύψους 288,7 δισεκατομμυρίων ευρώ τα προηγούμενα χρόνια, έσπευσαν επίσης να κάνουν λόγο για νίκη της ελληνικής κρίσης που ξεκίνησε το 2010.
Ο καθένας θέλει να σταματήσει την ελληνική κρίση -όχι μόνο ο ελληνικός λαός, που έχει εξαντληθεί από τη μακρά και βαθιά ύφεση, από τη συνεχιζόμενη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις τα οφέλη δεν έχουν ακόμη δει…
Ωστόσο, η Ελλάδα απέχει πολύ από την “κανονικότητα”. Έχουν γίνει πολλά για να καταστεί η οικονομία βιώσιμη, αλλά η χώρα χρειάζεται μία έκρηξη εμπιστοσύνης και επιχειρηματικής δραστηριότητας: Η ανάκαμψη θα απαιτήσει σημαντικές νέες επενδύσεις, πολιτική σταθερότητα και περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση. Όχι μόνο το δημόσιο χρέος είναι μεγαλύτερο από ότι το 2009. Επιπλέον, τα εισοδήματα των πολιτών έχουν μειωθεί, τα περιουσιακά στοιχεία τους υποτιμήθηκαν, η περιουσία τους χάθηκε, τα χρέη τους πολλαπλασιάστηκαν…
«Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ, τον βασικό εταίρο στον κυβερνητικό συνασπισμό, σε ένα διαγωνισμό που επιδεινώνει ήδη την πολωμένη πολιτική. Η κυβέρνηση, η οποία έβλεπε πάντα με μισή καρδιά τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις, τώρα υπόσχεται να τις υλοποιήσει: η αντιπολίτευση δεσμεύεται να ανατρέψει τις πολιτικές και τις αποφάσεις με τις οποίες διαφωνεί».
Αναφερόμενος στο δραματικό έλλειμμα εμπιστοσύνης στη χώρα μας, ο αρθρογράφος σχολιάζει: «Εκτιμάται ότι περισσότεροι από 700 χιλιάδες άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει την Ελλάδα από το 2010 και αναζητούν ευκαιρίες στο εξωτερικό. Οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις, καθώς οι άνθρωποι γεννούν λιγότερα παιδιά ή δεν τολμούν να κάνουν. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι, με τους σημερινούς ρυθμούς, ο πληθυσμός της Ελλάδας, ο οποίος ήταν περίπου 10,9 εκατομμύρια το 2015, θα μπορούσε να μειωθεί από 800.000 έως 2,5 εκατομμύρια άτομα έως το 2050. Το εργατικό δυναμικό είναι σήμερα περίπου 4,7 εκατομμύρια. Ο μικρότερος ενεργός πληθυσμός θα πρέπει να υποστηρίξει έναν αυξανόμενο αριθμό συνταξιούχων, με χαμηλότερη ανάπτυξη και χαμηλότερα έσοδα να καλύπτουν υψηλότερο κόστος κοινωνικής ασφάλισης.
Η κρίση έβλαψε τις επιχειρήσεις. Η μείωση της εγχώριας ζήτησης, οι αυστηρές πιστωτικές συνθήκες, η πολιτική αβεβαιότητα και η μετεγκατάσταση στο εξωτερικό είχαν ως αποτέλεσμα η παραγωγής των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να μειωθεί κατά το ήμισυ. Αυτές οι επιχειρήσεις είναι η «ψυχή» της οικονομίας…
Με μια μικρή επιστροφή στην ανάπτυξη το 2017, οι επιχειρήσεις άρχισαν να ανακάμπτουν. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018, οι 153 εταιρείες που εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο, ανακοίνωσαν κέρδη προ φόρων ύψους 957 εκατ. ευρώ, όπως ανέφερε η εταιρεία συμβούλων ICAP. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά, όταν τοποθετηθούν δίπλα στο δημόσιο χρέος, δείχνουν την πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τα επόμενα χρόνια. Το 2009, το δημόσιο χρέος ανήλθε στα 299,7 δισ. ευρώ. Από τότε, η Ελλάδα δανείστηκε 288,7 δισ. ευρώ από τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και από το ΔΝΤ. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος το 2018 ανήλθε στα 357,25 δισεκατομμύρια ευρώ…
Μερικοί δείκτες υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Η ανεργία μειώθηκε στο 18,3%, από το 27,9% που ήταν το 2013. Το 2018, το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι υπερέβη το στόχο που έθεσαν οι πιστωτές για τρίτη συνεχή χρονιά. Αλλά αυτό έχει υψηλό κόστος, καθυστερημένες πληρωμές από το κράτος σε άτομα και επιχειρήσεις, καθώς και περαιτέρω περικοπές της χρηματοδότησης στην κοινωνική ασφάλιση, τα νοσοκομεία και άλλες υπηρεσίες»….