Επιστρέφει ο Τσίπρας που τα διάλυσε όλα στις μεταφορές;

Καθυστέρηση και στασιμότητα στα μέσα μαζικής μεταφοράς

Ίδια εικόνα παρουσιάστηκε και στον χώρο των δημόσιων συγκοινωνιών. Ενώ κανείς θα περίμενε από μια αριστερή κυβέρνηση να βελτιώσει τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ως αντίβαρο στη χρήση ΙΧ, η πραγματικότητα ήταν απογοητευτική. Για τέσσερα χρόνια (2015–2019), δεν ανανεώθηκε ούτε ένα νέο λεωφορείο για την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, πόλεις που ασφυκτιούσαν με στόλους γερασμένων οχημάτων.

Μάλιστα, διαγωνισμός που είχε ξεκινήσει αργά η προηγούμενη κυβέρνηση για αγορά λεωφορείων ακυρώθηκε από τη Δικαιοσύνη λόγω… προβλημάτων.

Αντίθετα, το μόνο που έκανε η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν να ακριβύνει το εισιτήριο για το επιβατικό κοινό: το 2016 αύξησε την τιμή του ενιαίου εισιτηρίου από 1,20€ σε 1,40€, επιβαρύνοντας καθημερινά τους πολίτες. Καμία ουσιαστική επένδυση δεν έγινε σε νέο στόλο ή σε συντήρηση. Το 2019, όταν άλλαξε η κυβέρνηση, αποκαλύφθηκε ότι ο ΟΑΣΑ στην Αθήνα είχε μόλις 850 λεωφορεία λειτουργικά από ένα σύνολο περίπου 1.800, καθώς τα υπόλοιπα ήταν χαλασμένα ή ακινητοποιημένα λόγω έλλειψης ανταλλακτικών. Η “φιλολαϊκή” κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άφησε τις συγκοινωνίες να ρημάξουν, τόσο που η επόμενη διοίκηση χρειάστηκε να προσλάβει επειγόντως προσωπικό και να μισθώσει λεωφορεία από τα ΚΤΕΛ για να καλύψει τα κενά.

Οι μεταγενέστερες επιπτώσεις
Οι επιλογές (ή μάλλον η έλλειψη επιλογών) της περιόδου Τσίπρα μας στοιχειώνουν μέχρι σήμερα. Εν έτει 2025, η Ελλάδα έχει τον γηραιότερο στόλο οχημάτων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα επιβατικά αυτοκίνητα στην χώρα μας έχουν μέση ηλικία 17,3 έτη, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι μόλις 12 έτη. Για να το πούμε διαφορετικά, κυκλοφορούμε τα πιο παλιά αυτοκίνητα στην Ευρώπη. Μόνο 6 χώρες έχουν μέσο όρο κάτω των 10 ετών, ενώ εμείς βρισκόμαστε στην άλλη άκρη – ουραγοί στην ανανέωση. Τα στατιστικά είναι αποκαλυπτικά: όχι μόνο τα ΙΧ, αλλά και τα φορτηγά (μέσο όρο 23 έτη ηλικία στην Ελλάδα!) και τα λεωφορεία (18,8 έτη) μας κατατάσσουν τελευταίους στην ΕΕ.

Αυτός ο γερασμένος στόλος είναι άμεσο αποτέλεσμα των χρόνων που χάθηκαν χωρίς πολιτική ανανέωσης. Την ίδια ώρα που σε παγκόσμιο επίπεδο καταβάλλεται προσπάθεια να ανανεωθούν τα οχήματα για λόγους περιβαλλοντικούς και οδικής ασφάλειας, η Ελλάδα εμφανίζεται ως ο «τελευταίος τροχός της αμάξης» σε αυτή την προσπάθεια. Πληρώνουμε το τίμημα τόσο σε δημόσια υγεία (περισσότεροι ρύποι και καυσαέρια από παλαιάς τεχνολογίας κινητήρες) όσο και σε οδική ασφάλεια (λιγότερα σύγχρονα συστήματα ασφαλείας στα παλιά αυτοκίνητα). Επιπλέον, ο μέσος Έλληνας οδηγός πληρώνει ακριβά σε συντηρήσεις και βλάβες, καθώς όσο παλαιώνει ένα όχημα τόσο αυξάνεται το κόστος να το κρατήσεις σε κυκλοφορία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 2020 ξεκίνησαν προγράμματα επιδότησης ηλεκτρικών οχημάτων ή απόσυρσης – κινήσεις που ήρθαν καθυστερημένα, για να καλύψουν το κενό δράσης της προηγούμενης κυβέρνησης. Αν αυτά τα μέτρα είχαν ληφθεί νωρίτερα (το 2016 ή 2017), σήμερα ενδεχομένως να είχαμε νεότερο στόλο και καλύτερες επιδόσεις. Δυστυχώς, η αδράνεια της περιόδου Τσίπρα άφησε τη χώρα πίσω: ακόμα παλεύουμε να ανεβάσουμε τον αριθμό ηλεκτρικών αυτοκινήτων από το μηδέν και να αντικαταστήσουμε τα σαραβαλιασμένα λεωφορεία των πόλεων μας.

Σε τελική ανάλυση, αν ο κ. Τσίπρας φιλοδοξεί να επανέλθει στην ηγεσία με μια νέα πρόταση, οφείλει πρώτα να αναγνωρίσει τα σφάλματα του παρελθόντος. Η Ελλάδα «αγαπά το αυτοκίνητο», όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά, και δικαιούται μια πολιτική που να το σέβεται – είτε αυτό σημαίνει καθαρότερα και ασφαλέστερα ΙΧ για τους πολίτες, είτε σύγχρονες και αξιόπιστες δημόσιες συγκοινωνίες. Δυστυχώς, η κυβερνητική θητεία Τσίπρα δεν πρόσφερε ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.